14.6 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» (2023): Μία πρωτόγνωρη ωμότητα στο όνομα του...

«Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» (2023): Μία πρωτόγνωρη ωμότητα στο όνομα του χρήματος


Της Νικόλ Καστόρα,

Η νέα ταινία του Σκορσέζε, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, πολυσυζητήθηκε, για διαφορετικούς όμως λόγους από ό,τι έχουμε συνηθίσει στις προηγούμενες ταινίες της πληθωρικής του φιλμογραφίας. Ο Σκορσέζε εντάσσεται στους κορυφαίους σκηνοθέτες της εποχής μας, έχοντας επιδείξει πολλές ταινίες, οι οποίες επιβεβαιώνουν τις γνώσεις και τα ταλέντα του στον χώρο του κινηματογράφου.

Παρ’ όλα αυτά, το στυλ του, αν και αυθεντικό και με τη σφραγίδα του σκηνοθετικού συντηρητισμού (γενικά, κοντινά και σταθερά πλάνα, μεγάλα ονόματα ηθοποιών ως πρωταγωνιστές, αργός και στιβαρός ρυθμός), δεν ταιριάζει σε όλους τους θεατές. Με άλλα λόγια, δεν είναι ο σκηνοθέτης που θα αγγίξει τον καθένα. Μάς έχει συνηθίσει σε μία πιο ανδρική οπτική των πραγμάτων, καθώς οι πρωταγωνιστές του είναι κυρίως άνδρες. Αρκεί να θυμηθούμε μερικές από τις πιο γνωστές του ταινίες: Taxi driver”, “Casino”, “The Departed”, “Shutter island”, “The wolf of wall street”, “The Irishman. Επίσης, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο ως σήμα κατατεθέν του, καθώς προτιμάει και επιδιώκει την συνεργασία μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια.

Ωστόσο, έχει δημιουργήσει και ταινίες, οι οποίες αποτελούν εξαίρεση στο ακόλαστο, άσεμνο, τεχνοκρατικό και στερεοτυπικό του ύφος όπως: «To ρομάντζο εποχής» (‘‘The age of an innocence’’), το γλυκά αθώο κινούμενο σχέδιο «Ο καρχαριομάχος» και τη θρησκευτικού περιεχομένου χριστιανική ταινία ‘‘Silent’’. Σίγουρα, όμως, η φετινή του ταινία «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού», αποτελεί τομή τόσο στην αισθητική του ίδιου του σκηνοθέτη, όσο και των ταινιών γουέστερν-έγκλημα. Η ανάδειξη του θέματος, η ακραία ρεαλιστική αποτύπωση των δολοφονιών, η επιβλητικά αισθητή γυναικεία παρουσία και η αποτύπωση του καλού και του κακού μέσα από μία ολόκληρη κοινωνία και όχι μέσα από εξατομικευμένα πρόσωπα (κάτι εντελώς διαφορετικό από τη δομή των γουέστερν), την καθιστούν επίκαιρη και ενδιαφέρουσα.

Πηγή Εικόνας: Πανελλήνια Ένωση Κριτικών

Αρχικά, η ταινία αφηγείται μια αληθινή ιστορία, γεγονός το οποίο αυτομάτως ελκύει το κοινό να την παρακολουθήσει. Όσον αφορά την υπόθεση, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, όμως, η υπερβολικά ωμή αποτύπωση της ιστορίας, για το είδος της ταινίας, είναι σίγουρα κάτι πρωτόγνωρο για τα μάτια του θεατή. Το 1920, ο Έρνεστ Μπερκχάρτ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) επιστρέφοντας από τον πόλεμο, αποφασίζει να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με τον θείο του, Γουίλιαμ Χέιλ. Ο θείος του είναι αδίστακτος, αιμοδιψής και κυνικός, αφού το μόνο που του δίνει νόημα στη ζωή είναι το χρήμα και η εξουσία.

Έτσι, σαν «σύγχρονος νονός», έχοντας δημιουργήσει μία ανελέητη συμμορία, η οποία εκτελεί κάθε του εντολή στο όνομα του χρήματος, χωρίς να αμαυρωθεί το δικό του όνομα φυσικά, έχει «κυβερνήσει» την πλούσια σε μαύρο χρυσό γη των Όσειτζ (φυλή των ινδιάνων). Ο Χέιλ προτείνει στον ανιψιό του να ενταχθεί στην ομάδα του, κάνοντάς του στην αρχή της ταινίας, την εξής ερώτηση: «Σου αρέσουν οι γυναίκες και το χρήμα;» και ο Έρνεστ απαντάει με αλαζονικό ύφος: «Μα φυσικά είναι όλη μου η ζωή». Από την απάντησή του αυτή, κατανοούμε αρχικά πως ο Έρνεστ με κλειστά μάτια θα ενταχθεί στη συμμορία, αλλά και ταυτοχρόνως το ποιόν του χαρακτήρα του: Άνθρωπος φιλάργυρος, χωρίς ηθικούς φραγμούς, πιόνι της απληστίας.

Κάποια στιγμή θα γνωρίσει τη Μόλι, μία πλούσια ιθαγενή με τεράστια περιουσία και όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, θαμπώνεται από τα πλούτη και τη ζωή που ονειρεύεται δίπλα της, γι’ αυτό και παντρεύονται, ενώ προμηνύεται η ζοφερή συνέχεια με την πιο χαρακτηριστική φράση της ταινίας: «Η απληστία οδηγεί στο αίμα». Ξαφνικά, με ανεξήγητο τρόπο ξεκληρίζονται όλες οι γυναίκες της οικογένειας της Μόλι με φρικιαστικό και κτηνώδη τρόπο. Έτσι, όλη η περιουσία πηγαίνει στα χέρια της, ενώ η ίδια κινδυνεύει να χάσει τη ζωή της, καθώς είναι διαβητική. Ο μόνος που βρίσκεται δίπλα της ανιδιοτελώς είναι ο Έρνεστ, ο οποίος τη φροντίζει και μεγαλώνει τα παιδιά που με τόση αγάπη της έχει χαρίσει. Η Μόλι τον υπεραγαπά και στηρίζεται πάνω του, γι’ αυτό και ξεκινούν μαζί να ανακαλύψουν τον δολοφόνο της μητέρας της και των αδελφών της. Μήπως, όμως, μόλις λάμψει η αλήθεια, θα γκρεμιστεί και όλη η ζωή της Μόλι;

Πηγή Εικόνας: filmy.gr

Όσον αφορά τις ερμηνείες, αναπάντεχα την παράσταση δεν κλέβει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, καθώς ο ρόλος του δεν υπερέχει έναντι των άλλων, όπως μάς έχει συνηθίσει στο παρελθόν ο Σκορσέζε, αλλά αντιθέτως είναι πιο «διακοσμητικός». Φυσικά, υποδύεται δυναμικά και τελείως επαγγελματικά τον ρόλο του, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά τις υποκριτικές του ικανότητες. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος του Έρνεστ είναι πιο χλιαρός, αφού άλλωστε πρόκειται για το πιόνι που χειραγωγείται και εν τέλει μετατρέπεται σε θύτη. Η υποκριτική του τις στιγμές της δίκης είναι εξαιρετική και αποτυπώνει επακριβώς τη σύγχυση του ανθρώπου, όταν πνίγεται στις τύψεις και συνειδητοποιεί τις συνέπειες των πράξεών του.

Πηγή Εικόνας: gilmy.gr

Εκείνη βέβαια που κλέβει την παράσταση σε όλη την ταινία είναι η Λίλι Γκλαντστόουν, η οποία υποδύεται την Μόλι. Η καλοσύνη, η μακροθυμία, η υπομονή και η αντοχή της στις δοκιμασίες αποτυπώνονται άρτια. Επιπροσθέτως, ο χαρακτήρας της μάς δίνει κουράγιο και μας επιβεβαιώνει πως δεν νικάει το κακό, όσο δυνατό και να είναι, αλλά αντίθετα στο τέλος κυριαρχεί η γενναιότητα και η καλοσύνη. Όσο για τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ό,τι και να ειπωθεί είναι λίγο! Το μεγαλείο του φαίνεται από το πιο μικρό νεύμα μέχρι το πιο εκδηλωτικό ξέσπασμα. Γι’ αυτό και δικαίως αποκαλείται ως ένα από τα «αιώνια τέρατα» του σινεμά. Επίσης, ο Μπρένταν Φρέιζερ, αν και φαίνεται πως τα δίνει όλα στην ερμηνεία του δικηγόρου, που υποδύεται, οι επιτονισμοί της φωνής του και οι εκρηκτικές του χειρονομίες παραπέμπουν και επαναλαμβάνουν αυτόματα τον περσινό του ρόλο στην ταινία «Φάλαινα», η οποία και του έδωσε το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου.

Πηγή Εικόνας: filmy.gr

Τέλος, ο τρόπος που επιλέγει να κλείσει ο Σκορσέζε την ταινία του δεν συνάδει με το ύφος και τη δραματικότητα της πλοκής, αφού αφηγείται το τέλος της ιστορίας μέσα από ένα τηλεοπτικό σόου υπό τη μουσική υπόκρουση μίας μπάντας. Παρόλο, που στα μάτια μας φαίνεται άστοχο το σκηνικό, κατανοούμε πως ο Σκορσέζε θέλει να αφήσει τη δική του αλλόκοτη σφραγίδα (πράγμα που έχει ξανακάνει) στο τέλος της ταινίας. Μπορεί η διάρκεια να είναι 3,5 ώρες, όμως αξίζει να τη δείτε, γιατί δεν θα προβληματιστείτε μόνο για το τι άνθρωποι θέλετε να γίνετε, αλλά ταυτοχρόνως θα κληθείτε να αναγνωρίσετε «ποιοι είναι οι δικοί σας λύκοι στη φωτογραφία» σε μία εποχή που μαστίζεται από αλλοτρίωση, βιαιότητα και αυταρχικότητα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» κριτική, cityportal.gr, διαθέσιμο εδώ 
  • Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού (killers of the Flower Moon) – new trailer, youtube.com, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικόλ Καστόρα
Νικόλ Καστόρα
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπουδάζει Φιλολογία στο Ε.Κ.Π.Α., κατεύθυνση ΜΝΕΦ. Γνωρίζει αγγλικά και ισπανικά. Ασχολείται με τη συγγραφή. Ο κινηματογράφος είναι το πάθος της, για αυτό και είναι μέλος του κινηματογραφικού τομέα του Π.Ο.Φ.Π.Α., στα πλαίσια του οποίου ασχολείται με τη σκηνοθεσία και το σενάριο.