Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών και τα μετέπειτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και του σήμερα, η Ιστορία της Ελλάδας είναι πλούσια και πυκνή σε γεγονότα. Μια Ιστορία που επηρέασε και χάραξε τη συλλογική μνήμη περνώντας και στην ατομική συνείδηση του κόσμου, η οποία, με τη σειρά της, πολλές φορές επηρέασε και τα μεγάλα γεγονότα, οδηγώντας σε μια αμφίδρομη και αλληλοεξαρτώμενη σχέση.
Τέτοιες ιστορίες συγκεντρώνονται και στο νέο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη Ένα παιδί μετράει κεφάλια που κυκλοφόρησε φέτος τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Ο γεννημένος στην Πεντάπολη Σερρών συγγραφέας αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, αν και από τα μαθητικά του χρόνια ασχολούνταν με τη συγγραφή, έχοντας μια ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τη δημοσιογραφία. Αυτή του η αγάπη τον οδήγησε στην έκδοση τριών εφημερίδων, αλλά και στη συγγραφή 28 βιβλίων. Παράλληλα, ήταν και ο εκδότης του περιοδικού ΓΙΑΤΙ, που κυκλοφόρησε για 34 χρόνια, με έτος ίδρυσης το 1975. Ωστόσο, έχει μακρά πείρα και στα άλλα μέσα, με διαρκεί παρουσία στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Τέλος, είναι ενεργό μέλος του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος, ενώ το 2008 απέσπασε το Α´ Κρατικό Βραβείο χρονικού-μαρτυρίας για το έργο Δακρυσμένη Μικρασία.
Το νέο του βιβλίο, τώρα, αποτελεί μια συλλογή 27 αφηγήσεων-διηγημάτων με αρκετά βιωματικό χαρακτήρα, με τις όποιες μυθοπλαστικές πινελιές να μην αποτελούν εμπόδιο, απλά χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση στις ιστορίες. Ο τίτλος του έργου φαίνεται να έχει μια μικρή υποσυνείδητη επιρροή από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, ωστόσο, η ζωή πολλές φορές ξεπερνάει τη φαντασία και, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, «η ιστορία δάνεισε τον τίτλο του βιβλίου». Ο λόγος, λοιπόν, για την περίοδο του Εμφυλίου, όταν σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας οι κάτοικοί του ήρθαν αντιμέτωποι με μια πυραμίδα από ανθρώπινα κεφάλια ανταρτών, που τα είχαν στήσει στη μέση της μεγάλης πλατείας για να παραδειγματίσουν το πλήθος. Εκεί ο μικρός Στέφανος έμεινε έκπληκτος από το θέαμα, προσπαθώντας να μετρήσει τα κεφάλια των αδικοχαμένων. Μέσα σε αυτούς εντόπισε και τον Ορέστη, τον γιο της αγαπημένης του δασκάλας, της κυρίας Εκάβης, που σαν άλλη μια τραγική φιγούρα πήγε να πάρει ό,τι απέμεινε από τον αγαπημένο της γιο.
Ο Εμφύλιος, όμως, είχε πολλές τέτοιες πικρές και σκληρές ιστορίες, όπως αναδεικνύει ένα ακόμα αφήγημα-διήγημα του Τζανακάρη, αλλά αυτήν τη φορά θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως οικογενειακή τραγωδία. Έτσι, τον Απρίλιο του 194… (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά) τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, μεσούντος του αδελφοκτόνου πολέμου, σε ένα χωριό των Σερρών η τοπική κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δολοφονία ενός 16χρονου μαθητή, με τους υπαίτιους να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του. Οι «εκτελεστές» του παιδιού ήταν η ίδια του η μητέρα και ο αδελφός της και θείος του παιδιού, οι οποίοι το απαγχόνισαν στο πλυσταριό του σπιτιού. Ο λόγος ήταν ότι σε έναν καυγά τους είχε πει το άτυχο παιδί πως θα έλεγε στον δάσκαλό του τη δράση τους, αφού ήταν οργανωμένοι και πιστά μέλη του κόμματος, κάνοντας το σπίτι τους αποθήκη όπλων, πολεμοφοδίων και προκηρύξεων. Τελικά, η μητέρα και ο θείος καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο σε θάνατο, ενώ ο πατέρας σε είκοσι χρόνια κάθειρξη, καθώς δεν είχε μεγάλη ανάμειξη στο συμβάν, αλλά ούτε το εμπόδισε.
Έπειτα, υπάρχουν αφηγήσεις και από την περίοδο της Δικτατορίας και τη ζωή των φαντάρων κατά το διάστημα αυτό, που περιγράφουν τις συνθήκες της εποχής. Από την επίσκεψη του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στον στρατό και το κυνήγι που πήγε μέχρι τις συμπεριφορές των αξιωματικών στους απλούς φαντάρους, αλλά και στα ζώα, με έναν από αυτούς να κακοποιεί ένα μικρό κουτάβι.
Αυτές κι άλλες αφηγήσεις έχει τη δυνατότητα να διαβάσει ο αναγνώστης του συγκεκριμένου βιβλίου δίχως στρογγυλέματα και ωραιοποιήσεις, αλλά με έναν χειμαρρώδη και ευθύ λόγο. Έτσι, μέσα από τις ατομικές ιστορίες, μπορούμε να δούμε και τη συλλογική ιστορία της εκάστοτε εποχής και των ανθρώπων της.