Του Νίκου Λυκομήτρου,
Ο τατζικικός εμφύλιος πόλεμος έλαβε χώρα από το 1992 έως το 1997. Ήταν μία από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συγκλόνισαν τον μετασοβιετικό κόσμο, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, καθώς και στην οικονομία. Όλα τα παραπάνω υπήρξαν αποτέλεσμα των διαφορετικών πολιτικών κατευθύνσεων που υπήρχαν σε αυτή την χώρα της κεντρικής Ασίας κατά την διάρκεια του διαστήματος μετάβασης προς την ανεξαρτησία. Πολλοί λόγοι μπορούν να εξηγήσουν την εκδήλωση εμφυλίου πολέμου στην, τότε, νεοσχηματισμένη πρώην σοβιετική δημοκρατία, όπως τα υψηλά επίπεδα θρησκευτικότητας στην χώρα και ο τρόπος ζωής.
Τα προηγούμενα χρόνια, πριν την ανεξαρτησία της χώρας, υπήρξε η πολιτική απελευθέρωση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεκτάθηκε και εδώ. Αυτή εκδηλώθηκε με προσπάθειες για την ενίσχυση του τοπικού πολιτισμού και την εξέγερση της Ντουσαμπέ τον Φεβρουάριο του 1990, έπειτα από μια φήμη για την μετεγκατάσταση Αρμενίων προσφύγων από το Αζερμπαϊτζάν, που μετεξελίχθηκε σε εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση για διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, όπως το στεγαστικό πρόβλημα. Μετά την βίαιη αντίδραση των σοβιετικών αρχών, ο Τατζικικός λαός άρχισε να ζητά την παραίτηση της ηγεσίας της χώρας. Επίσης, έγιναν προσπάθειες συγκρότησης ισλαμιστικού κινήματος.
Μετά το πραξικόπημα του 1991 το Τατζικιστάν, όπως και οι υπόλοιπες σοβιετικές δημοκρατίες, κήρυξαν ανεξαρτησία. Το 1991 έγιναν εκλογές, οι οποίες έβγαλαν Πρόεδρο τον Ραχμόν Ναμπίγιεφ, ο οποίος υποστήριζε την Ρωσία. Αξίζει να αναφερθεί πως ήταν συγκεντρωμένα υπέρ του διάφορα στοιχεία από το κομμουνιστικό κόμμα. Η Ρωσία συνεχάρη τον Ναμπίγιεφ για την εκλογή του λίγες ώρες πριν κλείσουν οι κάλπες και παρά τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης δεν συνέβη κάτι. Εναντίον του βρισκόταν μια συμμαχία, η οποία αποτελούνταν τόσο από την φιλελεύθερη αντιπολίτευση όσο και από ισλαμιστικά κινήματα παρά τις μεγάλες ιδεολογικές διαφορές τους.
Λόγω των διαφορών αυτών, ο Ναμπίγιεφ άρχισε να μοιράζει όπλα σε υποστηρικτές του, καθώς η διαπάλη μεταξύ των δύο πολιτικών παρατάξεων αυξανόταν. Στις 5 Μαΐου, ο Ανατόλι Μπελοούσοφ, Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας της χώρας αναγνωρίστηκε ως Πρόεδρος της χώρας από τους διαδηλωτές. Έπειτα, μυστικοί πράκτορες της κυβέρνησης πυροβόλησαν σε υποστηρικτές του Προέδρου, για να υποκινήσουν αναταραχή. Μέχρι τον Ιούνιο του 1992 η χώρα είχε υποπέσει σε εμφύλια σύγκρουση μεταξύ των φιλοκυβερνητικών στρατευμάτων (Λαϊκό Μέτωπο, συμμαχία κομμουνιστών και σοσιαλιστών αποτελούμενη από βόρειους και κάποιους κεντρικούς Τατζίκους) και της Ενωμένης Τατζικικής Αντιπολίτευσης (ισλαμιστές και φιλελεύθεροι δημοκράτες είχαν ως προπύργιο τις περιοχές του νότου και της ανατολής). Το προπύργιο των ισλαμιστών ήταν η ορεινή ανατολή. Στην αρχή, ήλεγχαν σημαντικές πόλεις και τμήμα της χώρας, αλλά στην πορεία περιορίστηκαν στο κέντρο και βόρεια της Ντουσαμπέ.
Η σύγκρουση αυτή αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς αποτελεί μία από τις πρώτες συγκρούσεις στην περιοχή με διεθνή εμπλοκή. Η Ρωσία, αλλά και χώρες της περιοχής, συνέδραμαν με στρατιωτικό σώμα και βοήθησαν την εκλεγμένη κυβέρνηση και αεροπορικές επιδρομές. Αυτό οδήγησε σε επιδρομές από την μεριά της αντιπολίτευσης, τόσο εναντίον του κυβερνητικού στρατού όσο και του εκστρατευτικού σώματος της Ρωσίας. Σύμφωνα με έναν Ρώσο αξιωματικό, οργάνωσε με «εντολές από την Μόσχα» πέντε μεραρχίες από ντόπιους και τις έστειλε στο νότιο Τατζικιστάν με στήριξη από το Ουζμπεκιστάν, αποκτώντας στοιχεία υβριδικού πολέμου. Πόλεις, όπως το Τουρσουνζοντά, απετέλεσαν το πεδίο πολλών μαχών, γιατί ήταν κοντά στην πρωτεύουσα και είχε ένα εργοστάσιο αλουμινίου. Αλλά και οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν ήταν κατώτερες. Το 1996 είχαν συλλάβει εργαζόμενους του ΟΗΕ και έκαναν μια εκτέλεση φάρσα. Το 1997 οι δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις ενώθηκαν για να συντρίψουν την συμμορία των αδελφών Σαντίροφ που είχαν απαγάγει Ρώσους δημοσιογράφους, εργαζόμενους του ΟΗΕ και τον μέλλοντα Υπουργό Ασφαλείας, ενδεικτικό της ρευστότητας που χαρακτήριζε την σύγκρουση. Το 1997, μάλιστα, ο Χουνταϊμπερντίγιεφ, στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, αυτομόλησε και προσπάθησε να καταλάβει την πρωτεύουσα, ζητώντας αλλαγές στην κυβέρνηση.
Ο κόσμος υπέφερε από τον πόλεμο. Αθώα θύματα, έλλειψη τροφίμων, που οδήγησαν σε ταραχές, και επιδημίες ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων του πολέμου στον απλό λαό. Είκοσι με εκατό πενήντα χιλιάδες άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και πάνω από ένα εκατομμύρια κάτοικοι εκτοπίστηκαν, μεταξύ άλλων και οι περισσότεροι Ρώσοι κάτοικοι που εγκατέλειψαν την χώρα. Επίσης, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν πολλές και από τις δύο πλευρές με μαζικές εκτελέσεις αμάχων από τους εμπολέμους.
Τον Ιούνιο του 1997, υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης. Εν τω μεταξύ ο Εμομαλί Ραχμόν, διοικητής μίας φάρμας στην υστεροσοβιετική εποχή, έγινε Πρόεδρος της χώρας, το 1994, αφού προωθήθηκε στην θέση με την βοήθεια των φατριών που στήριζαν την κυβέρνηση. Ήδη από το 1992 ήταν ο Πρόεδρος του ανωτάτου συμβουλίου της χώρας, δηλαδή, της βουλής. Η πίεση από το Ιράν που στήριζε την αντιπολίτευση και της Ρωσίας που στήριζε και οργάνωσε σε σημαντικό βαθμό τον στρατό της χώρας, προκειμένου να οικοδομήσει ένα φιλορωσικό καθεστώς, καθώς και η άνοδος των Ταλιμπάν μαζί με υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια, οδήγησαν σε υπογραφή ειρήνης στις 27 Ιουνίου.
Η συμφωνία ειρήνης ήταν ένας συμβιβασμός, με την αντιπολίτευση να λαμβάνει το 30% των κυβερνητικών θέσεων. Ταυτόχρονα, το κόμμα-φορέας των πολιτικών απόψεων της Ενωμένης τατζικικής αντιπολίτευσης, το Κόμμα Ισλαμικής Αναγέννησης, επετράπη να συμμετάσχει στις εκλογές. Επίσης, εγγυόταν την σύσταση μιας πολυκομματικής δημοκρατίας και την προστασία της ελευθερίας του τύπου. Μέχρι και ο στρατός της αντιπολίτευσης ενσωματώθηκε στον κυβερνητικό στρατό. Παρόλα αυτά, τα κεκτημένα της συμφωνίας διαβρώθηκαν αργότερα. Υπήρξαν μερικές εντάσεις αργότερα, αλλά η ειρήνη είχε επικρατήσει. Ο Ραχμόν απαγόρευσε το κόμμα Ισλαμικής Αναγέννησης το 2015 και δεν εφάρμοσε ποτέ τις διατάξεις περί ελευθεροτυπίας και πολυκομματισμού, παρότι συνεχίζει να κυβερνά μέχρι σήμερα. Επιπλέον, δεν έχει γίνει σημαντική πρόοδος στο θέμα της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, θέματα, όπως η άνοδος του Λαϊκού Μετώπου και του Ραχμόν στην τοπική κυβέρνηση είναι ταμπού για τους ιστορικούς. Συμπληρωματικά, τα μέσα ενημέρωσης διέπονται από λογοκρισία. Σήμερα, στο Τατζικιστάν υπάρχει ένα σύστημα διακυβέρνησης που θυμίζει αρκετά τις περισσότερες γειτονικές χώρες, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων την προώθηση των γόνων του Προέδρου σε μεγάλα αξιώματα και μια εκτεταμένη διαφθορά.
Η κυβέρνηση, επίσης, χρησιμοποιεί τον εμφύλιο πόλεμο για λόγους προπαγάνδας, προκειμένου να αποθαρρύνει λόγω των εμπειριών του πολέμου τους Τατζίκους από το να επιλέξουν κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης. Παράλληλα, ο Ραχμόν τροποποιεί την επίσημη αφήγηση για τον πόλεμο, ώστε να είναι υπέρ του. Έχει, επίσης, επηρεάσει την πολιτική πλεύση της χώρας, καθώς ο φόβος ισλαμιστικών κινημάτων έχει κάνει την κυβέρνηση να στοχοποιήσει το ισλαμιστικό κόμμα, απαγορεύοντας το. Χρησιμοποιεί, τέλος, μια εξωτερική πολιτική, η οποία κρατάει τη χώρα κοντά στην Ρωσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Tajikistan’s Civil War: A Nightmare The Government Won’t Let Its People Forget, rferl.org, Διαθέσιμο εδώ
- The long echo of Tajikistan’s civil war, opendemocracy.net, Διαθέσιμο εδώ