Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Το να μας πει κάποιος κάτι καλό για εμάς, οτιδήποτε, μια θετική παρατήρηση, μπορεί να μας «φτιάξει» τη μέρα. Όχι απλά να τη «φτιάξει, αλλά και να την «αλλάξει» εντελώς. Να μας δώσει ενέργεια και θετική διάθεση μέχρι το βράδυ. Είναι δείγμα εκτίμησης και προσοχής, μας δίνει μια επιβεβαίωση που μας «λείπει» και «ενισχύει» την αυτοπεποίθησή μας, η οποία δεν είναι πάντα στα καλύτερά της. Ωστόσο, παρ’ όλο που είναι κάτι τόσο ευεργετικό, δεν ακούμε συχνά κάποιον να λέει κάτι καλό για εμάς. Θα δούμε το θέμα από διάφορες απόψεις, πολλές από τις οποίες προέρχονται από ένα επεισόδιο podcast, του οποίου το λινκ θα βρίσκεται στο τέλος. Αρχικά, το να δίνεις και να παίρνεις κομπλιμέντα είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, είναι ένας τρόπος να «συνδέεσαι» με τον κόσμο γύρω σου, οπότε έχει σημαντική κοινωνική διάσταση. Και κομπλιμέντο δεν είναι μόνο να πεις σε κάποιον, για παράδειγμα «έχεις ωραία μάτια, χέρια, πόδια κτλ.», όπως συχνά μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε αυτή τη λέξη. Κομπλιμέντο μπορεί να είναι για μια ιδέα που μπορεί να έχει κάποιος, για τον τρόπο που σκέφτεται ή τις έξυπνες λύσεις που βρίσκει σε προβλήματα, το γούστο του σε ρούχα, βιβλία, ταινίες, χόμπι, μια δεξιότητα που κάνει καλά ή κάτι που μας «τραβάει» το ενδιαφέρον. Η λίστα είναι ατελείωτη.
Το θέμα δεν είναι ότι δεν κάνουμε κομπλιμέντα σε κόσμο γύρω μας, γιατί δεν μας ενδιαφέρει και δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να το κάνουμε. Κάνουμε θετικές σκέψεις για άλλους, μπορεί να είναι και ένα «έντονο» συναίσθημα αλλά δεν εξωτερικεύουμε αυτές τις σκέψεις, για διάφορους λόγους. Γενικότερα, αυτό έχει να κάνει κατά τη γνώμη μου με το ότι είμαστε καταπιεσμένοι στις περισσότερες κοινωνίες όσον αφορά την έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων, είτε αφορά σε άλλους, είτε γενικότερα η έκφραση σκέψεων. «Συνδέεται» με τρωτότητα και αδυναμία και αποφεύγεται συνήθως από τον κόσμο σε πολλά πλαίσια σχέσεων.
Επιπλέον, ένας λόγος που νιώθουμε διστακτικοί να δώσουμε ένα κομπλιμέντο ακόμα και σε κοντινά μας άτομα είναι, διότι αδυνατούμε να προβλέψουμε τον αντίκτυπο που θα έχει. Είναι αλλιώς στο μυαλό μας. Φοβόμαστε ότι θα ακουστούμε αδιάκριτοι, με ελλιπή ευφράδεια λόγου, προσβλητικοί, παράξενοι, και φυσικά «κριντζ» (προφανώς το τελευταίο δεν το ένιωθαν οι παλιότερες γενιές ή το ένιωθαν και δεν είχαν λέξη να το εκφράσουν;). Είναι ο φόβος της έκθεσης. Φοβόμαστε ότι θα μας κρίνουν για αυτό που θα πούμε και τον τρόπο με τον οποίο θα το πούμε. Και μας «κρίνουν» κατά κάποιον τρόπο, είναι η αλήθεια, αλλά διαφορετικά. Με κριτήριο τη «ζεστασιά» και την αυθεντικότητα μας. Δεν ενδιαφέρει ο τρόπος, η γλώσσα του σώματος και ο τόνος της φωνής όσο το περιεχόμενο. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από τη δική μας εμπειρία. Δεν μας νοιάζει το τι και το πώς, αλλά η πρόθεση και το ότι το άτομο εκτίμησε κάτι σε μας ότι μπήκε στον κόπο να μας το πει. Υπάρχει ένα κοινωνικό πείραμα στο οποίο ρωτούσαν ανά δύο φίλους να πουν θετικά χαρακτηριστικά ο ένας για τον άλλον και να μαντέψουν πώς θα νιώθει το άτομο όταν τα ακούσει αυτά. Και μάντεψαν λανθασμένα, το άλλο άτομο ένιωθε πολύ πιο όμορφα απ’ όσο είχαν αναμείνει οι φίλοι τους. Βέβαια, και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό να «αλλάξουμε» κατευθείαν τρόπο σκέψης, είναι μια αρχή και είναι σημαντικό να το έχουμε κατά νου. Η λανθασμένη αυτή πρόβλεψή μας μας αποτρέπει από το να εκφραστούμε και να κάνουμε κάποιο άτομο χαρούμενο και ταυτόχρονα να γίνουμε και εμείς πιο χαρούμενοι.
Μια άλλη λανθασμένη αντίληψη που έχουμε είναι αυτή του χρόνου. Θεωρούμε ότι δεν είναι πολλές φορές η κατάλληλη στιγμή, για να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε, ότι ίσως κάποια άλλη στιγμή να είναι πιο κατάλληλη. Οι άνθρωποι έχουμε μια λανθασμένη αντίληψη του χρόνου και δεν αισθανόμαστε προετοιμασμένοι, όμως στην πραγματικότητα η κατάλληλη στιγμή δεν είναι συγκεκριμένη και αναβάλλοντας το δεν ξέρουμε πότε θα ξαναέχουμε την ευκαιρία. Ή και αν. Οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν συνεχώς. Κάτι άλλο που μας εμποδίζει από το να εκφράσουμε κάτι καλό για κάποιον είναι η ιδέα ότι τα άτομα έχουν επίγνωση των καλών τους χαρακτηριστικών και ότι αυτό που εμείς θα επαινούσαμε, το γνωρίζουν ήδη ή ότι τους το επισημαίνει συνέχεια ο κόσμος. Το οποίο επίσης δεν ισχύει συνήθως, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε ανασφαλείς για τον εαυτό μας, ακόμα και αυτούς που θεωρούμε ότι δεν έχουν λόγο να είναι ανασφαλείς. Οι φιλοφρονήσεις είναι σαν «ναρκωτικό» που αλλάζει αμέσως τη διάθεση και των ανθρώπων που «λαμβάνουν» τη φιλοφρόνηση, αλλά και αυτοί που την «προσφέρουν». Βοηθάει και τη δική μας ψυχολογία όταν ξέρουμε ότι κάνουμε χαρούμενο κάποιον άνθρωπο. Αυτό που έχει σημασία είναι η πρόθεση και να μην είναι βεβιασμένο το κομπλιμέντο μας. Δεν ωφελεί να πιέζουμε τον εαυτό μας να βρει κάτι να πει. Όταν μια καλή κουβέντα είναι φυσική το καταλαβαίνει ο άλλος και το εκτιμά. Και δεν υπάρχει περιθώριο παρεξήγησης.
Πώς μπορούμε να αρχίσουμε να κάνουμε περισσότερους ανθρώπους χαρούμενους; Πρώτον, μέχρι να «αλλάξουμε» τον τρόπο σκέψης, προκειμένου να μας βγαίνει πιο φυσικά και αυθόρμητα, πρέπει το κάνουμε συνειδητά. Όταν σκεφτόμαστε κάτι καλό αντί να το αφήσουμε να φύγει, μπορούμε να το πούμε. Και θα δούμε ότι είναι λιγότερο τρομακτικό απ’ όσο νομίζαμε. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι καλό να επαινούμε και άτομα με τα οποία έχουμε απλά μια τυπική ή καθημερινή επαφή ή και τυχαίους ανθρώπους, που μπορεί να πετύχουμε στα μέσα, ή όταν είμαστε στην ίδια ουρά. Βέβαια, αυτό είναι μια αρκετά λεπτή θέση. Αξίζει λοιπόν, να ξεκινήσουμε με τους κοντινούς μας ανθρώπους, τους φίλους, την οικογένεια, τους συγγενείς και αυτούς που εκτιμάμε περισσότερο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- How to Make Friends and Compliment People, pushkin.fm. Διαθέσιμο εδώ