Του Ιουλίου Παπάζογλου,
Ίσως να μην χαρακτηρίζει τόσο πολύ την μεταπολιτευτική Ελλάδα τίποτα άλλο όσο η παρουσία ενός πολιτικού φορέα όπως του ΠΑΣΟΚ. Αναρίθμητες συζητήσεις γίνονται εδώ και 30 χρόνια πως ένα τέτοιο κόμμα κατάφερε να αναρριχηθεί στην εξουσία σε σύντομο χρονικό διάστημα και να επιφέρει σε ταχύτατο ρυθμό νέες και ριζικές αλλαγές σε μία κοινωνία η οποία δεν έμοιαζε έτοιμη για ριζοσπαστικές αλλαγές, καθώς η χώρα ήταν ήδη τραυματισμένη από τα δεινά της επτάχρονης δικτατορίας αλλά και της προδοσίας της Κύπρου. Σχεδόν 50 χρόνια από την ίδρυσή του και μία δεκαετία από την εκλογική του κατάρρευση, το ΠΑΣΟΚ δείχνει ότι επιστρέφει στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της χώρας, φιλοδοξώντας να κατακτήσει ξανά την κορυφή και να υλοποιήσει ένα ακόμα φιλελεύθερο και ριζοσπαστικό πρόγραμμα, το οποίο φαίνεται να είναι σήμερα πιο αναγκαίο από ποτέ.
Η πορεία προς την εξουσία δεν ήταν για το ΠΑΣΟΚ στρωμένη με κόκκινα χαλιά, αλλά απαιτούσε σκληρή μάχη και αφουγκρασμό των προβλημάτων της κατακερματισμένης οικονομίας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, ιδρύεται το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, με την περίφημη ιδρυτική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη και με Πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιο του πρώην Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ αμέσως επέδειξε φιλόδοξες τάσεις για τις επερχόμενες εκλογές που είχαν προκηρυχτεί για την 17η Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Μπορεί το κόμμα να ήταν καινούριο αλλά ο ιδρυτής του άνηκε στις τάξεις των παλαιότερων πολιτικών, αφού ο Παπανδρέου είχε ήδη πολιτευτεί με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας και την άφιξη του Παπανδρέου στην Αθήνα, πρώην υπουργοί και βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, πρότειναν στον Παπανδρέου να αναλάβει το κόμμα του πατέρα του.
Ο ίδιος γνωρίζοντας ότι οι εποχές και οι συνθήκες έχουν αλλάξει, αρνήθηκε την πρόταση και προχώρησε στην ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα, ο οποίος θα ήταν πιο ριζοσπαστικός, και έτσι δρομολόγησε τις συνθήκες για την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974, το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο για τον αρχηγό του αλλά και για το επιτελείο του, καθώς το κίνημα βρέθηκε στην 3η θέση με ποσοστό 13,58% πίσω από την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις του Γεώργιου Μαύρου, που είχε καταλάβει το 20,42% των ψήφων και πίσω με μεγάλη διαφορά από την Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία κέρδισε τις εκλογές με το συντριπτικό ποσοστό του 54,37%. Το ΠΑΣΟΚ με τον ακραία ριζοσπαστικό και αντιδυτικό λόγο του δεν κατάφερε να πείσει τον ελληνικό λαό, ο οποίος μετά από 70 χρόνια συνεχούς αστάθειας ήθελε επιτέλους κάτι πιο σταθερό και ασφαλή.
Ωστόσο, μόλις τρία χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1977 το ΠΑΣΟΚ καταφέρνει και γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση καθώς καταλαμβάνει την δεύτερη θέση με ποσοστό 25,34% και δείχνει ότι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι ο μεγάλος νικητής, καθώς η Νέα Δημοκρατία ναι μεν κέρδισε αλλά είχε σημαντική πτώση στα ποσοστά της που έπεσαν στο 41,84%. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ χωρίς την έγκριση του λαού μέσω δημοψηφίσματος, η αύξηση του χρέους, ο καλπάζων ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού και η μετακίνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πρωθυπουργία στον προεδρικό θώκο, δίνοντας την θέση του στον Γεώργιο Ράλλη, γιου του κατοχικού Πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη, έδειχναν ότι η χώρα ήθελε κάτι καινούριο. Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 το ΠΑΣΟΚ επιτυγχάνει έναν εκλογικό θρίαμβο, καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 48,10% και αφήνει πίσω του με 13 μονάδες διαφορά της παραπαίουσα Νέα Δημοκρατία. Εκείνο το βράδυ χιλιάδες Αθηναίοι κατέβηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας για να πανηγυρίσουν την έλευση ενός καινούριου κόμματος, που τους υποσχέθηκε καλύτερες μέρες μέσω του συνθήματος «Αλλαγή».
Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ κατά την πρώτη του τετραετία, επικεντρώθηκε κυρίως στον κοινωνικό τομέα, βελτιώνοντας την μεσαία τάξη. Από τις πρώτες αποφάσεις τις κυβέρνησης, ήταν η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και της ένταξης του ΕΑΜ μέσα σε αυτήν, κάτι που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις έφτιαξαν και οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας δεν διόρθωσαν. Το ΠΑΣΟΚ, προχώρησε επίσης στο πέρασμα μίας σειράς νόμων που βοήθησαν και βελτίωσαν τα ατομικά δικαιώματα, όπως η κατάργηση του νόμου για την μοιχεία και η ψήφιση του νόμου για τον πολιτικό γάμο. Η σπουδαία, όμως, παρακαταθήκη του ΠΑΣΟΚ στην κοινωνία είναι η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο προσπάθησε να ενισχύσει τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας στην χώρα, έτσι ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτό όλοι οι πολίτες, ένα έργο το οποίο οφείλεται στον Γεώργιο Γεννηματά και τον Παρασκευά Αυγερινό. Πάγιος στόχος της νέας κυβέρνησης ήταν η ενίσχυση της μεσαίας τάξης, γι΄ αυτό τον λόγο αύξησε τους μισθούς και τα ημερομίσθια και διπλασίασε τους δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης, για πρώτη φορά μία ελληνική κυβέρνηση ασχολήθηκε τόσο οργανωμένα αλλά και επίμονα με το θέμα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, κάτι που οφείλεται στην τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, η οποία χάρη στον δυναμικό χαρακτήρα της και τις ενέργειες της, διεθνοποίησε το ζήτημα ευαισθητοποιώντας την διεθνή κοινή γνώμη να ταχθεί με το μέρος της Ελλάδας.
Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ βρήκε ανταπόκριση από την ελληνική κοινωνία, η οποία έδειξε την αποδοχή της σε αυτές τις πολιτικές και στις επόμενες εκλογές του 1985, στις οποίες το ΠΑΣΟΚ κατέλαβε πάλι την πρώτη θέση με 45,82% έναντι της ΝΔ η οποία ανέβηκε στο 40,85%, έχοντας ως αρχηγό πλέον από το προηγούμενο έτος τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη τετραετία, δεν συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια καθώς γινόταν κατανοητό ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε προβλήματα στη οικονομική πολιτική του κράτους μακροπρόθεσμα. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Παπανδρέου ανέθεσε το Υπουργείο Οικονομικών στον Κώστα Σημίτη, ώστε εκείνος να επιτελέσει το δύσκολο έργο της αυστηρής λιτότητας. Η κυβέρνηση όμως βρέθηκε πολύ γρήγορα αντιμέτωπη και με τις προκλητικές πολιτικές της Τουρκίας, η οποία το 1987 αποφάσισε να βγάλει το «Σισμίκ» στο Αιγαίο και να ερευνήσει τον βυθό, έτσι ώστε αμέσως να ξεκινήσει γεωτρήσεις. Η απάντηση της Αθήνας ήταν άμεση. Ο Παπανδρέου, ζήτησε από τους Ναυάρχους του να το βυθίσουν και η Τουρκία γρήγορα αναδίπλωσε τις ακραίες πολιτικές της.
Τα επόμενα δύο χρόνια που ακολούθησαν και κυρίως το 1989, η έννοια της πολιτικής είχε χαθεί από το προσκήνιο, καθώς η ΝΔ εξαπέλυσε πόλεμο, στον οποίο αρκετές φορές χρησιμοποίησε ανήθικα μέσα, προς το πρόσωπο του Παπανδρέου, του οποίου η υγεία του ήδη είχε αρχίσει να κλονίζεται. Προκειμένου το ΠΑΣΟΚ να μην κερδίσει και τις επόμενες εκλογές, η ΝΔ συνεργάζεται με τον ενιαίο Συνασπισμό, για να δημιουργήσουν μία κυβέρνηση «κάθαρσης» και να αποδώσουν τις ευθύνες για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ύστερα από τρείς συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το ΠΑΣΟΚ ηττάται από την ΝΔ με ποσοστό 46,89% έναντι 38,61%, τον Απρίλιο του 1990. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έτρεξε όλες τις διαδικασίες προκειμένου να αρχίσει η δίκη του Παπανδρέου και άλλων τεσσάρων επιφανών στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Έπειτα από δύο χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώνεται και τον Οκτώβριο του επόμενου έτους κερδίζει με θεαματικό τρόπο τις εκλογές, καταλαμβάνοντας το 46,88% των ψήφων, ως μία απάντηση του ελληνικού λαού στην ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και τον τριπλασιασμό του δημοσίου χρέους της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η τελευταία θητεία του Παπανδρέου έκλεισε έτσι όπως άνοιξε, καθώς το 1994, θεσπίστηκε με νόμο του Αναστάσιου Πεπονή ο ΑΣΕΠ, για την αξιοκρατική ένταξη των πολιτών στον δημόσιο τομέα. Τέλος, μπήκαν οι βάσεις για την ένταξη της χώρας στην ζώνη του ευρώ, κάτι που θα πραγματοποιηθεί το 2002 επί των ημερών του διαδόχου του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη.
Το 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου φεύγει από την ζωή και μαζί του μία ολόκληρη εποχή. Το έργο των κυβερνήσεων του έχει μείνει ζωντανό στις μνήμες χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι χάρη στις πολιτικές του κατάφεραν να βελτιώσουν προς το καλύτερο τις συνθήκες της ζωής τους και να μην φοβούνται για το αύριο. Επί των ημερών του μπήκαν οι βάσεις για τον εκσυγχρονισμό και για την ευημερία της χώρας, που θα φτάσουν στο απόγειο τους τα επόμενα χρόνια, όμως οι λάθος πολιτικές των επόμενων κυβερνήσεων θα οδηγήσουν την χώρα στην οικονομική κρίση, ταλανίζοντάς την περίπου μία δεκαετία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ρούλα Κακλαμανάκη (2000), Ανδρέας Παπανδρέου, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
- Αλέξης Παπαχελάς (2017), Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία