Του Ναπολέοντα-Σάββα Γρίβα,
Με την εορτή των Χριστουγέννων να «πλησιάζει», όλοι μας έχουμε, λίγο πολύ, αρχίσει να «καταστρώνουμε» τα σχέδιά μας αναφορικά με τον τρόπο που θα τα γιορτάσουμε. Η ζεστασιά γύρω από το τζάκι τα παγωμένα βράδια, οι χριστουγεννιάτικες μουσικές που διαρκώς ακούγονται, τα κάλαντα, οι βόλτες στις «στολισμένες» πλατείες, αλλά και το «δίλημμα» μελομακάρονα ή κουραμπιέδες, «προσδίδουν» στις ημέρες αυτές μια μοναδικότητα. Μήπως, όμως, υπάρχει και κάποιο άλλο γεγονός που θα έπρεπε να τους «προσδίδει» μια επιπλέον «ιδιαιτερότητα»;
Σαφώς, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, θα απορήσετε με τον ισχυρισμό μου, καθώς δύσκολα μπορεί να εικάσει κανείς τι απουσιάζει από αυτήν την «πανδαισία» γεγονότων, που συμβαίνουν σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ανέκαθεν η γιορτή αυτή, όπως και αυτή του Πάσχα, οι οποίες και αποτελούν δύο από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού, ήταν από παλιά «συνδεδεμένη» έως και ταυτόσημη με τη «σωρεία» οικογενειακών τραπεζιών. Θα μπορούσαν, καταχρηστικά, να χαρακτηριστούν και ως «ημέρες σύσφιξης» των συγγενικών δεσμών, διότι η ταυτόχρονη παρουσία των συγγενών πρώτου, τουλάχιστον, βαθμού το υπόλοιπο έτος αποτελούσε ένα μη ρεαλιστικό σενάριο. Αναπόφευκτα, από αυτές τις συγκεντρώσεις δεν έλειπαν ούτε οι φλυαρίες και η απαισιοδοξία των μεγαλύτερων, ούτε η χαρμόσυνη και «γιορτινή» διάθεση των μικρότερων της παρέας, που αδιαφορώντας για την συζήτηση των μεγάλων, σε μια προσπάθεια να γίνουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της προσοχής προσπαθούσαν να τη διακόψουν. Η αγωνία για το αν θα έχουν μελωθεί σωστά τα μελομακάρονα, αλλά κυρίως, για το σε ποιανού το κομμάτι θα βρεθεί το «πολυπόθητο» γυαλιστερό ασημένιο νόμισμα κατά την κοπή της βασιλόπιτας, αποτελούν στιγμές μοναδικές χαραγμένες στη μνήμη όλων, παιδιών και μεγάλων. Οι ηλικιωμένοι δε, μοιάζει να είναι αυτοί που απολαμβάνουν περισσότερο την κατάσταση αυτή, επειδή η ταυτόχρονη παρουσία των παιδιών και των εγγονιών τους λειτουργεί ως «αναλγητικό», απαραίτητο για τις δυσκολίες, που λόγω της προχωρημένης τους ηλικίας αντιμετωπίζουν.
Παρόλο που η «παραδοσιακή» οικογενειακή Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα έχει τη δική της «ξεχωριστή» χάρη, παρατηρείται πως τα τελευταία χρόνια, σε αρκετά σπίτια, το «τελετουργικό» αυτό μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν. Απόρροια του έντονου ρυθμού ζωής, αποτελεί ο υπερβολικά περιορισμένος ελεύθερος χρόνος των εργαζομένων, αρκετοί εκ των οποίων όντες σε απόγνωση, περνούν τις γιορτινές μέρες της άδειάς τους με τον τρόπο που εκείνους τους ευχαριστεί, ο οποίος, συνήθως, είναι μακριά από τα οικογενειακά τραπέζια. Εναλλακτικά, οικογένειες επιλέγουν να αφιερώσουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους μακριά από τη μόνιμη τους κατοικία, επιλέγοντας κατά βάση χειμερινούς προορισμούς εντός και εκτός Ελλάδας. Επιλογή τέτοιων τουριστικών προορισμών αποτελεί και το πολυδιαφημισμένο τα τελευταία χρόνια Bansko, το οποίο κατά βάση απευθύνεται στη νεολαία. Η επιλογή αυτού του προορισμού είναι προφανώς επακόλουθο της κατευθυνόμενης διασκέδασης που μαζικά «ακολουθείται», δεδομένου ότι το εν προκειμένω μέρος διαθέτει από χιονοδρομικό κέντρο και θερμαινόμενες πισίνες μέχρι και μεταμεσονύχτια πάρτι. Άλλες οικογένειες, λόγω του άγχους της καθημερινότητας και των προβλημάτων που «αντιμετωπίζουν», «εκπέμπουν» μελαγχολική διάθεση και αρνητική ενέργεια με όποιον συναναστρέφονται, μια κατάσταση που, αδιαμφισβήτητα, δεν «συνάδει» με το γιορτινό κλίμα των ημερών.
Σίγουρα, να μοιράζεται κανείς χρόνο με συγγενείς δεν είναι για πολλούς και η πιο «γόνιμη» ασχολία όλο τον χρόνο, πόσο μάλλον στις γιορτές. Η πληθώρα ηλικιακών ομάδων, τα διαφορετικά ενδιαφέροντα, οι «διαφορετικές» αντιλήψεις, ενδεχομένως, σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη «βαθυστόχαστων» συζητήσεων που να «ξεφεύγουν» από τα απολύτως τυπικά, αλλά πιστέψτε με πως, όσο περισσότερο συνομιλήσετε με τους συγγενείς σας, τόσο περισσότερο θα αντιληφθείτε πως τους γνωρίζετε εντελώς επιφανειακά και αυτό είναι κάτι το ανησυχητικό. Στις μέρες μας, συχνά, δεν επενδύουμε χρόνο στη συναναστροφή με συγγενικά μας πρόσωπα αναζητώντας κοινό κώδικα επικοινωνίας, αλλά «αναλωνόμαστε» στο να βγάλουμε την υποχρέωση με το να τους δούμε, έστω και για λίγα λεπτά. Προσωπικά, αμφιβάλλω για το εάν και το κατά πόσο γνωρίζετε ελάχιστα παραπάνω πληροφορίες από τις στοιχειώδεις για τη ζωή των παππούδων, των γιαγιάδων και των θείων σας. Περισσότερα, δηλαδή, γνωρίζουμε για τη προσωπική ζωή και την καριέρα των «influencers», παρά για αυτή των στενών μας συγγενών. Και αν δεν καταφέρατε να πειστείτε επ’ αυτού, φέρτε απλώς στον νου σας ότι γνωρίζετε για τον αγαπημένο σας τραγουδιστή, ηθοποιό, αθλητή ή οτιδήποτε άλλο και συγκρίνετέ το με τις γνώσεις σας σχετικά με το πώς μεγάλωσαν οι παππούδες σας ή ακόμα και με το πώς μεγάλωσαν οι γονείς σας! Τότε είναι που θα απορήσετε για το πόσο επιφανειακά τους γνωρίζετε και σκόπιμο θα ήταν να αναρωτηθείτε και τον λόγο…
Και σε τελική ανάλυση, επειδή «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται», είναι ΄΄απορίας άξιο” γιατί με τη στάση τους αρκετοί αφήνουν στο έλεος τους τις σχέσεις με τους συγγενείς τους, με τον «υπαρκτό» κίνδυνο να αποξενωθούν, μερικώς ή ολικώς, απ’ αυτούς. Και όλ’ αυτά για ανθρώπους, οι οποίοι ενδεχομένως να συνέβαλαν στην ανατροφή μας ή και να μας βοήθησαν με οποιονδήποτε τρόπο σε δύσκολες περιόδους της ζωής μας. Αξίζει σε αυτούς τους ανθρώπους κάτι τέτοιο, άραγε; Άλλωστε, το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν «περιορίζεται» μόνο στην κατανάλωση και στην ανταλλαγή δώρων, αλλά αποτελεί και μια γιορτή για «βαθύτερη» ενδοσκόπηση και αναθεώρηση των αρχών και των αξιών που μας «διέπουν!»