Της Αντωνίας Πετρολέκα,
Η σχέση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν έχει υπάρξει ιδιαιτέρως πολύπλοκη, ενώ χαρακτηρίζεται από συνεχείς συγκρούσεις, διαπραγματεύσεις και γεωπολιτικές αλληλεπιδράσεις. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή βλέπουμε ότι, πριν από το 1600, η Ταϊβάν ήταν αυτοδιοικούμενη, χωρίς όμως να έχει κάποια κεντρική κυβερνητική αρχή. Αργότερα, στις αρχές έως τα μέσα του 17ου αιώνα, αποτέλεσε αποικία της Ολλανδίας για περίπου 40 χρόνια και στη συνέχεια ήταν ξανά ανεξάρτητη για περίπου δύο δεκαετίες. Η Κίνα απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής στα τέλη του 17ου αιώνα και διατήρησε την Ταϊβάν υπό την κατοχή της για περίπου δύο αιώνες.
Στη συνέχεια, το 1895, το νησί ήρθε στην ιαπωνική κατοχή, ύστερα από την ήττα της Κίνας στον πρώτο Σινοϊαπωνικό πόλεμο. Η Ιαπωνία προσπάθησε να ενσωματώσει πολιτισμικά τον ταϊβανέζικο πληθυσμό, επιβάλλοντάς τους να χρησιμοποιούν την ιαπωνική γλώσσα και να υιοθετήσουν ιαπωνικά ήθη και έθιμα, εγκαταλείποντας παράλληλα το κινεζικό τους παρελθόν. Παράλληλα, ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός, ότι το νησί διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως βάση για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ιαπώνων, ενώ αρκετοί Ταϊβανέζοι πολέμησαν στο πλευρό του Ιαπωνικού στρατού, ενάντια ακόμα και στην Κίνα.
Η σύγχρονη απαρχή της έντασης εντοπίζεται μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ταϊβάν ξαναήρθε στα κινεζικά χέρια, το 1945, μετά την ήττα της Ιαπωνίας στον πόλεμο. Στην ηπειρωτική Κίνα, δεν άργησε να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των εθνικιστικών κυβερνητικών δυνάμεων, με επικεφαλής τον Chiang Kai-shek, και του Κομμουνιστικού Κόμματος του Mao Zedong. Εν τέλει, οι κομμουνιστές νίκησαν το 1949 και πήραν τον έλεγχο του Πεκίνου. Ο Chiang Kai-shek και ό,τι είχε απομείνει από το εθνικιστικό κόμμα, γνωστό ως Kuomintang, αποσύρθηκαν στην Ταϊβάν και εγκατέστησαν Κυβέρνηση, ονομάζοντας το κράτος «Δημοκρατία της Κίνας». Παράλληλα, υποστήριζε ότι η Κυβέρνηση του διοικούσε όχι μόνο την Ταϊβάν, αλλά την Κίνα ως ολότητα.
Από την πλευρά της, η Κίνα επισημαίνει το ιστορικό παρελθόν για να υποστηρίξει ότι η Ταϊβάν ήταν αρχικά μια κινεζική επαρχία. Αλλά οι Ταϊβανέζοι επισημαίνουν την ίδια ιστορία, υποστηρίζοντας όμως, ότι δεν ήταν ποτέ μέρος, ούτε του σύγχρονου κινεζικού κράτους που σχηματίστηκε, για πρώτη φορά, μετά την επανάσταση το 1911 ούτε της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που ιδρύθηκε υπό τον Mao το 1949. Όσον αφορά τη διακυβέρνηση της Ταϊβάν, το Kuomintang αποτέλεσε ένα από τα πιο εξέχοντα πολιτικά κόμματα του νησιού, κυβερνώντας για ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του. Επί του παρόντος, μόνο 13 χώρες (συν το Βατικανό) αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως κυρίαρχη χώρα, ενώ η Κίνα ασκεί σημαντική διπλωματική πίεση σε άλλες χώρες να μην την αναγνωρίσουν ή να κάνουν οτιδήποτε συνεπάγεται μιας αναγνώρισης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι η Ταϊβάν εκπροσώπησε την Κίνα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. μέχρι το 1971, ύστερα από αυτό το διάστημα η Λαϊκή Δημοκρατία του Mao ανέλαβε επίσημα την εκπροσώπηση της Κίνας, με αποτέλεσμα η Ταϊβάν να χάσει τη διεθνή της αναγνώριση. Αυτό ήταν επακόλουθο της άρνησης του Chiang στο τελεσίγραφο που του έδωσε ο Ο.Η.Ε., να αναγνωριστεί επίσημα το νησί ως μόνο Ταϊβάν, δηλαδή ξεχωριστή οντότητα από την Κίνα, ή αλλιώς να κινδυνέψει να χαρακτηριστεί ως μη αναγνωρισμένο κράτος. Ως αποτέλεσμα, τα Ηνωμένα Έθνη ψήφισαν υπέρ της αναγνώρισης της ΛΔΚ και απομάκρυναν την Ταϊβάν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Αυτή η διαχωριστική γραμμή δημιούργησε μια πολιτική και ιδεολογική ρωγμή, που έμελλε να κρατήσει μέχρι και σήμερα.
Από τότε, η σχέση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν ήταν συχνά φορτισμένη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, από την πλευρά του, ανέπτυξε τη δική του πολιτική, γνωστή ως «Μία χώρα, δύο συστήματα», που ουσιαστικά αποτελεί μια συνταγματική αρχή της Κίνας, η οποία περιγράφει τον τρόπο διακυβέρνησης των Ειδικών Διοικητικών Περιοχών, του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο, με σκοπό να επιτευχθεί η επανένωση τους με τον εθνικό κορμό της Κίνας, καθώς κατά τον 20ο αιώνα αποτελούσαν αποικίες της Βρετανίας και της Πορτογαλίας αντίστοιχα. Ακολουθώντας το ίδιο μοντέλο, η Κίνα επιδιώκει την επανένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, η Ταϊβάν απέρριψε αυτή την πρόταση, προωθώντας τη δική της πορεία προς τη δημοκρατία και την αυτοδιάθεση.
Τα τελευταία χρόνια, οι γεωπολιτικές επιδράσεις στις σχέσεις Κίνας-Ταϊβάν έχουν ενταθεί. Η Κίνα επιδιώκει να ενισχύσει τον έλεγχό της στην περιοχή, ενώ η Ταϊβάν προσπαθεί να διατηρήσει την αυτονομία της και να εδραιώσει τις δημοκρατικές της αξίες. Η κινεζική ηγεσία εφαρμόζει πίεση μέσω διάφορων μέσων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών κυρώσεων, των στρατιωτικών ασκήσεων και των διπλωματικών προκλήσεων, ώστε να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφενός του ελέγχου και αφετέρου της επανένωσης.
Παράλληλα, οι σχέσεις μεταξύ των δυο επιδεινώθηκαν απότομα μετά την επίσκεψη στο νησί της τότε Προέδρου της Βουλής των Η.Π.Α., Nancy Pelosi, τον Αύγουστο του 2022. Το Πεκίνο καταδίκασε και χαρακτήρισε την επίσκεψη της ως «εξαιρετικά επικίνδυνη», ενώ δεν άργησε να απαντήσει, ξεκινώντας μια σειρά στρατιωτικών ασκήσεων, συμπεριλαμβανομένης της εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, εστιασμένες σε έξι ζώνες γύρω από την Ταϊβάν. Η Ταϊβάν, με τη σειρά της, τόνισε ότι η κίνηση παραβίασε την κυριαρχία της, αποτελώντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κινεζικής επιθετικότητας.
Εντούτοις, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί προσεκτικά αυτήν τη σχέση και εκφράζει ανησυχίες για τυχόν συγκρούσεις. Οι Η.Π.Α. προσπαθώντας να εξισορροπήσουν την κινεζική απειλή, έχουν ενισχύσει τις σχέσεις τους με την Ταϊβάν, προσφέροντας στρατιωτική υποστήριξη και ενισχύοντας τους οικονομικούς τους δεσμούς. Βέβαια, παρά τις πιέσεις και τις αβεβαιότητες, η Ταϊβάν συνεχίζει να εδραιώνει τη θέση της ως σημαντικός παίκτης στην περιοχή. Η οικονομία της αναπτύσσεται συνεχώς και η κοινωνία της εξελίσσεται με βάση τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Η δυναμική αυτή ένταση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, καθιστώντας την ένα από τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά ζητήματα παγκοσμίως, ενώ σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσει να παίζει καθοριστικό ρόλο στον παγκόσμιο χάρτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ