Της Μαρίας Σαράφη,
Όλα ξεκινάνε από τις σταγόνες της βροχής. Μικρές, υγρές κηλίδες, σχεδόν απαρατήρητες, «χαϊδεύουν» με την ελαφριά τους σύσταση κάθε είδους επιφάνεια. Ενσωματώνονται σε αυτή με κάθε τους ελιγμό, τη «γεμίζουν» με την ύπαρξή τους καλύπτοντας κάθε πλευρά της. Οι σταγόνες! Μόνο ο αέρας μπορεί να τις κάνει να ελίσσονται. Και μετά; Μετά ρυάκια, ποτάμια και λίμνες. Συσσώρευση των σταγόνων σε παραμορφώσεις των επιφανειών, προσπάθειες επιβίωσης μέσα στη μετριοφροσύνη μιας ατελείωτα εγωκεντρικής κοινωνίας, υλικής ικανοποίησης και κάλυψης των ατελειών. Αυτοπεποίθηση; Ψευδαισθήσεις… μάλλον ψευδαισθήσεις, λόγω της σκληρότητας της πραγματικής στιγμής, λόγω της διάβρωσης κατά τη διέλευση του νερού στις επιφάνειες, κατά το πέρασμα του χρόνου, κατά την εξασφάλιση της επαρκούς ωριμότητας. Έπειτα θάλασσα, η δήθεν αίσθηση κυριαρχίας, ο δήθεν εγωισμός, η υπεράνω φύση. Μέχρι τον ωκεανό. Μέχρι την ευσυνειδησία, την παραλίγο ωριμότητα. Μέχρι τη γνώση. Τελικά, υποτιθέμενη ζωή. Όλος ο «δρόμος» λίγο πριν τον πνιγμό, λίγο πριν την αναγέννηση, και πάλι από το νερό, όπως εκείνη την πρώτη φορά στην κοιλιά της μητέρας. Εξωτερική και εσωτερική «διάβρωση» κατά τη διάρκεια της ροής, χιλιάδες «πολύχρωμες» αναμνήσεις και χιλιάδες παραιτήσεις: το έναυσμα για δημιουργία, για αλλαγή. Προσπάθειες προσαρμογής σε μια νέα πραγματικότητα.
«Γιατί ο χρόνος δεν «κυλάει» προς τα πίσω, σαν το νερό, κάποιες φορές «βιάζεται», κάποιες άλλες, «παγώνει». Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος είναι να προσαρμοστεί στις αλλαγές των συνθηκών στο πέρασμα των χρόνων. Να μην υποκύψει στις δυσκολίες, αλλά να τις βιώσει από την αρχή μέχρι το τέλος, κάνοντας τες κομμάτι του, μετατρέποντας τες σε απλές αναμνήσεις. Και έτσι να μεταμορφωθεί…» Είπε και πετώντας τα ρούχα της στην άκρη της ξύλινης γέφυρας, βούτηξε. Εκεί στον πάτο επικρατούσε μια ανεξήγητη ηρεμία, μια «τρομακτική» σιωπή. Ίσως, για αυτό δε μπορούμε να αναπνεύσουμε κάτω από το νερό, γιατί το ίδιο μας «επιβάλλει» να σωπάσουμε. Ίσως, μας «προκαλεί» να ακούσουμε ή να προσέξουμε κάτι που δε θα μπορούσαμε να προσέξουμε αν είχαμε την ικανότητα να μιλάμε κάτω από τους «γαλάζιους» όγκους. Το μυστικό του νερού. Ένα μυστικό καλά κρυμμένο κάτω από «ακανόνιστες» υγρές μάζες. Ένα μυστικό παλιό, σχεδόν αιώνιο, που «βασιλεύει» στο άγνωστο.
Άνοιξε τα μάτια της. Χρυσαφένιες λωρίδες «περιέκλειαν» το σώμα της σαν ένα αόρατο κελί. Άπλωσε τα δάχτυλά της και προσπάθησε να «τιθασεύσει» την ογκώδη υγρή μάζα διαγράφοντας κυκλικές κινήσεις. Κατεύθυνε τις παλάμες της αργά σαν να χάιδευε το κεφαλάκι ενός μωρού. Σχημάτιζε καμπυλώσεις και ρεύματα, μικρούς υδάτινους στροβιλισμούς που ξεκινούσαν από τα άκρα της και χάνονταν στο γαλάζιο. Τώρα τα χέρια της δε της ανήκαν πια, είχανε γίνει ένα με το νερό. Μπορούσε να αισθανθεί το «άγγιγμα» της θάλασσας, την απαλή αυτή επαφή που «αγκάλιαζε» κάθε κύτταρό της, το απομάκρυνε από το άλλο και το χρησιμοποιούσε για να «πλέξει» ολόκληρο τον «θησαυρό» του βυθού. Έβλεπε γαλάζιο, ένα βαθύ ανοιχτό γαλάζιο όπου και αν έστρεφε το βλέμμα της. Με τη δύναμη των χεριών της έθετε το σώμα της σε μια κυκλική κίνηση, σχηματίζοντας έναν μεγαλύτερο στροβιλισμό γύρω της. «Παγιδευμένη» σε μια «αναπόφευκτη» επαναληψιμότητα, «ξαναγεννιόταν». Εναρμονίζοντας την ύπαρξή της με τη μορφή του νερού, «έπλαθε» το σώμα της, έτσι ώστε να καταστεί μορφολογικά συμβατό με την έμβια ύλη μεταξύ των μορίων του που βρίσκονταν σε μια εξακολουθητική ταλάντωση. Με την ίδια περιοδικότητα των κυκλικών κινήσεων, η υγρή μάζα «εισέβαλε» στα πνευμόνια της, αδειάζοντάς τα από τον αέρα, «κυριεύοντάς» τα. Η τελευταία εκπνοή «δραπέτευσε» «κρυμμένη» σε φυσαλίδες από τα ρουθούνια της, αναζητώντας απεγνωσμένα διαφυγή προς την επιφάνεια, «κουβαλώντας» μαζί εκείνο το αιώνιο μυστικό.
Λίγο πριν το τέλος, εκεί που αμφισβητείται η ζωή, εκεί που «αμφιταλαντεύεται» η ανθρώπινη ψυχή. Εκεί εισέπνευσε. Άνοιξε διάπλατα τις σχισμές στο λαιμό και στα πλευρά της, προσλαμβάνοντας συσσωρευμένα τα μόρια που «περίμεναν» να τη ζωντανέψουν. Ξεχώρισε τα δάχτυλά της, απομακρύνοντας το ένα από το άλλο και θαύμασε τις ελαστικές μεμβράνες που είχαν καλύψει το κενό ανάμεσά τους. Έστρεψε το βλέμμα της προς τον γαλάζιο ορίζοντα. Τα μάτια της έλαμπαν στο χρώμα των χρυσαφένιων λωρίδων. Κάτω από τη μέση, τα πόδια της είχαν ενοποιηθεί στο καλούπι της λεπιοειδούς κατάληξής της. Η ιριδίζουσα επιφάνεια της ουράς της «χρωμάτιζε» το βυθό. Με ένα τίναγμα «όρμησε» στο απέραντο γαλάζιο και χάθηκε στα βάθη του.