Του Φωκίωνος Δανιηλίδη,
Στις 29 Μαΐου του 1453, η λεγόμενη «κόκκινη μηλιά» της Χριστιανοσύνης, η Κωνσταντινούπολη, έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Ο νεαρός Σουλτάνος Μεχμέτ Β´ (ή αλλιώς Μωάμεθ) (1451-1481) έμεινε στην ιστορία γνωστός με το όνομα «ο πορθητής» για την επιτυχία του, η οποία όμως, δεν αρκούσε για να τον ικανοποιήσει. Όντας αποφασισμένος να οδηγήσει τον λαό του στην δόξα, η δίψα του Σουλτάνου για κατακτήσεις παρέμενε ακόρεστη. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, οι λαοί των Βαλκανίων γνώριζαν πως θα αποτελούσαν τον επόμενο στόχο των Τούρκων και πράγματι, σύντομα ο Μεχμέτ έστρεψε την προσοχή του στην Σερβία.
Μέχρι την Άλωση, ο Δούκας της Σερβίας, ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς (1427-1456), ήταν υποτελής στον Σουλτάνο. Μάλιστα, έμμεσα ευθύνεται για την συντριπτική ήττα των Σταυροφόρων στην Βάρνα το 1444, εμποδίζοντας την έλευση του άρχοντα της Αλβανίας, Σκεντέρμπεη (1443-1463), στο πεδίο της μάχης. Οι Τούρκοι συνέχισαν να διατηρούν ευνοϊκές σχέσεις με τους Σέρβους μέχρι ο Μπράνκοβιτς να μην πληρώσει τον ετήσιο φόρο του στον Μεχμέτ και να μην στείλει σε αυτόν ενισχύσεις κατά την διάρκεια της πολιορκίας το 1453. Έχοντας, πλέον, την αφορμή που αναζητούσε, ξεκίνησε μία εκδικητική εκστρατεία εναντίον τους έναν χρόνο αργότερα, φτάνοντας μέχρι την τότε σερβική πρωτεύουσα, το Σμεντερέβο, χωρίς να αντιμετωπίσει ιδιαίτερη αντίσταση. Αναγκάστηκε, ωστόσο, να λύσει την πολιορκία, καθώς ο πλέον βασιλιάς της Ουγγαρίας, Ιωάννης Ουνιάδης, έφτασε στην πόλη με ενισχύσεις.
Ο Ουνιάδης ήταν ένας ικανότατος στρατηγός που είχε έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση με τους Οθωμανούς. Ήταν ένας από τους αρχηγούς της Σταυροφορίας της Βάρνας και, συνεχίζοντας την αντίσταση στα Βαλκάνια για τα επόμενα χρόνια, είχε αποκτήσει αρκετή εμπειρία για να τους απωθήσει. Ο Σουλτάνος υποχώρησε στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας μονάχα μερικά στρατεύματα στην Σερβία, τα οποία επίσης νικήθηκαν από τις ενωμένες δυνάμεις των Ούγγρων και των Σέρβων. Όσο ο Μεχμέτ προσπαθούσε να αυξήσει τον στρατό του, ο Ουνιάδης εκμεταλλεύτηκε την απουσία του και λεηλάτησε την Οθωμανική επικράτεια γύρω από την περιοχή και ύστερα μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι, το οποίο έγινε και η στρατιωτική του βάση.
Για τους Ούγγρους και τους Σέρβους, η πόλη ήταν μεγάλης σημασίας. Πρώτον, το Βελιγράδι ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς βρισκόταν στις παρυφές του Δούναβη και η οχύρωση του ήταν από τις καλύτερες στην Ευρώπη, αποτελούμενη από ένα κάστρο που προστατευόταν από δύο τμήματα τειχών. Δεύτερον, το οχυρό εμπόδιζε την έλευση των εισβολέων στην Ουγγαρία, καθώς βρισκόταν στα νότια σύνορά της. Επομένως, οι Χριστιανοί της Ανατολής γνώριζαν η νίκη τους αποτελούσε την μοναδική τους ελπίδα να ανακοπεί η πορεία των Οθωμανών, καθώς η πτώση του θα σήμαινε πως τίποτα δεν θα τους εμπόδιζε από το να διαπεράσουν τον Δούναβη.
Μετά από έναν χρόνο προετοιμασίας, ο Μεχμέτ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μία νέα εκστρατεία στον Βορρά, σχεδιάζοντας να την διεξάγει κάποια στιγμή το 1456. Ο Ουνιάδης ενημερώθηκε για αυτό και κήρυξε μία σταυροφορία στην Ουγγαρία για να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς, από την οποία, ωστόσο, άργησε να συγκεντρώσει έναν επαρκή αριθμό στρατευμάτων. Εκμεταλλευόμενος την αργοπορία, ο Μεχμέτ ξεκίνησε να βαδίζει για ακόμη μία φορά προς την Σερβία, φτάνοντας στο Βελιγράδι τον Ιούνιο. Αν και ο σταυροφορικός στρατός δεν ήταν έτοιμος, ο Ουνιάδης είχε φροντίσει να προετοιμάσει την πόλη για την πολιορκία και έστειλε ενισχύσεις, όσο αυτός βρισκόταν ακόμη στην Ουγγαρία. Ο Σουλτάνος τοποθέτησε τον στόλο του πίσω από το Βελιγράδι, προκειμένου να εμποδίσει την έλευση ενισχύσεων, και στην ξηρά περικύκλωσε πλήρως την πόλη με το στρατό και τα κανόνια του. Τα στρατεύματα από την Μικρά Ασία τοποθετήθηκαν στα αριστερά, εκείνα από τα Βαλκάνια μαζί με τα κανόνια στα δεξιά και οι γενίτσαροι στο κέντρο της παράταξης. Στις 8 Ιουνίου, ο Μεχμέτ έδωσε εντολή να ξεκινήσει ο βομβαρδισμός και η πολιορκία ξεκίνησε.
Τις πρώτες μέρες, οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν, καταστρέφοντας από τα τείχη πολλές βάσεις των αντιπάλων τους, όμως σύντομα το ηθικό τους άρχισε να πέφτει. Ο στρατός του Μεχμέτ υπολογίζεται πως ήταν γύρω στις 50.000, ένας ασύλληπτος αριθμός για την εποχή, ενώ τα κανόνια των Οθωμανών ήταν τα πιο αποτελεσματικά στον κόσμο. Μονάχα το μέγεθος των μηχανών ήταν αρκετό για τους Χριστιανούς να πετρώσουν από τον φόβο και ενώ η πόλη βομβαρδιζόταν ανελέητα, ομάδες Τούρκων στρατιωτών έκαναν έφοδο με το που εμφανιζόταν ένα ρήγμα στα τείχη. Ευτυχώς για τους Χριστιανούς, ένας αγγελιοφόρος κατάφερε να αποφύγει τους Οθωμανούς και να ενημερώσει τον Ουνιάδη για την κατάσταση. Τότε, ο Ούγγρος βασιλιάς κατάλαβε πως ήταν απαραίτητο να επέμβει, έστω και με τα ημιτελή του στρατεύματα.
Μόλις εφοδίασε τον στόλο του με στρατιώτες, ξεκίνησε την πορεία του προς το Βελιγράδι. Με την άφιξή του, η κατάσταση στον Δούναβη αποδείχθηκε ευνοϊκή για τους Χριστιανούς, καθώς τα Ουγγρικά πλοία κινούνταν με την ροή του ποταμού και κατέστρεψαν ένα μεγάλο τμήμα από εκείνα των Οθωμανών. Παρατηρώντας αυτήν την εξέλιξη, οι πολιορκημένοι έστειλαν τον δικό τους στόλο στο σημείο της σύγκρουσης, επιτιθέμενοι στους Τούρκους από πίσω παράλληλα με τον Ουγγρικό. Έτσι, τα πληρώματα των Οθωμανών σφαγιάστηκαν και ο στόλος τους αποδεκατίστηκε. Ο Ουνιάδης μπορούσε πλέον να εισέλθει ανενόχλητος στο κάστρο, μαζί με ενισχύσεις και προμήθειες, δίνοντας για ακόμη μία φορά ελπίδα στους κατοίκους της πόλης, ενώ οι παπικές ενισχύσεις που είχε στην διάθεσή του τοποθετήθηκαν στην απέραντη όχθη από το πεδίο της μάχης, περιμένοντας επιπλέον διαταγές.
Κατά τις επόμενες μέρες, ο Σουλτάνος κατάφερε να κάνει ένα από τα τμήματα των τειχών να καταρρεύσει και διέταξε τους γενίτσαρους να επιτεθούν αμέσως. Οι Οθωμανοί κατάφεραν να τρέψουν την φρουρά των τειχών σε φυγή, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στο κάστρο του Βελιγραδίου για προστασία και φαινόταν πως η μοίρα των Χριστιανών ήταν καταδικασμένη. Τότε, όμως, ξεκίνησε μία μεγάλη φωτιά στο άνοιγμα των τειχών, εμποδίζοντας νέα στρατεύματα να εισέλθουν στην πόλη και παγιδεύοντας τους γενίτσαρους σε αυτή. Πλέον, μοναδική τους επιλογή ήταν να πολεμήσουν, και οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν από τους Σέρβους. Με το ισχυρότερο τμήμα του τουρκικού στρατού εξαφανισμένο, ο Ουνιάδης είχε την ευκαιρία να επιτεθεί. Παρ’ όλα αυτά, ο στρατός του ήταν αμφίβολο πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Μεχμέτ. Ενώ οι Τούρκοι ήταν πειθαρχημένοι, οι σταυροφόροι του Ουνιάδη αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από αγρότες, εξοπλισμένους με αγροτικά εργαλεία. Για αυτόν τον λόγο, ο Ούγγρος στρατηγός ήταν απαραίτητο να κινηθεί έξυπνα για να λύσει την πολιορκία.
Στις 22 Ιουνίου, ο Ουνιάδης κατάφερε να ξεγελάσει τον Σουλτάνο, χρησιμοποιώντας την αδυναμία του στρατού του υπέρ του. Έστειλε τους φτωχούς σταυροφόρους του να κλέψουν χρήματα και προμήθειες από το αριστερό τμήμα του στρατοπέδου, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί κυρίως ιππείς, ελπίζοντας πως τα άλογα θα παγιδεύονταν στο στρατόπεδο και θα είχε την ευκαιρία να επιτεθεί αιφνιδιαστικά. Πράγματι, το ιππικό που στάλθηκε εγκλωβίστηκε, ενώ οι σταυροφόροι μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις επιθέσεις του. Τότε, ο Ουνιάδης και ο Μπράνκοβιτς βγήκαν από τα τείχη και επιτέθηκαν με ολόκληρο τον στρατό τους, ενώ τα παπικά στρατεύματα διέσχισαν τον ποταμό και κινήθηκαν πίσω από την οθωμανική διάταξη, περικυκλώνοντάς τους. Το αριστερό τμήμα των Τούρκων διασπάστηκε και ο Μεχμέτ προσπάθησε να απωθήσει τους Χριστιανούς με τα εναπομείναντα στρατεύματά του. Τελικά, ο Ουνιάδης μπόρεσε να αντισταθεί και στην σύρραξη ο Σουλτάνος τραυματίστηκε σοβαρά και αποφάσισε να υποχωρήσει.
Οι Οθωμανοί ήταν αποδυναμωμένοι και τράπηκαν σε φυγή, δίνοντας στους Ούγγρους την ευκαιρία να τους κυνηγήσουν. Όμως, ο Ουνιάδης δεν πρόλαβε να συνεχίσει τα σχέδιά του. Σύντομα, μετά την μάχη, μία επιδημία χτύπησε το Βελιγράδι και προέκυψαν σημαντικές απώλειες και για τους Ούγγρους και για τους Σέρβους. Ένα από τα θύματα ήταν και ο ίδιος ο Ούγγρος βασιλιάς. Αν και τελικά η Σερβία κατακτήθηκε από τον Μεχμέτ το 1459, η δράση των Χριστιανών και δη του Ουνιάδη, ανέκοψαν την τουρκική επέκταση στην Ευρώπη για τα επόμενα 60 χρόνια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μιχαήλ Κριτόβουλος, Ιστορία, Αθήνα, εκδ. Κανάκη, 2005
- Caroline Finkel, Οθωμανική Ιστορία (1300-1923), Αθήνα, εκδ. Διοπτρά, 2007
- John Jefferson, The holy wars of king Wladislas and Sultan Murad: The Ottoman-Christian conflict from 1438-1444, Βοστώνη, εκδ. Brill, 2012
- John Julius Norwich, Mare Nostrum: Μία ιστορία της Μεσογείου, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, 2011
- Keeneth Setton, The Papacy and the Levant, Φιλαδέλφια, εκδ. The American Phliosphical Society, 1984
- Norman Housley, Crusading and the Ottoman threat (1453-1505), Νέα Υόρκη, εκδ. Oxford University Press, 2012
- Αλέξιος Σαββίδης, Δοκίμια Οθωμανικής Ιστορίας, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2007
- Λήμμα “Hunyadi Janos”, 1991, Oxford Dictonary of Byzantium (τόμος Β’), Νέα Υόρκη, εκδ. Oxford University Press, σελ. 958-959
- Λήμμα “Skanderberg”, 1991, Oxford Dictonary of Byzantium (τόμος Γ’), Νέα Υόρκη, εκδ. Oxford University Press, σελ. 1908