Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Η εκλογή Κασσελάκη και η εσωκομματική κρίση που ξέσπασε μετά από αυτή στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. οδήγησε στη διάσπαση του κόμματος, έπειτα από έντονη φημολογία που κατέκλυζε την πολιτική επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα. Τελικά, τη Δευτέρα ανακοινώθηκε η νέα κοινοβουλευτική ομάδα που έλαβε το όνομα Νέα Αριστερά, το τιμόνι της οποίας κρατά ο Αλέξης Χαρίτσης, έχοντας στο πλευρό του στελέχη όπως η Έφη Αχτσιόγλου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Φυσικά, η εξέλιξη αυτή δεν δημιούργησε έκπληξη, τόσο γιατί ήταν θέμα χρόνου να συμβεί όσο και γιατί πρόκειται για μία επιλογή κατά την οποία οι διαφωνούντες με τους χειρισμούς της ηγεσίας του κόμματός τους θεωρούν ότι έχουν την ικανότητα και το εκτόπισμα να αντεπεξέλθουν με μεγαλύτερη επιτυχία στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας πολιτικός αρχηγός. Η οικονομική κρίση που ταλάνιζε τη χώρα κατά την προηγούμενη δεκαετία προκάλεσε συνέπειες και στο πολιτικό σύστημα, καθώς τότε τα κόμματα που ιδρύθηκαν στη Μεταπολίτευση και διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνθηκών των επόμενων χρόνων, διέψευσαν τις προσδοκίες των πολιτών και οι δεύτεροι επέλεξαν να τα τιμωρήσουν, εναποθέτοντας την ελπίδα τους σε άλλα κόμματα, είτε παλαιότερα με μικρότερη δυναμική είτε κόμματα-κομήτες που προέκυψαν από τα λεγόμενα «παραδοσιακά».
Πολύ συχνά, οι διαφωνίες μεταξύ των στελεχών ενός κόμματος οδηγούν στην αποχώρηση της πλευράς που διαφωνεί και στη δημιουργία νέων σχηματισμών, με σκοπό να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών και να τους πείσουν ότι αποτελούν την καλύτερη επιλογή για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στο στρατόπεδο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μάλιστα, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το 2010 ο Φώτης Κουβέλης αποχώρησε και, στη συνέχεια, ίδρυσε τη Δημοκρατική Αριστερά, η οποία στις διπλές Εκλογές του 2012 πέτυχε την είσοδό της στη Βουλή και συμμετείχε στην Κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας, ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΔΗΜ.ΑΡ. Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, η δυναμική του εξανεμίστηκε και αφού συνεργάστηκε άλλοτε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και άλλοτε με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διαλύθηκε. Το 2015 ξέσπασε μια νέα κρίση στο εσωτερικό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση πολλών στελεχών και τη δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας, με επικεφαλής, τότε, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, ενώ το 2016 ιδρύθηκε η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και το 2018 το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
Φυσικά, οι αποχωρήσεις στελεχών και οι απόπειρες αυτόνομης πορείας στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν αφορούν μόνο τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αντίστοιχα παραδείγματα εντοπίζονται και στη Νέα Δημοκρατία, με κορυφαίο ίσως την αποχώρηση του Αντώνη Σαμαρά το μακρινό 1992, όταν με την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών αποπέμφθηκε από την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και έναν χρόνο αργότερα ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη. Παρότι ξεκίνησε μια ελπιδοφόρα διαδρομή, τελικά το κόμμα και ο αρχηγός βρέθηκαν εκτός πολιτικής σκηνής, με αποτέλεσμα να ενταχθεί και πάλι στην «οικογένεια» της Ν.Δ. και να εκλεχθεί αργότερα Πρωθυπουργός.
Αντίστοιχες καταστάσεις έχουν λάβει χώρα και στον παραδοσιακό –μέχρι το 2010– αντίπαλο της Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ήδη από τα χρόνια της προεδρίας του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρχαν διαφωνίες από πρωτοκλασάτα στελέχη, όπως ο Γεράσιμος Αρσένης, που επιχείρησε να πραγματοποιήσει αυτόνομη πορεία, όμως, εν τέλει επέστρεψε στα γνώριμα λημέρια του. Το ίδιο δρομολόγιο επέλεξε και ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, πρώην Πρόεδρος του κινήματος και Πρωθυπουργός, ο οποίος ίδρυσε το ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ., αλλά, έπειτα, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Μελετώντας κανείς την πορεία τέτοιου είδους κομμάτων, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για κόμματα της στιγμής, κόμματα ευκαιριακά, που καλύπτουν τις ανάγκες των πολιτών για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή κόμματα διαμαρτυρίας, που διαφωνούν σε όλα με τα υπόλοιπα και προσπαθούν να αποκομίσουν «κέρδος» από τη χρεωκοπία των παλαιότερων. Καθώς, όμως, οι συνθήκες μεταβάλλονται, δεν μπορούν ούτε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων ούτε να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Ακόμη κι αν η παρθενική τους παρουσία στην εκλογική διαδικασία ήταν επιτυχημένη, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, στη συνέχεια αποδυναμώνονται και καταλήγουν είτε στη διάλυση είτε στη συγχώνευση με κάποιον άλλον σχηματισμό.
Η κεφαλαιοποίηση της όποιας δυναμικής έχουν ορισμένα πολιτικά πρόσωπα που προέρχονται από μεγάλα κόμματα δεν είναι εύκολη διαδικασία, ειδικά όταν ξαφνικά βρίσκονται στα βαθιά και καλούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρόβατα που φεύγουν από το μαντρί τα τρώει ο λύκος. Μένει να δούμε αν θα έχουμε άλλο ένα κόμμα-κομήτη που θα εκφυλιστεί και θα διαλυθεί και τα στελέχη του θα επιστρέψουν με άλλους όρους στο κόμμα-μήτρα ή αν θα καταφέρει να ξεφύγει από την «παράδοση» και να εδραιωθεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.