Της Εβελίνας Μάστουρα,
Πραγματικά περιστατικά: Ο M.S.S., αιτών άσυλο με χώρα προέλευσης το Αφγανιστάν, έφτασε αρχικά στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας, η οποία αποτέλεσε και χώρα εισόδου και τελικά κατέληξε στο Βέλγιο, όπου αιτήθηκε άσυλο. Ωστόσο, οι βελγικές αρχές αποφάσισαν να τον επαναφέρουν στην Ελλάδα, παρά τις βάσιμες ενδείξεις ότι η Ελλάδα δεν διέθετε λειτουργικό σύστημα ασύλου, με αποτέλεσμα να υπάρχει βάσιμος κίνδυνος επαναπροώθησής του στο Αφγανιστάν. Μάλιστα, κατά την παραμονή του στην Ελλάδα υπεβλήθη δύο φορές σε καθεστώς κράτησης, ενώ μετά την απελευθέρωσή του, αφέθηκε σε καθεστώς απόλυτης ένδειας, αποτελώντας κατά αυτόν τον τρόπο θύμα εξευτελιστικής μεταχείρισης. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι όταν έγινε η ακρόαση της υπόθεσης από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΔΑ, ο M.S.S. εξακολουθούσε να αναμένει για την πρώτη του συνέντευξη ασύλου στην Ελλάδα.
Νομικό πλαίσιο: Κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος τότε Κανονισμού Δουβλίνο Ⅱ, η υπεύθυνη χώρα εξέτασης για τα αιτήματα ασύλου, ήταν η χώρα υποδοχής, εν προκειμένω δηλαδή η Ελλάδα, εφόσον τηρούντο οι ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις του ανθρωπιστικού δικαίου, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε τις συνθήκες κράτησης του αιτούντος ως εξευτελιστικές, ενώ, παράλληλα, τόνισε ότι οι συνθήκες απόλυτης ένδειας που συνόδευσαν την διαμονή του στην Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωσή του, δύναντο να χαρακτηριστούν ως απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Το άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α. κατοχυρώνει κατά απόλυτο τρόπο την απαγόρευση των βασανιστηρίων, ορίζοντας ότι «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία». Εξ αυτού του λόγου, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα είχε προβεί σε παραβίαση του εν λόγω άρθρου. Οι αιτιάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. επεκτάθηκαν στις συστημικές ελλείψεις ως προς τις διαδικασίες ασύλου που χαρακτήριζαν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το ελληνικό κράτος.
Πιο συγκεκριμένα, ανέδειξε την ανεπάρκεια δομικών και λειτουργικών συστημάτων ασύλου, γεγονός που αποδείκνυε ότι ο MSS στερήθηκε την αποτελεσματική εξέταση του αιτήματός του και κατ’ επέκταση την αποτελεσματική και δίκαια πρόσβαση στα ένδικα μέσα και βοηθήματα του κράτους, ενώπιον του οποίου ασκείτο η αίτηση. Αποφάνθηκε λοιπόν, η κατάφωρη καταπάτηση του άρθρου 13 της Ε.Σ.Δ.Α., κατά το οποίο: «Κάθε πρόσωπο, του οποίου παραβιάζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, ακόμη και εάν η παραβίαση διαπράχθηκε από πρόσωπα που ενεργούν κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους». Το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν το γεγονός ότι δεν υπήρχε αποτελεσματικός μηχανισμός για να αναγάγει τις καταγγελίες ανθρώπινων δικαιωμάτων του M.S.S. στην Ελλάδα σε ξεχωριστή παραβίαση των υποχρεώσεων της χώρας υπό την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει το δικαίωμα του M.S.S. σε ένα αποτελεσματικό μέσο προσφυγής.
Ως προς τη βελγική πλευρά, ενόψει των ευρέως διαδεδομένων πληροφοριών περί ελλείψεων του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, κατά το χρόνο απέλασης του M.S.S. στην Ελλάδα, «οι βελγικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο τελευταίος δεν είχε καμία εγγύηση ότι η αίτηση ασύλου του θα εξεταζόταν σοβαρά» από τους Έλληνες ομολόγους τους. Με γνώμονα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι βελγικές αρχές, ενώ είχαν καθήκον να ερευνήσουν την αποτελεσματικότητα των ελληνικών διαδικασιών ασύλου, δεν το έπραξαν και έτσι στέρησαν από τον Αφγανό αιτούντα την πρόσβαση στην αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, καθώς η εξέταση της αίτησής του από τις ελληνικές αρχές δεν είχε καμία πιθανότητα ευδοκίμησης.
Εκτός αυτού, δεδομένων των απάνθρωπων συνθηκών κράτησης που χαρακτήρισαν την παραμονή του στο ελληνικό έδαφος, το Βέλγιο κατηγορήθηκε για επαναπροώθηση σε χώρα με εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης. Τέλος, εφόσον ο M.S.S. μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί ότι η απομάκρυνσή του στο Αφγανιστάν θα τον εξέθετε σε πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή άλλου είδους κακομεταχείρισης ή ακόμα και θανάτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μεταφορά του M.S.S. από το Βέλγιο στην Ελλάδα παραβίασε την απαγόρευση απομάκρυνσης οποιουδήποτε σε μια χώρα ή επικράτεια όπου θα εξετίθετο σε πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Επιστέγασμα: Η συγκεκριμένη απόφαση αποτέλεσε σταθμό για την αναθεώρηση των ελληνικών διαδικασιών ασύλου. Ως αποτέλεσμα το 2011, ψηφίστηκε ο νόμος 3907/2011, βάσει του οποίου μεταφέρθηκε η Οδηγία για την επιστροφή (2008/115/ΕΚ), ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής, ενώ κυρίως καταργήθηκε η αρμοδιότητα εξέτασης των αιτήσεων ασύλου από την ελληνική αστυνομία. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2016 ψηφίστηκε ο νόμος 4375/2016 που προέβλεψε την λειτουργία Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) και Κλειστών Ελεγχόμενων Δομών (ΚΕΔ). Πλέον, οι διατάξεις των 3 οδηγιών του ΚΕΣΑ έχουν κωδικοποιηθεί στον νόμο 4939/2022 περί διεθνούς προστασίας, με απώτερο σκοπό την πλήρη εναρμόνιση της ελληνικής Πολιτείας με το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων προασπίζει τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο στην ΕΕ, amnesty.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ