Του Χρήστου Δημάκα,
Μπορεί ο θεσμός της προίκας να έχει καταργηθεί, ωστόσο αυτό φαίνεται να μην επηρεάζει τον Δήμο Μεγαρέων, ο οποίος αποφάσισε να δώσει προίκα σε νέες γυναίκες που κατοικούν μόνιμα σε αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, το ποσό της προικοδότησης που αγγίζει τα € 500 θα δοθεί σε 10 γυναίκες. Θα κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων γυναικών μετά την προσκόμιση της ληξιαρχικής πράξης γάμου. Δικαίωμα υποβολής αιτήσεων συμμετοχής έχουν γυναίκες χωρίς περιουσιακή κατάσταση, οι οποίες έχουν εισόδημα ετησίως έως € 5.712. Οι υποψήφιες θα πρέπει, επίσης, να είναι άγαμες κατά την αίτηση και ηλικίας 15-40 ετών (γεννηθείσες κατά τα έτη 1983-2008). Πληρουμένων των παραπάνω προϋποθέσεων, προτεραιότητα θα δοθεί στις ορφανές γυναίκες.
Ο Δήμος Αγράφων, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τις νέες οικογένειες, πήρε μέσα στη χρονιά την απόφαση να δώσει επίδομα € 1.500 (μετατροπή σε € 3.000 το 2024) στις μητέρες –δημότισσες Αγράφων– που γέννησαν το 2022. Επίσης, σύμφωνα με τον Δήμαρχο Αλέξη Καρδαμπίκη, προβλέπεται χρηματοδότηση για εξωσωματική γονιμοποίηση για τα παιδιά που θα γεννηθούν στον Δήμο.
Γιατί, όμως, οι Δήμοι καταφεύγουν σε μια τέτοια λύση; Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat του 2022, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά της Ε.Ε. μεγαλώνει τουλάχιστον ένα παιδί. Ειδικότερα, το 12,1% των νοικοκυριών στην Ε.Ε. περιλαμβάνει ένα παιδί, το 9,3% δύο παιδιά και μόνο στο 3% των νοικοκυριών της έχει 3 ή περισσότερα. Τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα παιδιά είναι το λιγότερο συνηθισμένο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Το ποσοστό τους μεταξύ όλων των νοικοκυριών με παιδιά κυμαίνεται από 22,3% στην Ιρλανδία, 21,2% στη Σουηδία και 19,0% στη Φινλανδία, έως 6,3% στην Πορτογαλία, 6,5% στη Βουλγαρία και 7,4% στην Ιταλία. Στην Ελλάδα, περίπου το 48% περιλαμβάνει ένα παιδί, το 35% δύο παιδιά και το 17% τρία παιδιά. Ο δείκτης ολικής γονιμότητας στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. H Ελλάδα παρουσιάζει το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη δημογραφική συρρίκνωση να θεωρείται κάτι παραπάνω από δεδομένη.
Αλληλένδετο με το πρόβλημα της υπογεννητικότητας είναι το φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης, το οποίο ορίζεται ως η αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων (δηλαδή όσων ατόμων είναι από 65 ετών και πάνω) στον συνολικό πληθυσμό. Ως γήρανση είναι σημαντικό να εννοηθεί η αύξηση των παραπάνω, η οποία μικραίνει την αναλογία των υπόλοιπων ηλικιών. Καθοριστικό ρόλο στην ένταση αυτού του προβλήματος έχει, επιπλέον, η χαμηλή γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1960 (κάτω από το όριο αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα τη μείωση των γεννήσεων και σε συνδυασμό με την αύξηση των θανάτων). Η μείωση της γεννητικότητας αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες γήρανσης ενός πληθυσμού, καθώς όσα λιγότερα παιδιά γεννιούνται, τόσο μεγαλώνει η αναλογία των ηλικιωμένων σε έναν πληθυσμό και σε συνδυασμό με τον υψηλό μέσο όρο προσδόκιμου ζωής –που σήμερα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 78,5 έτη για τους άνδρες και στα 83,7 για τις γυναίκες– επέρχεται η γήρανσή του.
Προχωρώντας στην εξέταση των ηλικιακών δεδομένων των πολιτών της Ε.Ε., σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το έτος 2017, διαπιστώνεται ότι στην πρώτη θέση με τους περισσότερους ηλικιωμένους βρίσκεται η Ιταλία, ενώ στην τελευταία το Λουξεμβούργο. Η δεύτερη πιο μεγάλη ηλικιακά χώρα στην Ε.Ε. είναι η Ελλάδα, καθώς για κάθε τρία άτομα σε παραγωγική ηλικία, αντιστοιχούσε ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών. Η παραπάνω έρευνα παρουσιάζει τη χώρα μας σε μία αρκετά δυσχερή θέση. Αν και 6 χρόνια μετά την έρευνα, η Ελλάδα φαίνεται να αντιμετωπίζει σημαντικό δημογραφικό πρόβλημα και σύμφωνα με τον καθηγητή Δημογραφίας Βύρωνα Κοτζαμάνη «Οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους και ταυτόχρονα ο πληθυσμός μας γηράσκει. Αν αυτό συνεχιστεί, που θα συνεχιστεί τις επόμενες τρεις δεκαετίες με διαφορετική ένταση, ο πληθυσμός μας θα μειωθεί και ταυτόχρονα θα είναι πιο γερασμένος, μετά από 20-30 χρόνια από ό,τι είναι σήμερα».
Όλα τα προαναφερθέντα επηρεάζουν κάθε πτυχή της κοινωνίας. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενεργή δημογραφική πολιτική, ούτε κάποια επιτελική δομή για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη μέτρων/αξιολόγησης των αποτελεσμάτων σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης ούτε ενημέρωση γύρω από τις δημογραφικές εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους. Επίσης, απουσιάζουν ερευνητικές δομές για τη μελέτη των πληθυσμιακών–δημογραφικών εξελίξεων και τη διατύπωση προτάσεων για τη λύση τους. Ένα ζωντανό παράδειγμα αποτελεί η συμμετοχή στους Δήμους. Όσοι έχουν επισκεφθεί δημοτικές συνεδριάσεις ή έχουν λάβει μέρος σε κάποια εκδήλωση τοπικού φορέα ή συλλόγου θα έχουν διαπιστώσει ότι ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων είναι τουλάχιστον πάνω από τα 40 έτη. Οι επιδοματικές πολιτικές (και η προίκα του Δήμου) θα έχουν στη χώρα περιορισμένη εμβέλεια και δεν θα αποδώσουν, παρά μόνον αν συνδυαστούν με σειρά μέτρων που θα έχουν ως στόχο τη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Το δημογραφικό πρέπει να αντιμετωπιστεί περισσότερο ως πρόκληση, παρά ως πρόβλημα. Και τούτο διότι η δημογραφική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα έχει διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, η οποία απαιτεί έναν ολικό επαναπροσδιορισμό της οργάνωσης τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας. Χρειάζεται να δοθεί έμφαση και «φωνή» στις συνέπειες που θα ακολουθήσουν και να αλλάξει η τρέχουσα κατάσταση μέσω εφαρμογής πολιτικών και μέτρων. Για την ακρίβεια, χρειάζεται αλλαγή της οπτικής, μια νέα νοοτροπία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες αυτές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, διαθέσιμο εδώ
- Τρεις Δήμοι που ξορκίζουν τον «εφιάλτη» της πληθυσμιακής γήρανσης, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ