Της Στέλλας Χριστοδούλου,
Η Κεϋνσιανή Θεωρία είναι μία ευρέως γνωστή οικονομική προσέγγιση, η οποία διατυπώθηκε πολλά χρόνια πριν από έναν από τους σημαντικότερους Βρετανούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα, τον John Maynard Keynes. Για ποιους λόγους, όμως, ξεχώρισε τόσο, ώστε να θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους οικονομολόγους της Ιστορίας;
Ο John Maynard Keynes ξεχώρισε για τον τρόπο σκέψης του πάνω σε θέματα τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Γεννήθηκε το 1883 στο Κέιμπριτζ και πέθανε το 1946 στο Σάσσεξ. Αξίζει να σημειωθεί πως η πρώτη του δουλειά ως δημόσιος υπάλληλος οικιακών δημοσίων υπηρεσιών του προσέφερε πολλές γνώσεις οικονομικών θεμάτων σχετικά με το ινδικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στη συνέχεια, όμως, επέστρεψε στη Μ. Βρετανία και έγινε Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ταυτόχρονα, υπήρξε και σύμβουλος στο βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών, σχεδιάζοντας συμβάσεις πίστωσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών σε περιόδους πολέμου. Τέλος, ήταν μέλος διαφορετικών διοικητικών συμβουλίων ασφαλιστικών και χρηματοοικονομικών εταιρειών. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία και πολλές γνώσεις οικονομικών.
O Κεϋνσιανισμός αποτελεί μια θεωρία που βασίζεται εξ ολοκλήρου στην παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με σκοπό τη σταθεροποίησή της από τις εξωτερικότητες και τις ευρύτερες ατέλειες που παρουσιάζει η αγορά. Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται κυρίως μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών και της μείωσης των φόρων («χαλαρή» δημοσιονομική πολιτική), ώστε να ενισχυθεί η ζήτηση, που θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη στην αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και του πληθωρισμού για να αποφευχθεί (σχετικά άμεσα) μια επικείμενη ύφεση, εφόσον δεν επετεύχθη αποτελεσματικά από τη νομισματική «χαλάρωση» (μείωση των επιτοκίων, ενίσχυση ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Για αυτόν τον λόγο, είναι μια από τις θεωρίες που, σε περιόδους κρίσης, τείνουν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο, σύμφωνα με τα κεϋνσιανά οικονομικά, στην περίοδο της ανάπτυξης κατά τον οικονομικό κύκλο, θα πρέπει να ασκηθεί δημοσιονομικός περιορισμός, ώστε να δημιουργηθούν πλεονάσματα που σε βάθος χρόνου θα αντισταθμίσουν τα ελλείμματα που σημειώθηκαν κατά τις οικονομικές κρίσης. Δηλαδή, μακροχρόνια ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να παρουσιάζεται ισοσκελισμένος.
Ουσιαστικά, οι κεϋνσιανοί πιστεύουν πως σε μία δυσμενή οικονομική περίοδο, ο τρόπος για την αναζωπύρωση της ανάπτυξης και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και της σταθερότητας των τιμών θα επέλθει μέσω, κυρίως, της δημοσιονομικής επέκτασης, είτε αυτή πρόκειται να χρηματοδοτηθεί από τα πιθανά δημοσιονομικά περιθώρια (πλεονάσματα στον προϋπολογισμό), χωρίς να αυξηθούν οι φόροι και να μειωθούν οι μισθοί, είτε μέσω έκδοσης χρέους, καθώς θα διαμορφωνόταν δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο όλος τρόπος σκέψης πήγαινε κόντρα στη μέχρι τότε επικρατούσα κλασική οικονομική θεωρία, η οποία υποστήριζε πως, εάν η συνολική ζήτηση στην οικονομία έπεφτε, η προκύπτουσα υποχώρηση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας θα επιτάχυνε τη μείωση των τιμών και των μισθών. Κατ’ επέκταση, το χαμηλότερο επίπεδο πληθωρισμού και μισθών θα ωθούσε τους εργοδότες να πραγματοποιήσουν επενδύσεις και να απασχολήσουν περισσότερους ανθρώπους, τονώνοντας την απασχόληση και αναζωπυρώνοντας την οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Keynes, κατά τη διάρκεια της ύφεσης, η επιχειρηματική απαισιοδοξία και ορισμένα χαρακτηριστικά των οικονομιών της αγοράς θα επιδείνωναν την οικονομική αδυναμία και θα προκαλούσαν περαιτέρω «βύθιση» της συνολικής ζήτησης.
Φτάνοντας σε αυτό το συμπέρασμα του Keynes, μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε και να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση σε κάποια χαρακτηριστικά που διακρίνουν αυτήν τη σπουδαία θεωρία, που στην πράξη εφαρμόζεται και είναι σημαντική, ακόμα και στις ημέρες μας (σε υβριδική μορφή). Πρώτον, η οικονομική πολιτική είναι το μέσο που βοηθάει μία χώρα να ξεπεράσει τις δυσκολίες μίας οικονομικής κρίσης. Έχοντας μακροοικονομικές γνώσεις, αλλά και γνώσεις μικροοικονομίας, σε συνδυασμό με τη θεωρία του Keynes, ένας οικονομολόγος είναι σε θέση να συμβουλέψει μία χώρα που είναι σε κρίση και να τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει σωστά τη προβληματική κατάσταση που βρίσκεται. Δεύτερον, είναι σημαντικό για οποιαδήποτε χώρα να μην έχει υψηλό δείκτη ανεργίας. Έχει ιδιαίτερη σημασία μία χώρα να απασχολεί τους ανθρώπους της, γιατί έτσι οι άνθρωποι θα έχουν χρήματα, για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τέλος, κάθε χώρα οφείλει να επενδύει χρηματικούς πόρους σε εταιρείες, που, με τη σειρά τους, θα αυξάνουν τη ζήτηση και θα δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας για τον κόσμο. Σκεπτόμενοι όλα τα παραπάνω, αναγνωρίζει κανείς τη σημαντικότητα αυτής της θεωρίας. Το μοναδικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε κατά την ιστορία στην εφαρμογή των Κεϋνσιανών Οικονομικών, ήταν η μη τήρηση της δημοσιονομικής σύνεσης από τους κυβερνώντες, γεγονός που οδήγησε σε υπερδιόγκωση των δημόσιων χρεών και στασιμοπληθωρισμό (όπως τη δεκαετία του ’70 στις Η.Π.Α.).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κεϋνσιανισμός, economiafinanzas.com, διαθέσιμο εδώ
- Jonathan Gruber, Δημόσια Οικονομική και Πολιτική, Εκδόσεις Da Vinci, 2019
- Η Κεϋνσιανή προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας, socialpolicy.gr, διαθέσιμο εδώ