Της Ζένιας Κουφοπαντελή,
Η χλωροπρομαζίνη είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση και τη θεραπεία της σχιζοφρένειας, της διπολικής διαταραχής και της οξείας ψύχωσης. Ανήκει στην κατηγορία των τυπικών αντιψυχωσικών ή νευροληπτικών φαρμάκων, τα οποία είναι γνωστά και ως αντιψυχωσικά πρώτης γενιάς, καθώς αποτελεί το πρώτο αντιψυχωσικό φάρμακο της αγοράς. Λειτουργεί εξισορροπώντας τα επίπεδα της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, μιας ορμόνης που συμβάλλει στη ρύθμιση της διάθεσης. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ναυτίας και του εμέτου, του παρατεταμένου λόξιγκα, των επεισοδίων πορφυρίας και του τετάνου.
Οι αντιψυχωσικές δράσεις της χλωροπρομαζίνης πιστεύεται ότι οφείλονται στη μακροχρόνια προσαρμογή του εγκεφάλου στον αποκλεισμό των υποδοχέων της ντοπαμίνης. Στην Ελλάδα, η ουσία περιέχεται σε σκευάσματα γνωστά με τις εμπορικές ονομασίες Solidon, Zuledine και Largactil.
Η ουσία αποτελεί μέλος των φαινοθειαζινών, είναι οργανοχλωρική ένωση και μια τριτοταγής αμίνη. Συγκεκριμένα, το μόριο της χλωροπρομαζίνης περιλαμβάνει ένα υποκατεστημένο μόριο φαινοθειαζίνης, στην οποία το άτομο αζώτου του δακτυλίου στη θέση 10 είναι συνδεδεμένο με το τρίτο άτομο άνθρακα (C-3) ενός τμήματος Ν, Ν-διμεθυλοπροπαναμίνης. Διαθέτει ισχυρή αντιαδρενεργική και ασθενέστερη περιφερική αντιχολινεργική δράση, καθώς η δράση αναστολής σε επίπεδο περιφερικών γαγγλίων είναι σχετικά λιγότερο έντονη. Διαθέτει, επίσης, ελαφρά αντιισταμινική και αντισεροτονινική δράση.
Η χλωροπρομαζίνη δρα ως ανταγωνιστής σε διάφορους μετασυναπτικούς υποδοχείς, κυρίως σε ντοπαμινεργικούς υποδοχείς (υπότυποι D1, D2, D3 και D4), σε σεροτονεργικούς υποδοχείς (5-HT1 και 5-HT2), στους ισταμινεργικούς υποδοχείς (H1-υποδοχείς), στους α1/α2- αδρενεργικούς υποδοχείς και, τέλος, στους μουσκαρινικούς (χολινεργικούς) M1/M2-υποδοχείς. Επιπλέον, η χλωροπρομαζίνη είναι ένας ασθενής αναστολέας της επαναπρόσληψης της ντοπαμίνης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ήπια αντικαταθλιπτική και αντιπαρκινσονική δράση. Αυτή η δράση θα μπορούσε, επίσης, να εξηγήσει την ψυχοκινητική διέγερση και την ενίσχυση της ψύχωσης, η οποία, ωστόσο, παρατηρείται πολύ σπάνια σε κλινική χρήση.
Όπως η πλειονότητα των φαρμάκων, έτσι και η χλωροπρομαζίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ και στους νεφρούς. Πιο συγκεκριμένα, μεταβολίζεται εκτενώς από τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450 CYP2D6, CYP1A2 και CYP3A4. Έχουν ταυτοποιηθεί περίπου 10 έως 12 κύριοι μεταβολίτες. Η χημική τροποποίηση της ουσίας περιλαμβάνει υδροξυλίωση στις θέσεις 3 και 7 του πυρήνα της φαινοθειαζίνης, η πλευρική αλυσίδα Ν-διμεθυλαμινοπροπυλίου υφίσταται απομεθυλίωση και μεταβολίζεται, επίσης, προς ένα Ν-οξείδιο.
Στα ούρα, το 20% της χλωροπρομαζίνης και των μεταβολιτών της απεκκρίνεται μη συζευγμένο ως αμετάβλητο φάρμακο, ως διμεθυλοχλωροπρομαζίνη, ή με τη μορφή σουφοξειδωμένων μεταβολιτών της χλωροπρομαζίνης. Το υπόλοιπο 80% αποτελείται από συζευγμένους μεταβολίτες, όπως Ο-γλυκουρονίδια και μικρές ποσότητες αιθερικών θειικών αλάτων των μονο- και διυδροξυ-παραγώγων της χλωροπρομαζίνης και των σουλφοξειδικών μεταβολιτών τους. Οι κυριότεροι μεταβολίτες είναι το μονογλυκουρονίδιο της Ν-διμεθυλοχλωροπρομαζίνης και η 7-υδροξυχλωροπρομαζίνη. Περίπου το 37% της χορηγούμενης δόσης χλωροπρομαζίνης απεκκρίνεται στα ούρα.
Η χλωροπρομαζίνη είναι ένα αντιψυχωσικό χαμηλής ισχύος και προκαλεί, κυρίως, παρενέργειες που δεν επηρεάζουν αμιγώς το νευρικό σύστημα. Είναι ιδιαίτερα λιπόφιλη ένωση και αποθηκεύεται στον λιπώδη ιστό του σώματος, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται σχετικά δύσκολα από τον οργανισμό. Ως ένα τυπικό αντιψυχωσικό χαμηλής δραστικότητας, προκαλεί μια σειρά από ανεπιθύμητες ενέργειες, που αφορούν κυρίως ξηροστομία, ζάλη, κατακράτηση ούρων, θολή όραση και δυσκοιλιότητα, καθώς αναστέλλονται οι μουσκαρινικοί υποδοχείς.
Στην περίπτωση ηλικιωμένων ασθενών, στους οποίους χορηγείται το φάρμακο, υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης γλαυκώματος κλειστής γωνίας. Η δράση της ως ανταγωνιστή των υποδοχέων D2 στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης θεωρείται υπεύθυνη για την αύξηση του επιπέδου της προλακτίνης, προξενώντας ποικίλα προβλήματα του αναπαραγωγικού συστήματος, τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Επιπλέον, όταν χορηγείται ως ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια ένεση, μπορεί να προκαλέσει υπόταση και πονοκέφαλο. Η χλωροπρομαζίνη δύναται, ακόμα, να προκαλέσει προβλήματα όπως οξεία δυστονία, ακαθισία, παρκινσονισμό και όψιμη δυσκινησία, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων (EPS).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Chlorpromazine, ncbi.nlm.nih.gov. Διαθέσιμο εδώ
- Chlorpromazine Tablets, clevelandclinic.org. Διαθέσιμο εδώ
- Chlorpromazine, drugbank.com. Διαθέσιμο εδώ
- Chlorpromazine, pubchem.ncbi.nlm.nih.gov. Διαθέσιμο εδώ
- Antipsychotic Medications, earlypsychosis.ca. Διαθέσιμο εδώ
- Χλωροπρομαζίνη, galinos.gr. Διαθέσιμο εδώ