Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Η έως τώρα υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας οφειλόταν, εν μέρει, στην ταχεία απορρόφηση των δανειακών χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Επιχειρηματικότητας (RRF), γεγονός που βοήθησε σημαντικά στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, εξαίρεση του κανόνα φαίνεται να αποτελεί το πρόγραμμα χρηματοδότησης για τη συνένωση (συγχωνεύσεις και εξαγορές) των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς, μέχρι σήμερα, δεν έχει κατατεθεί κανένα επενδυτικό σχέδιο για το σχετικό πλαίσιο.
Σκοπός, ουσιαστικά, είναι να δοθούν κίνητρα, για να υλοποιηθούν στρατηγικής σημασίας συγχωνεύσεις και εξαγορές μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και, κατ’ επέκταση, η ανταγωνιστικότητά τους, στοχεύοντας στη σύγκλιση προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί πως οι μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 96% των επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά και απασχολούν πάνω από τους μισούς εργαζόμενους, υστερούν κατά 60% σε παραγωγικότητα συγκριτικά με τον μέσο όρο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Το γεγονός αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην ευρύτερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά, επίσης, εγκυμονεί και κινδύνους, καθώς οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται περισσότερο εκτεθειμένες σε ενδεχόμενες αναταράξεις. Ας υπενθυμίσουμε πως, παρά τις ενδείξεις αισιοδοξίας που έχουν επικρατήσει στις αγορές της Δύσης το τελευταίο διάστημα, λόγω των περιορισμένων επιπτώσεων που έχουν οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Γάζα, καθώς και των προοπτικών για μειώσεις επιτοκίων κατά το 2024, οι κίνδυνοι παραμένουν. Η αβεβαιότητα και η αστάθεια είναι ακόμη έντονες. Όσο μαίνονται οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και διατηρούνται οξυμένες οι γεωπολιτικές εντάσεις σε διάφορες περιοχές του κόσμου, η πιθανότητα ενός νέου σοκ στην πλευρά της προσφοράς, ιδίως στην ενέργεια, παραμένει υψηλή. Επίσης, η Ευρώπη ακόμη προσπαθεί να διαχειριστεί το μεταναστευτικό ζήτημα και οι επιμέρους χώρες τις κοινωνικές αναταραχές που προκαλούνται, με βασικό κίνδυνο την άνοδο της Ακροδεξιάς. Οι Η.Π.Α., η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του κόσμου, βρίσκονται μπροστά σε μια εκλογική αναμέτρηση για τον προεδρικό θώκο (2024), εν μέσω δημοσιονομικών και όχι μόνο προβλημάτων. Ο πληθωρισμός, αν και έχει επιβραδυνθεί σημαντικά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και η πλειονότητα των παραγόντων που τον επηρεάζουν έχουν αναδιπλώσει σε αντιπληθωριστική κατεύθυνση, παραμένει αστάθμητος παράγοντας, με αποτέλεσμα τα επιτόκια να καθυστερήσουν να μειωθούν από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να ζοριστεί –τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα–, καθώς υπολείπεται στα μεγέθη των χρηματοδοτήσεων σε στρατηγικούς βιομηχανικούς τομείς σε σχέση με τις Η.Π.Α. και την Κίνα. Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει φυγή κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού, ιδίως μεσαίων manager και προγραμματιστών.
Σε εγχώριο επίπεδο, τα δημοσιονομικά «λουριά» πρόκειται να «σφίξουν» ακόμα πιο έντονα κατά το 2024, ώστε να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Με λίγα λόγια, τέλος τα οριζόντιου τύπου βοηθήματα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την Κυβέρνηση, ενώ οι στρεβλώσεις στη λειτουργία αρκετών αγορών συνεχίζουν να παραμένουν, με το κόστος αυτής της κατάστασης να το επωμίζονται, κυρίως, οι καταναλωτές (ακρίβεια σε τρόφιμα, στέγαση, καύσιμα, ενέργεια κ.ά.).
«Ισχύς εν τη ενώσει» λέει, λοιπόν, η λογική. Οι μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, απασχολώντας το πολύ 9 εργαζομένους, έχουν μικρά περιθώρια ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές και να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Συνεπώς, η συνεργασία (μικρών και μεσαίων κυρίως) επιχειρήσεων μέσω συμπράξεων και συνενώσεων κρίνεται σε μεγάλο βαθμό απαραίτητη και τα κίνητρα με τις χρηματοδοτήσεις από το RRF είναι μια σημαντική επικουρική παράμετρος.
Η απουσία του ενδιαφέροντος, όμως, για αυτό το πρόγραμμα δείχνει πως «δεν υπάρχει η κουλτούρα των συνεργασιών», όπως λένε πολλοί αναλυτές και στελέχη της αγοράς. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε μπορεί να γίνει ιδιαίτερη πρόοδος μέσω κινήτρων. Το όλο ζήτημα ξεκινά από την απουσία μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών σχεδίων στις περισσότερες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Είναι κάτι που διαμορφώθηκε από ευκαιριακές επενδύσεις, με την αχρείαστη υποστήριξη του κράτους, αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν πολλοί απασχολούμενοι άνοιξαν μια ατομική, μικρή επιχείρηση, καθώς δεν έβρισκαν θέση μισθωτής εργασίας (με μισθό που να μπορείς να επιβιώσεις). Όταν έχεις ένα μη ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα και μια αγορά που μαστίζεται από καρτέλ και παρεοκρατισμό, δεν μπορεί να διαμορφωθεί μια σωστή επιχειρηματική κουλτούρα, αλλά ούτε και σημαντικές προοπτικές για τους μικρούς.
Δεν είναι τυχαίο που η Ρουμανία μας έχει αφήσει χιλιόμετρα πίσω μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, συγκρίνοντας αρκετά μακροοικονομικά μεγέθη. Αυτό το πέτυχε, διότι ευνόησε τους «μικρούς» όχι μέσω επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων, αλλά προσφέροντάς τους ένα απλό φορολογικό σύστημα με χαμηλούς συντελεστές, διαμορφώνοντας, παράλληλα, ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, φιλικό προς τα ξένα κεφάλαια και αποτελεσματικής Δικαιοσύνης.
Ενώ στην Ελλάδα, λόγω δημοσιονομικών αναγκών, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αποφασίζουν να «χτυπήσουν» φορολογικά (πρώτα) τις μικρότερες επιχειρήσεις και τους μικροεπιχειρηματίες (δες νέο φορολογικό νομοσχέδιο) και τους καταναλωτές (μέσω των έμμεσων φόρων), στη Ρουμανία «χτυπάνε» πρώτα τους «μεγάλους», ιδίως τράπεζες και ενεργειακές εταιρείες. Και αυτό, προφανώς, ενέχει αρνητικές επιπτώσεις (δες εδώ για την αποτελεσματικότητα της φορολόγησης των «υπερκερδών» στον ενεργειακό κλάδο). Ωστόσο, πρώτον, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές μπορούν να φοροδιαφύγουν μέσω του διασυνοριακού εμπορίου –και, μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό– και δεύτερον, μέσω του Transfer Pricing (λογιστική πρακτική στις συναλλαγές μεταξύ των εταιρειών ενός Ομίλου). Συνεπώς, δεν μας φταίει η κουλτούρα του Έλληνα επιχειρηματία, αλλά ο τρόπος και η στόχευση των παρεμβάσεων του κράτους…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Επιχειρήσεις: Οι «μικροί» αρνούνται να «μεγαλώσουν», kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ