Της Ξένης Μουστάκα,
Οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες του βίου του Τσαϊκόφσκι θα φαίνονταν υπέροχες μέχρι το τέλος της, σχετικά, σύντομης ζωής του. Μετά την επιτυχημένη περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες και το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, κέρδισε την αναγνώριση ως παγκόσμιο είδωλο και ως συνθέτης μεγάλης σημασίας, όχι μόνο εθνικής. Οι κριτικοί τον χαιρέτησαν ως «έναν άρχοντα της σύγχρονης μουσικής» το 1891 και το φυλλάδιο του προγράμματος Carnegie Hall τον ανέδειξε ως έναν από τους τρεις μεγαλύτερους εν ζωή μουσικούς μαζί με τον Brahms και τον Saint-Saëns.
Στη Ρωσία «ανέβηκε» σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη, καθώς όλες οι κοινωνικές τάξεις αγάπησαν και σεβάστηκαν τη μουσική του, που τον έκανε εθνικό θησαυρό. Είχε την προσωπική υποστήριξη του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ’, ο οποίος του είχε δώσει μια αξιοσέβαστη κρατική σύνταξη, καθώς και την εύνοια της Αυτοκρατορικής αυλής, όπου είχε αρκετούς ισχυρούς προστάτες, μεταξύ των οποίων δύο Μεγάλοι Δούκες. Είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι η εσωτερική ζωή του Τσαϊκόφσκι μαστιζόταν από επίμονη απογοήτευση, παρά το γεγονός ότι ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός του ήταν ήδη ευρέως γνωστός. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πρωταρχική συναισθηματική του σύνδεση με τον λατρεμένο ανιψιό του Βλαντιμίρ Νταβίντοφ λειτούργησε ως θεμέλιο για σταθερότητα και πνευματική ολοκλήρωση.
Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, υπήρξε μια μετατόπιση απόψεων για τις συνθέσεις του Τσαϊκόφσκι στους δυτικούς μουσικολογικούς κύκλους, λόγω των φημών ότι ήταν ομοφυλόφιλος, που είχαν ταξιδέψει εκτός Ρωσίας. Η μουσική του άρχισε να δέχεται κριτική, επειδή ήταν υπερβολικά συναισθηματική κι ρομαντική. Η δίκη του Όσκαρ Ουάιλντ, το 1895, η οποία είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αγγλόφωνη κοινότητα, πυροδότησε ειρωνικά δυσμενείς απόψεις για το έργο τέχνης του Τσαϊκόφσκι. Αυτό το περιστατικό, όπως σημείωσε ο Richard Taruskin, έγινε μια «σημαντική καμπή στην ουσιαστικοποίηση —και την παθολογία— της ομοφυλοφιλίας στις αρχές του αιώνα». Το θέμα της προσωπικής του ζωής έχει επηρεάσει σχεδόν όλα τα γραπτά για τη δουλειά του στην Αμερική, καθώς και την αγγλόφωνη κριτική γενικότερα. Τις περισσότερες φορές, οι βιογράφοι και οι μελετητές της μουσικής του συνθέτη έχουν επικεντρωθεί στην «ανώμαλη» σεξουαλικότητά του, χρωματίζοντας τη βασική τους κατανόηση για τη μουσική του με τα δικά τους πρότυπα σεξουαλικής ηθικής και υγείας. Ένα είδος φανταστικής φιγούρας που φέρει αυτό το όνομα έχει επιμείνει για τα περισσότερα του αιώνα μας και κρύβεται πίσω από την αυξημένη φαντασία του λαϊκού κοινού. Ήταν μια ενσάρκωση της ρομαντικής θλίψης και του θολού ερωτισμού, ενώ πολλοί πίστευαν ότι η αυτοκτονία του ήταν το φυσικό αποτέλεσμα του σεξουαλικού τρόπου ζωής που ακολουθούσε.
Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι έγραψε το κλασικό μπαλέτο «Η Λίμνη των Κύκνων» μεταξύ των ετών 1875 και 1876. Αν και, αρχικά, θεωρήθηκε αποτυχημένο, αυτό το απαιτητικό συναισθηματικά και τεχνικά κομμάτι έγινε ένα από τα πιο γνωστά μπαλέτα που υπήρξαν ποτέ. Η προέλευση της έμπνευσης του Τσαϊκόφσκι για το μπαλέτο είναι αντικείμενο πολλών θεωριών. Το λιμπρέτο της «Λίμνης των Κύκνων» προέρχεται από το “The Stolen Veil” του Johann Karl August Musäus. Σύμφωνα με τους σύγχρονούς του, ο Λουδοβίκος Β’, ο τραγικός Βαυαρός βασιλιάς, ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα ενθουσιασμένος με την τραγική ζωή του «Βασιλιά των Κύκνων». Είχε πνιγεί σε ένα άγνωστο περιστατικό. Ωστόσο, αυτό ήταν, σχεδόν, δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο του μπαλέτου. Για 800 ρούβλια, ο Βλαντιμίρ Πέτροβιτς Μπέγκιτσεφ του ανέθεσε να γράψει την παρτιτούρα το 1875. Ο Τσαϊκόφσκι είχε συνθέσει τη μουσική από τα περιγράμματα κάθε χορευτικής ακολουθίας, αλλά καμία γραπτή οδηγία παρτιτούρας δεν έχει διασωθεί στο σύνολό της. Κατα την διάρκεια που εργαζόταν στη «Λίμνη των Κύκνων», ο Τσαϊκόφσκι παρήγαγε ένα πλούσιο υλικό που οδήγησε στη δημιουργία των σύγχρονων εκδόσεων του έργου.
Το μαγεμένο μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι αφηγείται την ιστορία του πρίγκιπα Ζίγκφριντ και του τραγικού έρωτα του με τη πριγκίπισσα Οντέτ. Ένα βράδυ που ο πρίγκιπας Ζίγκφριντ πηγαίνει για κυνήγι, συναντά μερικούς κύκνους και τους καταδιώκει. Ένας από τους κύκνους μετατρέπεται στην Οντέτ, μια νεαρή γυναίκα που του λέει ότι ο κακός βαρόνος Von Rothbart μετέτρεψε αυτήν και τους φίλους της σε κύκνους. Μόνο αν κάποιος που δεν έχει αγαπήσει ποτέ πριν ορκιστεί ακλόνητη αγάπη και δεσμευτεί να την παντρευτεί, θα σπάσει το ξόρκι. Ο Πρίγκιπας λέει στην Οντέτ ότι την αγαπά και ορκίζεται ότι θα είναι πάντα πιστός. Όταν, όμως, πρέπει να επιλέξει μια νύφη σε μια πλούσια δεξίωση στο παλάτι, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί την Οντέτ. Ενώ χόρευε μαζί της, ο πρίγκιπας της κάνει πρόταση γάμου. Ωστόσο, η Οντέτ δεν είναι η μυστήρια γυναίκα, αλλά η Odile, η κακιά κόρη του von Rothbart. Η Οντέτ έχει δει όλα όσα έχουν συμβεί. Ο Ζίγκφριντ συνειδητοποιεί το λάθος του πολύ αργά και ικετεύει για τη συγχώρεση της Οντέτ, καθώς την ακολουθεί στη λίμνη. Λέει ότι λυπάται, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι πρόδωσε τον λόγο του. Παίρνουν την απόφαση να φύγουν μαζί, ενώ πηδάνε στη λίμνη ως ζευγάρι.
Συμπερασματικά, η «Λίμνη των Κύκνων» είναι δημοφιλής, αν και έχουν γίνει πολυάριθμες σκηνές και ερμηνείες, διατηρώντας, συχνά, κομμάτια της χορογραφίας του Ιβάνοφ στη θέση τους. Η «Λίμνη των Κύκνων» παραμένει στήριγμα στο κλασικό ρεπερτόριο μέχρι σήμερα, λόγω της δύσκολης χορογραφίας της, του διπλού ρόλου της πρωταγωνίστριας, της επιδίωξης της τελειότητας του Πρίγκιπα και, φυσικά, της πολυπλοκότητας και της ομορφιάς της παρτιτούρας του Τσαϊκόφσκι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η Λίμνη των Κύκνων, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Tchaikovsky and the Creation of Swan Lake, national.ballet.ca, διαθέσιμο εδώ