Της Γεωργίας Κυριακοπούλου,
Το τέλος του πολέμου βρήκε τις δύο χώρες σε εντελώς διαφορετική κατάσταση στην διεθνή σκακιέρα. Η Ελλάδα έχει επιλέξει να ταχθεί στο πλευρό της, τελικώς, νικήτριας συμμαχίας, σε αντίθεση με την Τουρκία, της οποίας οι στρατηγικές επιλογές δεν δικαιώθηκαν από τις εξελίξεις και την έκβαση του πολέμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος, όμως, άλλαξε ριζικά την κατάσταση και τα δεδομένα που είχε δημιουργήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Καθώς και τα δύο έθνη αναδύθηκαν από τις σκιές του πολέμου, οι αλληλεπιδράσεις τους οδήγησαν το επίκεντρο στο διπλωματικό και στρατηγικό μέτωπο.
Το Δόγμα Τρούμαν του 1947, που είχε στόχο να περιορίσει την εξάπλωση του κομμουνισμού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και τα δύο έθνη, αποδέκτες της βοήθειας των ΗΠΑ, έγιναν πρώιμα μέλη του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) το 1952, κάτι το οποίο είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτή η κοινή βοήθεια ενθάρρυνε το αίσθημα κοινού ενδιαφέροντος και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Η στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησε στην ενίσχυση των ικανοτήτων τους και συνέβαλε σε μια περιφερειακή σταθερότητα που ευθυγραμμίζεται με τους στόχους των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δόγμα Τρούμαν έπαιξε ρόλο στην εδραίωση μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και τα δύο έθνη έγιναν αναπόσπαστα συστατικά της ευρύτερης δυτικής συμμαχίας ενάντια στην αντιληπτή απειλή του κομμουνισμού.
Παρά τη συμμαχία τους στο ΝΑΤΟ, οι εντάσεις φούντωναν περιοδικά, με το Κυπριακό να αναδεικνύεται σε σημαντική πηγή διχόνοιας. Οι εθνοτικές και πολιτικές πολυπλοκότητες που περιβάλλουν την Κύπρο τέντωσαν τις σχέσεις, οδηγώντας σε στιγμές αυξημένης διπλωματικής τριβής. Η Κυπριακή διένεξη, η οποία διήρκησε για δεκαετίες, δοκίμασε την ανθεκτικότητα των ελληνοτουρκικών δεσμών και έγινε κομβικό σημείο για τις προσπάθειες διεθνούς διαμεσολάβησης.
Η διμερής σχέση βελτιώθηκε όταν στις 8 Ιουνίου του 1952 το βασιλικό ζεύγος Παύλος και Φρειδερίκη έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με το Καταδρομικό «Έλλη» του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, όπου τους υποδέχτηκαν ο υπουργός Εξωτερικών και ο Κυβερνήτης της πόλης. Ήταν ένα διπλωματικό γεγονός που είχε ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτή η βασιλική επίσκεψη όχι μόνο συμβόλιζε μια διπλωματική πρόοδο, αλλά έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της κατανόησης και της συνεργασίας μεταξύ των δύο εθνών στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με φόντο τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και τη συγκρότηση του ΝΑΤΟ, η επίσκεψη του βασιλιά Παύλου και της βασίλισσας Φρειδερίκης πραγματοποιήθηκε σε κλίμα εξελισσόμενων γεωπολιτικών συμμαχιών. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, ως μέλη του ΝΑΤΟ, αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις της μεταπολεμικής εποχής και αναζητούσαν τρόπους ενίσχυσης της περιφερειακής σταθερότητας. Η επίσκεψη λειτούργησε ως ευκαιρία για την ενίσχυση των διμερών δεσμών μεταξύ τους. Οι συναντήσεις μεταξύ του βασιλιά Παύλου, της βασίλισσας Φρειδερίκης και των Τούρκων αξιωματούχων διευκόλυναν τον διάλογο για διάφορα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Αυτές οι συζητήσεις έθεσαν τις βάσεις για συνεργασία σε τομείς όπως το εμπόριο, ο τουρισμός και οι πολιτιστικές ανταλλαγές.
Παρ’ όλο που οι προκλήσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παρέμειναν τις επόμενες δεκαετίες, η βασιλική επίσκεψη του 1952 άφησε μια κληρονομιά διπλωματικής «καλής θέλησης». Καθώς η Ελλάδα και η Τουρκία περιηγούνται στην πολυπλοκότητα της κοινής τους ιστορίας, οι απόηχοι αυτής της βασιλικής επίσκεψης συνεχίζουν να αντηχούν, υπογραμμίζοντας τη σημασία του διαλόγου και της διπλωματικής δέσμευσης για την προώθηση της σταθερότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημητράκης, Παναγιώτης (2009), Η Ελλάδα και οι Άγγλοι, Η βρετανική διπλωματία καινοί βασιλείς της Ελλάδας, Αθήνα: Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Πατάκης
- Η τελευταία φορά που αρχηγός του ελληνικού κράτους επισκέφτηκε την Τουρκία, newsit.gr, διαθέσιμο εδώ