Της Ιωάννας Λογάρου,
Έπειτα από την επιτυχία της ταινίας X (2022), όπου μία ομάδα επιχειρηματιών που κατασκευάζουν πορνογραφικές ταινίες επισκέπτεται μία φάρμα για ένα πρότζεκτ και έρχεται αντιμέτωπη με τους επικίνδυνους οικοδεσπότες της, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ti West σκηνοθέτησε την ταινία Pearl στην οποία η νεαρή Pearl (την οποία υποδύεται η MiaGoth) βρίσκεται σε μία φάρμα στο Βόρειο Τέξας στο έτος 1918. Η φάρμα απέχει από τα πεδία μαχών της Ευρώπης. Ωστόσο, εμφανίστηκε μία παγκόσμια πανδημία γρίπης είχε ονομαστεί ισπανική γρίπη. Αποστασιοποιημένη από την κοινωνία η Pearl ονειρεύεται μία ζωή περιτριγυρισμένη από φώτα και δόξα, καθώς και αναγνώριση από τους υπολοίπους.
Ωστόσο, η ζωή στην φάρμα χαρακτηρίζεται από βαθιά καταπιεστικές ιδέες της μητέρας της, η οποία της επιτρέπει να ενασχολείται μόνο με τα ζώα της φάρμας και τη φροντίδα του παράλυτου πατέρα της. Αυτή η κατάσταση εγείρει προβληματισμούς γύρω από τη σκέψη του τί είναι ικανός να διαπράξει ένας άνθρωπος όταν η ζωή που οραματίζεται απέχει από την πραγματικότητα και καταλήγει στο να μένει ανικανοποίητος.
Η νεαρή Pearl εξαναγκάζεται από την αυστηρή και γερμανικής καταγωγής μητέρα της να εξυπηρετεί αποκλειστικά τις ανάγκες της οικογένειας και να περιμένει υπομονετικά τον σύζυγό της Howard από τον πόλεμο μέχρι να επιστρέψει. Από τις πρώτες, κιόλας, σκηνές αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα νοικοκυριό στα πρόθυρα της φτώχειας, όπου η μόνη ελπίδα για διατήρηση της φάρμας είναι η δουλειά της Pearl. Σε παρόμοιο κλίμα με την ταινία X, η πρωταγωνίστρια επιθυμεί να λάμψει σε μεγαλουπόλεις και να μετατραπεί σε διάσημη και επιτυχημένη χορεύτρια. Δεν ενδιαφέρεται για τα καθήκοντα της φάρμας και θέλει να απομακρυνθεί από τη μονοτονία της. Η μάχη της, ωστόσο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις φιλοδοξίες της θα δημιουργήσει μια εσωτερική πάλη στα συναισθήματα της Pearl, τα οποία οδηγούν στη βία.
Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως η Pearl βρίσκει ευχαρίστηση στο να θανατώνει ζώα της φάρμας και να κακοποιεί τον παράλυτο σε αναπηρικό καροτσάκι πατέρα της. Ανεξήγητα πίνει τη μορφίνη που προορίζεται για εκείνον και για να εξακριβώσει ότι έχει αισθήσεις βλέπουμε πως τσιμπάει το δάχτυλο του πατέρα της και αφού βλέπει ότι αυτός δεν αντιδρά, επιδιώκει να τον πνίξει μέχρι να κλάψει. Η θέληση της Pearl να φέρεται βίαια στους γύρω της ίσως να αποτελεί μία αντίδραση για το άγχος και την καταπίεση που της έχουν προκαλέσει οι γονείς της, απομακρύνοντάς της από όλα της τα όνειρα.
Οι μόνες στιγμές αγαλλίασης της Pearl επέρχονται όταν επισκέπτεται το τοπικό θέατρο που προβάλλει ταινίες πολεμικού περιεχομένου καθώς και χορευτικές επιδείξεις. Εκεί, γνωρίζει έναν γοητευτικό projectionist που αυτοαποκαλείται μποέμ. Έπειτα από μία συζήτηση που έχουν και παρατηρώντας την, τη συμβουλεύει να ζει και τη δική της ζωή και να μην το ξεχνά αυτό.
Η φράση αυτή φαίνεται να αποτέλεσε μεγάλο ερέθισμα για την Pearl στο να κυνηγήσει τα φιλόδοξα σχέδια της. Όταν η κουνιάδα της Mitzy κρυφά και πρόσχαρα της ανακοινώνει ότι ένα χορευτικό γκρουπ θα περάσει από την πόλη την επόμενη βδομάδα για οντισιόν, η Pearl σκέφτεται ότι αυτή είναι μία ευκαιρία να εκπληρώσει τα όνειρά της. Το να ταξιδεύει σε όλη την πολιτεία αποτελεί μία ιδανική κατάσταση, η οποία θα τη συμφιλιώσει με τον ευρύτερο κόσμο και θα την απαλλάξει από το αυστηρό περιβάλλον που βρίσκεται.
Ενώ αναπτύσσεται μία ερωτική έλξη ανάμεσα στην Pearl και στον projectionist, η συναναστροφή της με πολλούς χαρακτήρες θα την οδηγήσει σε μία συναισθηματική αστάθεια. Η χορευτική της επίδειξη αποτυγχάνει να λάβει την αναγνώριση που ανέμενε και έτσι η Pearl αγωνίζεται να προστατεύσει τον κόσμο της από την κατάρρευση.
Η ακαθόριστη ευχαρίστηση που λαμβάνει η Pearl σκοτώνοντας ακόμα περισσότερους ανθρώπους παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς φαίνεται να δικαιολογεί τον εαυτό της και τις πράξεις της. Δυσκολεύεται να οριοθετήσει την πολύπλευρη βία που ασκεί όσο βρίσκεται στη φάρμα, την προστατευτική εστία που αισθάνεται ελεύθερη να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο και αναδιπλώνεται στον εαυτό της. Όταν αποκτά την ευκαιρία να μοιραστεί τις σκέψεις της με ένα άλλο άτομο σε έναν μακροσκελή μονόλογο, τότε το μόνο που προκαλεί είναι φόβο και φυγή, οδηγώντας και πάλι το άτομο αυτό σε θάνατο.
Ακόμα και η αισθητική της ταινίας εξυπηρετεί τη διάθεση του σκηνοθέτη να σκιαγραφήσει έντονες καταστάσεις, για αυτό επιλέγει το κόκκινο χρώμα στην πλειοψηφία των σκηνών, καθώς και μπλε χαρακτηριστικό του ουρανού και ζωηρό πράσινο. Τα χρώματα είναι τόσο αντιφατικά και ζωντανά όπως και οι ακραίες συναισθηματικές διακυμάνσεις της Pearl. Πιθανώς οι γεμάτες χρώματα και ενέργεια σκηνές να προβάλλονται μέσα από τα μάτια της Pearl, η οποία ονειρεύεται έναν κόσμο που να μοιάζει με τη ζωντάνια μιας θεατρικής σκηνής.
Ο σκηνοθέτης μεριμνά στο να εστιάσουμε την προσοχή μας κυρίως στον κεντρικό χαρακτήρα και να αφουγκραστούμε το ψυχολογικό αδιέξοδο που βρίσκεται ένα καταπιεσμένο και απομονωμένο κορίτσι με επιθυμίες και όνειρα. Η διαφορετική συμπεριφορά που δείχνει η Pearl στους υπολοίπους σε σχέση με αυτή που βλέπουμε όταν είναι μόνη της αναδεικνύει τις συναισθηματικές ακρότητες που την χαρακτηρίζουν. Ακόμα και η σκηνή που η Pearl συνευρίσκεται ερωτικά με ένα σκιάχτρο δηλώνει την έμμεση αντίδρασή της στη φάρμα που την έχει καταπιέσει ακόμα και στον σεξουαλικό τομέα. Το σώμα της είναι το μόνο της εφόδιο να επιβληθεί στους γύρω της καθώς οι σκέψεις και τα θέλω της περιορίζονται συνεχώς. Οι πράξεις της δεν θέλει να είναι τυχαίες καθώς η αβεβαιότητα της δημιουργεί επιπλέον άγχος και σύγχυση για το μέλλον. Η σχεδόν τοξική της επιθυμία να τη θαυμάζουν συνδυάζεται με τη συναισθηματική της αστάθεια και γεννά την τάση για επιβολή, που για την Pearl μεταφράζεται σε βία.
Το ερώτημα που προκαλείται παρακολουθώντας τα συμβάντα της ταινίας είναι: Μπορεί ο άνθρωπος να μην ξεπερνά τα όρια και να διατηρεί τον έλεγχο σε ό,τι αντιμετωπίζει; Ενώ βλέποντας τους φόνους που διαπράττει η Pearl σκεφτόμαστε ότι είναι μία ασταμάτητη δολοφόνος, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ποια είναι πραγματικά η ψυχολογία ενός ανθρώπου που τα όνειρα του βυθίζονται και δεν έχει επιλογή στο να τα κυνηγήσει; Η τόσο έντονη εκδήλωση βίας δεν είναι αποδεκτή, όμως η ανάγκη ενός ανθρώπου να εκτιμάται από τους υπολοίπους και να έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει τη ζωή που εκείνος θέλει αποτελεί εξίσου αυτονόητο θεμέλιο μίας υγιούς κοινωνίας.
Μάλιστα, στα έργα του Αριστοτέλη παρατηρούμε έννοιες όπως η δύναμη που μπορεί να ερμηνευτεί ως δύναμη. Έπειτα, τονίζουμε τη δύναμη ως βία που συνδέεται με κατηγορίες της αναγκαιότητας και της δυνητικότητας. Ως δύο εξίσου δυνατές εκδοχές του τοποθετούνται η δυνητική δύναμη ως ικανότητα στο πλαίσιο της φύσης και η αναγκαιότητα στο πλαίσιο της φυσικότητας/δύναμης και της αφύσικης-βίας. Η αφύσικη φύση δημιουργεί ένα ον που βρίσκεται σε ανάγκη και συνδέεται με την αναγκαιότητα ως διαστρέβλωση του πραγματικού, φυσικού αγαθού, καταλαμβάνοντας την εξουσία. Προκαλείται έτσι μία μάχη μεταξύ δράσης (δύναμη) με αντί-δράση (βία) καθώς συγκρούονται η φυσική δύναμη και η σφετερισμένη δύναμη, δηλαδή η βία ως σφετερισμός της ίδιας της βούλησης.
Σε απάντηση, λοιπόν, των προηγούμενων ερωτήσεων, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι το απολύτως μη βίαιο στο παιχνίδι των δυνάμεων είναι μόνο ο Θεός, ο οποίος είναι ο πιο «απλός», «μια απλή δύναμη», «μια πρωταρχική κινητήρια δύναμη» και «μια πρωταρχική αιτία»: «Και η ζωή ανήκει επίσης στον Θεό, διότι η επικαιρότητα της σκέψης είναι ζωή, και ο Θεός είναι αυτή η επικαιρότητα. Λέμε, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι ένα ζωντανό, αληθινό ον και είναι η μη/απόλυτη βία».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Pearl (2022), imdb.com, διαθέσιμο εδώ
- The concept of violence in the philosophy of Aristotle, shs-conferences.org, διαθέσιμο εδώ