Της Χαράς Παπαϊωάννου,
Η Ελευσίνα, γενέτειρα του τραγικού ποιητή Αισχύλου και μυθικών ηρώων, υπήρξε γνωστή στην αρχαιότητα για τα Ελευσίνια Μυστήρια και τον μυστικισμό που έκρυβαν αυτά, αλλά και τη θρησκευτική της σημασία κατά τα παγανιστικά χρόνια στον ελλαδικό χώρο. Η πόλη συγκαταλέγεται ως μια εκ των πέντε σημαντικότερων ιερών πόλεων της Αρχαίας Ελλάδας για μια περίοδο 2.000 ετών (περίπου 1.600 π.Χ.-400 μ.Χ.), μαζί με τους Δελφούς, την Αθήνα, την Ολυμπία και τη Δήλο. Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Αδριανός, επισκέφτηκαν την Ελευσίνα, με σκοπό να μυηθούν στη λατρεία της θεάς Δήμητρας, να την προσκυνήσουν και να επισκεφτούν τον ναό της. Τα Ελευσίνια Μυστήρια που έως σήμερα φημίζονται ακριβώς για τον μυστικισμό που κρύβουν ως προς το τι γινόταν και τι λεγόταν κατά τη λατρεία της Δήμητρας και της κόρης της, Περσεφόνης, προσελκύουν το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων. Μόνο με υποθέσεις μπορούν, ωστόσο, να προσεγγίσουν τις τελετουργίες που γίνονταν, τις οποίες αν κάποιος αποκάλυπτε, τιμωρούνταν με θάνατο.
Ο συμβολισμός των μυστηρίων
Τα Ελευσίνια Μυστήρια αντικατοπτρίζουν την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και τον πόνο της μητέρας της, θεάς Δήμητρας, που την αναζητά. Η θεά, μεταμορφωμένη σε μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία μετέβη στην Ελευσίνα και έκατσε σε έναν βράχο κάτω από ένα ελαιόδεντρο να ξαποστάσει (αγέλαστος πέτρα), όπου εκεί την είδε ο Βασιλιάς Κελεός και του ζήτησε να της βρει ένα παιδί να προσέχει ως τροφός του. Εκείνος τη φιλοξένησε στο ανάκτορό του και την έκανε τροφό του παιδιού, Δημοφώντα. Η θεά ήπιε ένα μυστικής σύστασης ποτό, τον κυκεώνα, που υποθέτουν πως περιείχε κριθάρι, νερό, βότανα και τριμμένο τυρί. Με τη βοήθεια αυτού του ποτού, έπαψε να απέχει από την τροφή και άρχισε να ανατρέφει τον Δημοφώντα. Κάθε βράδυ έριχνε στη φωτιά το παιδί, προσπαθώντας να το κάνει αθάνατο, μέχρι που αυτό έγινε αντιληπτό από τη μητέρα του και αποτέλεσε την αιτία που ο Δημοφών δεν κατάφερε να αποκτήσει θεϊκή υπόσταση. Για να ευχαριστήσει τον Κελεό για τη φιλοξενία του και έχοντας γίνει πια αντιληπτή, του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της ως αντάλλαγμα, κάνοντας τον ιερέα της. Στους αυτόχθονες της πόλης δίδαξε τις μυστικές ιεροτελεστίες της και την τέχνη της καλλιέργειας γης, προτρέποντάς τους να χτίσουν και έναν ναό προς τιμήν της.
Ο Κελεός μαζί με τον Εύμολπο εδραίωσαν τη λατρεία της θεάς Δήμητρας. Οι συμμετέχοντες στα μυστήρια εικάζεται ότι έκαναν χρήση του κυκεώνα και πως αυτό προκαλούσε την έντονη κατάσταση την οποία βίωναν όσοι παρευρίσκονταν στον χώρο. Το ποτό περιείχε ένα κριθάρι, που πιθανότατα ήταν μολυσμένο από τον παρασιτικό μύκητα ερυσίβη, ο οποίος προκαλεί παρενέργειες παρόμοιες με όσα περιέγραφαν οι συμμετέχοντες.
Η αρχιτεκτονική του ναού της μητέρας θεάς
Το ιερό της Δήμητρας εντοπίστηκε νοτιοανατολικά της αρχαίας αγοράς. Αποτελείτο, μεταξύ άλλων, από τα μικρά προπύλαια που ήταν η εσωτερική είσοδος και τα μεγάλα προπύλαια που ήταν η κύρια είσοδος στον ναό. Χτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και ήταν αμφιπρόστυλο κτίσμα με ιωνικούς κίονες. Τα προπύλαια ήταν αφιερωμένα στη μητέρα θεά και την κόρη της (από τον ύπατο Άπτιο Κλαύδιο Πούλχρο το 54 π.Χ. που βρέθηκε στην πόλη και τα αναστήλωσε). Ο τελεστήριος χώρος έγινε με σχέδια του Ικτίνου και ήταν το μέρος που γίνονταν οι μυστικές ιεροτελεστίες. Είχε μαρμάρινη στέγη και ολοκληρώθηκε τον 6ο αιώνα με τη δημιουργία ενός περίβολου. Υπολογίζεται πως οι τοίχοι είχαν πάχος 0,48 μ. και η σύνδεση των λίθων έγινε με χρήση συνδέσμων διπλού «Τ». Η στοά του ιερού μας μαρτυρά την πιθανότατη επιθυμία των παρευρισκόμενων για προφύλαξη σε περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών ή και την ανάγκη τους για έναν πρόσθετο χώρο προσφορών στη θεά. Η στοά είχε μήκος 18,5 μ. και διαμορφωνόταν από μία κιονοστοιχία στη βόρεια πλευρά της, ενώ 8,90 μ. νότια και παράλληλα σε αυτήν ανορθώθηκε τοίχος. Φαίνεται ότι η στοά κατασκευάστηκε από Πεντελικό μάρμαρο και μάρμαρο Υμηττού, ενώ πιθανολογείται από τους ειδικούς πως ο ρυθμός της ήταν δωρικός.
Το τελεστήριο του ναού δημιουργήθηκε την περίοδο του Πεισίστρατου και στο εσωτερικό του βρέθηκαν δύο βωμοί θεών, χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για αυτούς. Η αυλή ήταν το σημείο συγκέντρωσης των πιστών κατά την άφιξή τους στο Ιερό. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, η αυλή, μήκους 65 μ. και πλάτους 40 μ., επιστρώθηκε με μεγάλες μαρμάρινες ορθογώνιες πλάκες και πλαισιώθηκε από μεγαλόπρεπα οικοδομήματα που όριζαν περιμετρικά την έκτασή της. Ήταν φτιαγμένη από επίχωση που στηριζόταν στα τείχη του περιβόλου, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από ελευσινιακούς λίθους και γύρω του υπήρχαν αγάλματα, κυρίως, ιερέων του ναού. Βόρεια του τελεστηρίου υπήρχε το Πλουτωνείο από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους και στους βράχους ανοίγονται τρεις σπηλιές.
Κοντά στην κεντρική σπηλιά εντοπίζονται τα θεμέλια του ναού από τον οποίο έχουν διαπιστωθεί δύο φάσεις ανοικοδόμησης. Η πρώτη εντοπίζεται στην αρχαϊκή εποχή και προκύπτει από την πολυγωνική τοιχοποιία. Σε αυτήν τη φάση, χρησιμοποιήθηκαν πλίνθοι, που αργότερα αντικαταστάθηκαν από πωρόλιθο, ενώ η θεμελίωση έγινε με χρήση ελευσινιακής πέτρας. Η δεύτερη φάση χρονολογείται στην κλασική περίοδο, κατά την οποία κατασκευάστηκαν τοίχοι στα βόρεια και ανατολικά του ναού. Ήταν ένας λατρευτικός ναός, πιθανώς δίστυλος. Τον 4ο αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκε περίβολος σε υπό κλίση έδαφος, απέναντι από τη σπηλαιώδη διαμόρφωση που οριοθετούσε το Πλουτωνείο μέσα στο ιερό. Η ύπαρξη του Πλουτωνείου στον ιερό ναό της Δήμητρας πιθανόν να δείχνει μία παράλληλη λατρεία του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, κατά τη διάρκεια της οποίας τα σπήλαια να χρησίμευαν στην τέλεσή της, συμβολίζοντας, ταυτόχρονα, τη μετάβαση της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο σύμφωνα με τον μύθο.
Στα τέλη του 6ου με αρχές 5ου αι. π.Χ. εντοπίζονται δύο ομόκεντροι δακτύλιοι κατασκευασμένοι από τοπικό λίθο της περιοχής, εκ των οποίων ο ένας λειτουργούσε ως βαλβίδα για την άντληση νερού. Εντοπίστηκαν τρεις είσοδοι πρόσβασης, που ίσως να συνδέονταν με κάποια λατρευτική τελετή που εμπεριεχόταν η άντληση νερού και απαιτείτο η προσκόμιση του σε κάποιο άλλο σημείο εντός του ναού. Οι 3 είσοδοι, ενδεχομένως, να υποδεικνύουν την ανάγκη προσέλευσης περισσότερων του ενός ατόμου ή κάποιο τελετουργικό στο οποίο ένα άτομο έπρεπε να ακολουθήσει μία πορεία που οριζόταν από τις 3 θύρες. Η κρήνη εξυπηρετούσε την ανάγκη των παρευρισκόμενων για εξαγνισμό, πριν προχωρήσουν στο εσωτερικό του ιερού. Σήμερα σώζεται από αυτήν ο πυθμένας της δεξαμενής σε σχήμα «Π», που είναι προσανατολισμένος προς την Αυλή, καθώς και το κρηπίδωμα από λευκό μάρμαρο με οκτώ λεκανοειδείς κοιλότητες στις οποίες έπεφτε το νερό από οκτώ κρουνούς. Ένα δεύτερο κρηπίδωμα από κυανό μάρμαρο διοχέτευε με αυλάκι το νερό σε κεντρικό αγωγό προς τα ανατολικά, έξω από τα τείχη. Η αναδομή είχε μαρμάρινη επένδυση και έφερε έξι μονολιθικούς αράβδωτους κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα. Ο αρχιτέκτονας Α. Ορλάνδος, ο οποίος πραγματοποίησε τη σχεδιαστική αναπαράσταση όλου του οικοδομήματος της Κρήνης, τόνισε την ομοιότητα των κιόνων με την εξωτερική όψη του οικοδομήματος της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και απέδωσε την κατασκευή της στον Αυτοκράτορα (117–138 μ.Χ.).
Βορειοδυτικά, εκτός του ναού της Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα, βρίσκεται η Εσχάρα. Ένας ιδιότυπος βωμός που χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Αποτελείται από μια τετράγωνη κατασκευή, βάθους 1,75 μ., με τοιχώματα από οπτοπλίνθους, που περιβάλλεται με χαμηλό πωρολιθικό στηθαίο. Στο δάπεδο της κατασκευής άναβε η φωτιά, ενώ σε μικρή προεξοχή, στο μέσο περίπου του ύψους των τοιχωμάτων, εδραζόταν μια μεταλλικού υλικού εσχάρα όπου τοποθετούνταν τα ζώα προς θυσία, κυρίως χοίροι που λόγω της γονιμότητάς τους αποτελούσαν τη συνήθη προσφορά στη θεά Δήμητρα.
Το Καλλίχορον Φρέαρ ή το ιερό πηγάδι της θεάς Δήμητρας σύμφωνα με τον μύθο, βρέθηκε βόρεια του Τελεστηρίου, κοντά στην είσοδο του ιερού και πλαισιωνόταν από τοίχο με πώρινη και πλίνθινη θεμελίωση. Εκεί τελούνταν από τις γυναίκες της Ελευσίνας χοροί, που αποτελούσαν μέρος των ιεροτελεστιών προς τιμήν της θεάς. Η κατασκευή χρονολογείται στα τέλη του 6ου–αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Σήμερα δεν είναι πλήρως ορατή λόγω των μεταγενέστερων κτισμάτων που οικοδομήθηκαν για τη διαμόρφωση της εισόδου του Ιερού κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (2ος αιώνας μ.Χ.). Το εσωτερικό του έχει επιμελημένη λίθινη επένδυση κατά το πολυγωνικό σύστημα και 6 μ βάθος. Το στόμιό του αποτελείται από δύο ομόκεντρους δακτυλίους κατασκευασμένους από γκριζογάλανο ελευσινιακό λίθο. Οι λίθοι συνδέονταν μεταξύ τους με μεταλλικούς συνδέσμους διπλού «Τ». Από τους δύο δακτυλίους του στομίου ο κατώτερος είχε διπλή λειτουργία, καθώς χρησίμευε ως αντλία νερού, αλλά και ως καθιστικός χώρος όπου πιθανόν οι κόρες τραγουδούσαν ύμνους λατρείας προς την θεά.
Αξιοσημείωτο στοιχείο αποτελεί και η Πομπική Οδός, η οποία ήταν η συνέχεια της Ιεράς Οδού εντός του Ιερού και οδηγούσε από τα Μικρά Προπύλαια στο Τελεστήριο. Ήταν επιστρωμένη με μάρμαρα από τους Ρωμαίους και γύρω της υπήρχαν αγάλματα σημαντικών προσώπων ή αφιερώματα. Το βουλευτήριο, στο οποίο συνεδρίαζε η Ιερά Γερουσία, αποτελείται από τρεις αίθουσες. Στην πρόσοψή του ήταν στημένες αναθηματικές στήλες προς τιμήν προσώπων που όσο ζούσαν είχαν προσφέρει υπηρεσίες στο Iερό. Λίγα μέτρα χαμηλότερα από την αυλή, βρίσκεται μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα του 2ου αιώνα μ.Χ., γνωστό ως Ρωμαϊκή Οικία. Πρόκειται για διώροφη πολυτελή οικία, η οποία αποτελεί μία από τις ιδιωτικές κατοικίες επιφανών προσώπων που κατασκευάστηκαν στους ρωμαϊκούς χρόνους εξωτερικά του Ιερού. Έχει διαστάσεις 26,50×13,50 μ. και αποτελείται από μικρά ορθογώνια δωμάτια, οργανωμένα γύρω από ένα τετράγωνο αίθριο (atrium) με μικρή μαρμάρινη δεξαμενή (impluvium) στο κέντρο και ψηφιδωτό δάπεδο.
Η «Ιερά Οικεία» θεωρείται υστερογεωμετρικό κτίσμα, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη λατρεία κάποιου ήρωα–προγόνου που κατοικούσε εκεί. Γι’ αυτό της δόθηκε αυτό το όνομα. Πιθανότατα ο τάφος που βρέθηκε ανατολικά της να ανήκε σε αυτό το πρόσωπο. Αποτελείται από μια σειρά δωματίων που έβλεπαν σε έναν διάδρομο με πλακόστρωτη αυλή μπροστά.
Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου της Ιεράς Οικίας, οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν ένα κτίριο, το οποίο μοιάζει τυπολογικά με τους χώρους λατρείας του Μίθρα (Μία θεότητα ινδοϊρανικής καταγωγής). Αποτέλεσε τη βασική φιγούρα μιας μυστικιστικής τελετής που επικρατούσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ.) και γι’ αυτό ονομάστηκε από τους ανασκαφείς Μιθραίο. Πρόκειται για ένα κατασκεύασμα που αποτελείται από ένα ορθογώνιο δωμάτιο με δύο μεγάλα επιμήκη κτιστά βάθρα στις μακρές πλευρές του, στα οποία οδηγούσαν μικρές κλίμακες. Στο βάθος του δωματίου, ήταν πιθανότατα τοποθετημένο το άγαλμα του θεού Μίθρα. Στην Ελευσίνα, ο τελευταίος Ιεροφάντης από τις Θεσπιές είχε τον βαθμό του Πατρός στα Μιθραϊκά Μυστήρια.
Επιπλέον, βρέθηκε το γυμνάσιο, ο βασικότερος χώρος άθλησης των νέων, που εντοπίζεται σε όλες τις αρχαίες πόλεις και Ιερά ανεξαιρέτως. Η αυλή ήταν ο χώρος άσκησης, ενώ τα πλευρικά δωμάτια που διέθετε χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία και ως χώρος προετοιμασίας των αθλητών. Τέλος, στις ανασκαφές βρέθηκαν και κάποια δημόσια κτίρια που, επίσης, χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους.
*Ευχαριστώ την αγαπημένη μου καθηγήτρια Κοντογιάννη Αργυρώ, η οποία μου παρέθεσε υλικό για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- 2023 ΕΛΕVΣΙΣ | European Capital of Culture, 2023eleusis.eu, Διαθέσιμο εδώ
- Δήμος Ελευσίνας, elefsina.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας, iart.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Καλλιόπη, Παπαγγελή & Ελένη-Άννα, Χλέπα: Οι Μεταμορφώσεις του Ελευσινιακού Τοπίου. Αρχαιότητες και Σύγχρονη Πόλη, Έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Ελευσίνας «Λεων. Κανελλόπουλος».
- Καλλιόπη, Παπαγγελή & Όλινκα, Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη: Ελευσίνα: το βλέμμα του επισκέπτη, Έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Ελευσίνας «Λεων. Κανελλόπουλος».
- Armande, Delatte (1955), Le Cycéon, breuvage rituel des mystères d’Éleusis, Paris: Belles Lettres.