Της Σταματίνας Βόντα,
Ο μέσος εμπειρικός παρατηρητής δεν αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία, προκειμένου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, και ειδικότερα η ελληνική, διακρίνονται από ένα συνονθύλευμα εθνικοτήτων και των αντίστοιχων πολιτισμικών στοιχείων τους, γεγονός που συνιστά απόρροια μεταναστευτικών ρευμάτων παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, οι λόγοι που «εξωθούν» τους ανθρώπους σε εγκατάλειψη της πατρογονικής γης και σε εγκατάσταση σε άλλα κράτη, εφόσον εστιάζουμε στην εξωτερική μετανάστευση, εντοπίζονται σε όλο το φάσμα του κοινωνικού, του πολιτικού και του οικονομικού τομέα, με αποτέλεσμα το φαινόμενο να έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις τόσο κατά το παρελθόν όσο και κατά τη σύγχρονη εποχή. Η δεύτερη χαρακτηρίζεται από αλματώδη τεχνο-οικονομική πρόοδο και παγκοσμιοποιημένη αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Η μετανάστευση αποκτά χαρακτήρα αμφιλεγόμενο, όταν τίθεται το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στις χώρες υποδοχής και, μάλιστα, όταν η συζήτηση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μεταναστών σε σχέση με το κράτος και την κοινωνία των πολιτών «αφήνει» το πεδίο των θεωρητικών αναλύσεων και ανάγεται σε πρακτικό ζήτημα. Εδώ, γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: «Ποιοι παράγοντες θεωρούνται ευνοϊκοί και ποιοι ανασταλτικοί για την κοινωνικό-πολιτισμική ένταξη των μεταναστών;».
Η ένταξη είναι μια δυναμική, αμφίδρομη διαδικασία αμοιβαίας προσαρμογής, βασικοί άξονες της οποίας είναι, αφενός, η δέσμευση της κοινωνίας υποδοχής να υποδεχτεί τους μετανάστες και να σέβεται τα δικαιώματα και τον πολιτισμό τους και, αφετέρου, η προθυμία των ίδιων των μεταναστών να ενταχθούν και να γνωρίσουν τους κανόνες και τις αξίες της νέας τους κοινωνίας.
Ο Eduardo Geleano, Ουρουγουανός δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, έχει αναφέρει: «Δεν πιστεύω στη φιλανθρωπία, πιστεύω στην αλληλεγγύη. Η φιλανθρωπία είναι κατακόρυφη, άρα είναι ντροπιαστική. Πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω. Η αλληλεγγύη είναι οριζόντια. Σέβεσαι τον άλλο και μαθαίνεις από αυτόν. Έχω πολλά να μάθω από άλλους ανθρώπους». Αυτό επισημαίνει τη σπουδαιότητα της αλληλοβοήθειας προς τον συνάνθρωπο, κυρίως αντιμετωπίζοντάς τον ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας και μέσω του αληθινού ενδιαφέροντος για εκείνον.
Υπό το πρίσμα του παραπάνω συλλογισμού, κατανοούμε ότι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που δυσχεραίνουν την ενσωμάτωση των μεταναστών στις χώρες υποδοχής είναι η ρατσιστική συμπεριφορά των ημεδαπών κατοίκων, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται είτε σε επίπεδο ατόμων είτε σε επίπεδο θεσμών και περιλαμβάνει τη βία, φυσική ή συμβολική. Το φαινόμενο του ρατσισμού είναι σύνθετο και συνίσταται τόσο από στερεότυπα όσο και από προκαταλήψεις, ενώ η εκδήλωσή του γίνεται με τη δυσμενή διάκριση, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση μιας φυλετικής, εθνικής, κοινωνικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως είναι οι μετανάστες.
Παράλληλα προς την ατομική ευθύνη του εκάστοτε πολίτη για την καταπολέμηση των στεγανών και των πεποιθήσεων ρατσιστικής υφής, υφίσταται και σχετική υποχρέωση της Πολιτείας. Η κρατική εξουσία, κατεξοχήν, αποβλέπει στην κοινωνική ομαλότητα και τη βιωσιμότητα του κρατικού μορφώματος με προοδευτική κατεύθυνση, επιδίωξη που προϋποθέτει συνθήκες ειρήνης και ελευθερίας. Οι προαναφερθείσες συνθήκες περιλαμβάνουν την ευμενή αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ομάδων από την Πολιτεία, δηλαδή τη μέριμνα εκ μέρους της με νομοθετικές ενέργειες τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και σε αυτό της εκπαίδευσης και των λοιπών παροχών (λ.χ. κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία κ.ά.).
Η υιοθέτηση πολιτικών ένταξης ενδυναμώνει τον πολιτισμικό πλουραλισμό και συνδέεται με τον σεβασμό απέναντι στις πολιτισμικές ή και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των μεταναστών, με απώτερο σκοπό την ύπαρξη αρμονίας και ισονομίας. Αυτή η πολιτική πραγματώνεται, κυρίως, με την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και τη θέσπιση ειδικού νομοθετικού πλαισίου, που σχετίζεται με την πολυπολιτισμικότητα και ετερότητα στα πλαίσια του εκπαιδευτικού θεσμού. Με άλλα λόγια, το κοινωνικό κράτος, αναφορικά με το μεταναστευτικό στοιχείο, μπορεί να ορίσει φορολογική πολιτική, μειώνοντας την επιβάρυνση στους οικονομικά ασθενέστερους, να διευκολύνει την πρόσβασή τους σε κοινωνικές υπηρεσίες και να μεριμνήσει για την κοινωνική τους ασφάλιση με επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά.
Επιπρόσθετα, η δημόσια εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται σε όλους αδιακρίτως, καθώς το δικαίωμα στη μόρφωση και την κατάρτιση είναι αναφαίρετο και αδήριτης ανάγκης, ιδίως για την εύρυθμη ενσωμάτωση των μεταναστών στην εκάστοτε χώρα υποδοχής. Αναλυτικότερα, η επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού σχετικά με τη συμπερίληψη όλων των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία και με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση συντελεί στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μεταναστών και στην ανάπτυξη του μορφωτικού τους επιπέδου. Αντίστοιχα, η ευαισθητοποίηση των ημεδαπών μαθητών επί του ζητήματος και η εξάλειψη της προκατάληψης γύρω από το φαινόμενο που αντιμετωπίζεται ως «θέμα-ταμπού», προωθούν την ομαλή ένταξη του μεταναστευτικού στοιχείου και αποτρέπουν πιθανές βίαιες εκδηλώσεις ρατσισμού.
Είναι έκδηλο ότι η δυνατότητα απορρόφησης από την αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, περισσότερο τώρα, μεσούσης μιας πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, αλλά δεν παύουν να γίνονται προσπάθειες για την παροχή ευκαιριών στους μετανάστες, ώστε εκείνοι να μπορούν να επιδιώξουν μια καλύτερη ποιοτικά διαβίωση. Για παράδειγμα, η Εθνική Στρατηγική Ένταξης του 2019 περιλάμβανε προσπάθειες προαγωγής της ένταξης των μεταναστών στην αγορά εργασίας με μέτρα, όπως η διευκόλυνση της πρόσβασης σε αυτή, η προώθηση της επιχειρηματικότητας και η αναγνώριση των προσόντων και των δεξιοτήτων των μεταναστών. Τα προγράμματα επιμόρφωσης και επαγγελματικής κατάρτισης μεταναστών, προκειμένου να αποτρέπεται η γκετοποίησή τους σε υποβαθμισμένες περιοχές και η παραγκώνισή τους σε επαγγέλματα «δεύτερης κατηγορίας» και αμιγώς χειρωνακτικές εργασίες, πληθαίνουν τα τελευταία έτη και στη χώρα μας.
Βέβαια, κατά την τελευταία δεκαετία έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται το πολυσήμαντο του ζητήματος σε όλες τις εκφάνσεις της ευρωπαϊκής ζωής. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπόνησε έρευνες, προγράμματα, μελέτες και δράσεις, προκειμένου να προσεγγίσει και να αντιληφθεί πληρέστερα το θέμα της ένταξης των μεταναστών σε όλους τους τομείς της συλλογικής ζωής, χωρίς να υφίστανται υποβάθμιση των δικαιωμάτων τους. Η Ε.Ε. στοχεύει στην ύπαρξη σαφούς και ρητής νομοθεσίας που θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα για τους μετανάστες, θα προάγει την κοινωνική τους ενσωμάτωση και το μορφωτικό τους επίπεδο, θα μεριμνά για τα εργασιακά τους δικαιώματα, θα φροντίζει για την υγεία τους (ψυχική και σωματική) και θα προβλέπει τις διαδικασίες πολιτικής συμμετοχής τους στα ευρωπαϊκά συλλογικά και θεσμικά όργανα. Με λίγα λόγια, ο απώτερος σκοπός είναι, προοδευτικά, οι μετανάστες να αναγνωρίζονται αδιακρίτως ως Ευρωπαίοι πολίτες.
Το συμπέρασμα που προκύπτει σε αδρές γραμμές είναι ότι η μετανάστευση αποτελεί πραγματικό φαινόμενο με οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις, το οποίο χαρακτηρίζει την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας. Αυτό φαίνεται, εξάλλου, από τις τεράστιες διαστάσεις που έχει προσλάβει το φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και από τις διάφορες πολιτικές και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να λαμβάνονται για τη διαχείρισή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ελληνική Πολιτική Ένταξη, migration.gov.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, migration.gov.gr, Διαθέσιμο εδώ
- «Ένταξη των μεταναστών: αντιλήψεις, πολιτικές, πρακτικές», Αθήνα, ΕΚΚΕ 2012