Της Δανάης Γαζή,
Είναι ευρέως γνωστό στον νομικό χώρο και, ειδικότερα, στον τομέα του εμπορικού δικαίου ότι το εμπορικό σήμα συνιστά ένα σύγχρονο αγαθό, επί του οποίου έχει δικαιώματα ο φορέας του. Αναλυτικότερα, το σήμα είναι ένα άυλο αγαθό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί προσφέροντας κατά κύριο λόγο οικονομικά πλεονεκτήματα στην επιχείρηση που το φέρει. Αυτό προκύπτει από το ότι η λειτουργία του είναι κατά κύριο λόγο διακριτική, προσδίδοντας ιδιαίτερα γνωρίσματα στο εμπόρευμα που τη φέρει, είναι με λίγα λόγια η ταυτότητα του προϊόντος. Για παράδειγμα, το σήμα της Coca-Cola την καθιστά διαφορετική από τα υπόλοιπα αναψυκτικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, πάντως, το γεγονός ότι το σήμα μπορεί να μεταβιβαστεί. Ήδη στον ν.4072/2012, (ο οποίος έχει τροποποιηθεί με τον ν.5039/2023) και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 131 παρ.1 γίνεται λόγος για μεταβίβαση του σήματος εν ζωή η αιτία θανάτου.
Μεταβιβάζων μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, καθώς δυνατή είναι και η μερική μεταβίβαση του σήματος. Ειδικότερα, σχετικά με την δικαιοπραξία μεταβίβασης ο ν. 4072/2012 δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό από τις διατάξεις του ΑΚ, όσον αφορά την περιουσιακή μεταβίβαση του σήματος. Έτσι, λοιπόν, το σήμα θα μεταβιβαστεί με τον συνήθη κανόνα, τον συνδυασμό της υποσχετικής και εκποιητικής δικαιοπραξίας, όπως είναι η πώληση. Στην συνέχεια, η εκποιητική δικαιοπραξία μπορεί να καταρτιστεί σύμφωνα με τους κανόνες της εκχώρησης, αν δεν προκύπτει κώλυμα νομικής φύσης και μπορεί, μάλιστα, να είναι και αναιτιώδης. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, μπορούν ο εκχωρητής και ο εκδοχέας να συμφωνήσουν ότι η εγκυρότητα της σύμβασης θα κριθεί από την υποσχετική δικαιοπραξία.
Επιπλέον, όσον αφορά τους λόγους μεταβίβασης του σήματος, αυτοί κατά κύριο λόγο, σύμφωνα με το αρ.31 ν.4072/2012, είναι δύο. Καταρχάς, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης είναι δυνατό να μεταβιβασθεί και το σήμα. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, κυρίαρχη είναι η βούληση των μερών, καθώς διαφορετικά δεν μπορεί να συναφθεί σύμβαση μεταβίβασης του σήματος. Πάντως, στην καθημερινή πρακτική ο παραπάνω τρόπος μεταβίβασης είναι ο πιο διαδεδομένος, καθώς δεν μπορεί να νοηθεί μεταβίβαση της επιχείρησης χωρίς αντίστοιχη μεταβίβαση της «ταυτότητάς» της, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία των μερών. Ωστόσο, η μεταβίβαση της επιχείρησης χωρίς το σήμα δεν επιφέρει κάποια συνέπεια σε αυτό. Δεύτερο λόγο μεταβίβασης συνιστά ο θάνατος του φορέα του σήματος. Δεδομένου του γεγονότος ότι το σήμα είναι διαφορετικό, ότι είναι δικαίωμα από την επιχείρηση και επιδέχεται κληρονομικής διαδοχής, ο κληρονομούμενος μπορεί να το μεταβιβάσει κατά βούληση.
Παράλληλα, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και το γεγονός ότι για να αποκτήσει ισχύ η μεταβίβαση του σήματος, θα πρέπει να γίνει καταχώρηση στο βιβλίο σημάτων, όπως προβλέπεται στο αρ.131 παρ.3 του ν.4072/2012. Σαφέστερα, πρόκειται για μια έγγραφη συμφωνία, η οποία μόλις συναφθεί, παράγει απευθείας έννομα αποτελέσματα όσον αφορά τους συμμετέχοντες. Όσον αφορά, όμως, τους τρίτους, μη συμβαλλόμενους, η συμφωνία για να έχει νομιμοποιητική ισχύ θα πρέπει να καταχωρηθεί στο αρμόδιο βιβλίο. Τέλος, όσον αφορά την ίδια τη μεταβίβαση, αυτή επιφέρει πλήρη απώλεια του δικαιώματος του φορέα της επί του σήματος, καθώς μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου στον αποκτώντα. Βέβαια, μπορεί να γίνει μεταβίβαση μόνο ενός μέρους των προϊόντων που φέρουν σήμα, χωρίς, όμως, αυτό να θίγει την ενιαία μεταβίβασή του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρόκειται για μερική μεταβίβαση του σήματος.
Ανακεφαλαιώνοντας, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι το σήμα επιτελεί μια ιδιαίτερη λειτουργία, καθώς προσδίδει ένα διακριτικό γνώρισμα στον φορέα του που τον ξεχωρίζει από όλους τους υπόλοιπους στον χώρο. Η μεταβίβαση του σήματος, λοιπόν, γίνεται με τις συνήθεις διατάξεις του ΑΚ για τη μεταβίβαση ενός αγαθού και απαιτείται πάντοτε συμφωνία των συμβαλλομένων, είτε πρόκειται για μεταβίβαση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Πάντως, είναι ένα δικαίωμα που αναπτύσσει ισχύ, όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, αλλά και απέναντι στους τρίτους και γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητη η καταχώρησή του στο βιβλίο των σημάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
Μαρίνος Δ. Θεόδωρος. – Μιχαήλ., Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2016