Του Ηλία Βασιλειάδη,
Η συνείδηση είναι η «τυφλή» , «τεθλασμένη» διαδρομή της ανθρώπινης σκέψης. Είναι η «ατελής τυχαιότητα» μέσα στην πολυπλοκότητα των αποφάσεων μας και της «ασυνεπούς» ασυνέχειας της ανθρώπινης ζωής. Είναι μια «κερκόπορτα» «γεμάτη» πάθη και τύψεις, μια ψευδαίσθηση φιλανθρωπίας, που «αναδεικνύει» το ανώτερο μιας υποτιθέμενης ανθρώπινης σκέψης. Ο ανθρώπινος νους είναι μια «διασκορπισμένη» ύπαρξη στα πέρατα του κόσμου. «Τρέχει» και «τρέχει» μέσα στη ροή του περασμένου χρόνου μας, για να «βρει» τον ατέρμονο άξονα της ζωής. Είναι μια «κρυφή» ελπίδα λίγης ευτυχίας μέσα στον πόνο αυτό, που καλείται ζωή. Είναι «συνείδηση», «μήτρα και «αποθετήριο» ζωής. «Γεννά» και «σκοτώνει» το σκεπτικό μας «γίγνεσθαι». Είναι μια «αστροφεγγιά» που «φεύγει» και «έρχεται» ξανά και ξανά. Κρύβεται» σαν παιδί πίσω από το «υποσυνείδητο» μιας «ακατάλληλης» ύπαρξης. Το ατελέσφορο και άσκοπο αυτής της μικρής μας ζωής συνοψίζεται σε αυτήν. Ένας έφηβος που θέλει να μεγαλώσει, αλλά παραμένει παιδί για πάντα.
Έτσι, ο άνθρωπος είναι ένα τρεμάμενο ον απέναντι στο φως της ζωής. Ένα πλάσμα «γεμάτο» ελλείψεις, αλλά πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη. Μια ψυχή που παλεύει με την ατέλεια της μπροστά στην αθανασία. «Άνθρωπος» είναι εκείνο το πλάσμα «γεμάτο» καταχρήσεις και πάθη, εξαρτώμενο από την ύλη για να αντέξει τον πόνο. Ζούμε σε ένα κόσμο «γεμάτο» δαίμονες, που «κατασπαράζουν» το είναι μας. Ένας «αργός» και «βίαιος» θάνατος μέσα σε μια ζωή ψευδαίσθησης. Ζούμε με το φόβο του θανάτου και την ελπίδα μιας «στρεβλής» αθανασίας. Γινόμαστε έρμαια του «μισού» που είμαστε, γιατί δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε το «όλο». Γινόμαστε χίλια κομμάτια για χάρη μιας άλλης ζωής που δεν «έρχεται». «Βάζουμε» το τώρα στο περιθώριο, «περιγελώντας» το. Νομίζουμε ότι η ζωή είναι μια αιωνιότητα, ενώ, είναι μια στιγμή που «φεύγει».
Και ξαφνικά, μέσα από την «πίκρα» των παθών φτάνουμε στο κατώφλι του θανάτου, ένα τέλος, δηλαδή, προδιαγεγραμμένο πριν τη γέννηση μας. Και αναρωτιόμαστε «Τι εστί άνθρωπος;». Είναι ένα πλάσμα, χίλιες ανάγκες, μια φωνή που δεν βγαίνει. Ως άνθρωποι είμαστε αμίλητοι σαν τις σταγόνες της βροχής, αδύναμοι να χορέψουμε ένα τανγκό με τα αστέρια. Έχουμε πάθη, ανάγκες για μια δυστυχία που ονομάζουμε ευτυχία. Λέμε είμαστε ευτυχισμένοι, μα κανείς μας δεν παρατηρεί τα «αιμάτινα δάκρυα» της καρδιάς μας. Ένα παιδάκι που κρύβεται στα σπλάχνα μας και εμείς το κακομεταχειριζόμαστε δίχως αύριο. Πτώση είναι εκείνη η στιγμή που «γκρεμίζεται» ένας κατά τα άλλα «αψεγάδιαστος» και «ευτυχισμένος» κόσμος σαν συντρίμμια μιας ανάμνησης μιας άλλης εποχής. Γινόμαστε κομμάτια μιας πάλης του έσω-έξω και τραγικοί πρωταγωνιστές μιας σάτιρας που λέγεται «ζωή». Γινόμαστε θλιμμένοι μέσα σε ένα «χρυσό» κλουβί από τη δύναμη των παθών. «Ζήστε ελεύθερα και για την στιγμή που θα γίνει ανάμνηση και θα «γκρεμίσει» το πάθος». Δημιουργούμε μια κόλαση επί γης στο όνομα ενός «ανεκπλήρωτου» ονείρου, ενώ, δίπλα μας είναι ο παράδεισος που τόσο λαχταράμε. Είμαστε «ταξιδιάρικα» και «διαβατάρικα πουλιά» μπροστά στο αιώνιο κάτω από την «αγκάλη» του ουρανού, διότι αυτή είναι η μοίρα μας.
Ο θάνατος είναι η φυγή από το τετριμμένο της ζωής. Είναι το «τελευταίο τανγκό» ενός αστεριού που «σβήνει» κάτω από την «ανάσα» του ουρανού. Είναι το «ύστατο χαίρε» στο χώμα που μας «έφερε» στη ζωή και το «ύστατο αγαπάτε» για το υλικό που μας «χάρισε» τα συναισθήματα και το ψευδές των αναμνήσεων. Είναι μια πορεία πάθους που «ψάχνει» απεγνωσμένα τη «λύτρωση» από τα δεινά του κόσμου. Είναι το «ύστατο χαίρε» σε μια τραγωδία που είμαστε πρωταγωνιστές και το «ύστατο φιλί της ζωής» προς μια προδιαγραφή τέλους. Είναι ένα «σύμπλεγμα» της χρονικής ροής τριών διαστάσεων (παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος) και μια διαφυγή από την ροή των «δύστυχων» γεγονότων. Ζούμε για λίγο, μα τόσο μόνοι, παρέα με τον θάνατο και εμείς θεατές, περιμένοντας ένα τέλος… «προδιαγεγραμμένο».