Της Εμμανουέλας Σουφαλιδάκη,
Καθημερινά γινόμαστε δέκτες –και στη χειρότερη των περιπτώσεων πομποί– πολλών κακόβουλων ή και υβριστικών σχολίων τόσο κάτω από τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και σε στιγμιότυπα της δια ζώσης καθημερινής πραγματικότητας. Αν κάποιος από τους θιγόμενους προσπαθούσε να απαντήσει –ενδεχομένως στον ίδιο τόνο και ένταση– στα σχόλια αυτά, οι αντιδράσεις θα περιορίζονταν στα εντελώς κοινότυπα «μα καλά ούτε τη γνώμη μας δεν μπορούμε να λέμε πια», «έχω δικαίωμα να εκφράζομαι ελεύθερα» ή στα άμεσα «είστε υπερβολικοί», «είστε εύθικτοι». Αυτή η αρνητικότητα που «συναντάται» διάχυτη πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις ψηφιακές πλατφόρμες γενικότερα καταλήγει σε έναν «αέναο» κύκλο ανταλλαγής προσβλητικών εκφράσεων, που όταν αυτό πλέον παγιοποιηθεί θα μας χαρακτηρίζει, δυστυχώς, και ως κοινωνία.
Αυτό, λοιπόν, που επικαλούνται –άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια– οι χρήστες του διαδικτύου προκειμένου να δικαιολογήσουν τις άκομψες θέσεις τους, δεν είναι άλλο από το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης ή της έκφρασης. Πρόκειται για δικαίωμα του οποίου οι ρίζες «εντοπίζονται» στην αρχαία Αθήνα και πολύ περισσότερο στην αρχαία ρωμαϊκή αγορά. Ωστόσο, επισήμως κατοχυρώθηκε σε διεθνείς συμφωνίες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 19 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. (Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα). Στο ίδιο προβλέπεται ότι «κάθε πρόσωπο θα έχει το δικαίωμα της γνώμης χωρίς παρεμβάσεις» και ότι «ο καθένας θα έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.» Ασφαλώς, πρόκειται για ένα σπουδαίο δικαίωμα όλων των ανθρώπων, χωρίς το οποίο δεν θα σημειωνόταν αλλαγή και πρόοδος.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται συχνά από την ελληνική κοινωνία είναι ότι το δικαίωμα αυτό υπόκειται –και ορθώς– σε κάποιους περιορισμούς. Παραδείγματα περιπτώσεων που τέτοιοι περιορισμοί καλό είναι να τίθενται, είναι όταν ο λόγος περιλαμβάνει ρητορική μίσους, συκοφαντία, βωμολοχία και δυσφήμιση. Ακόμα, αυτοί οι περιορισμοί είναι δυνατόν να συνδέονται με την προστασία άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της υπόληψης, αλλά και το δικαίωμα στη λήθη (δικαίωμα διαγραφής προσωπικών δεδομένων που το υποκείμενο δεν επιθυμεί να υπάρχουν στον ψηφιακό κόσμο και να «επιβιώνουν» στο διηνεκές). Άλλες θεωρίες δίνουν έμφαση στους περιορισμούς του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και αποτύπωσης γνωμών, όταν αυτό συγκρούεται με την αρχή της προσβολής και την αρχή της βλάβης. Οι αρχές αυτές επιτάσσουν κάθε περιορισμό της γνώμης κάποιου, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί αποσκοπούν στην αποτροπή βλάβης ή σοβαρής και αντικειμενικής προσβολής κάποιου άλλου, τρίτου προσώπου.
Όλοι οι παραπάνω περιορισμοί μπορούν να γίνουν κατανοητοί σε τέτοιον βαθμό που να εφαρμόζονται αυθόρμητα, εφόσον όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιήσουν ως εφόδιο την ενσυναίσθηση. Πρόκειται για την ικανότητα ενός ατόμου να ταυτίζεται συναισθηματικά με τη ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου και να μπορεί να καταλάβει βάσει αυτού τη συμπεριφορά του. Αναλυτικότερα, είναι η συνθήκη κατά την οποία ένα άτομο μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, να φορέσει τα δικά του παπούτσια –κατά την ελληνική μετάφραση της αγγλικής έκφρασης “put yourself in my shoes”– και με μια λέξη και να τον ενσυναισθανθεί. Εντούτοις, οι άνθρωποι συνηθίζουν να κρίνουν και πολύ περισσότερο δε να κατακρίνουν βασιζόμενοι στο απολύτως προφανές και επιφανειακό: μια εικόνα, ένα βίντεο μερικών δευτερολέπτων ή μια λεζάντα. Βέβαια, μια τέτοια τακτική φέρει ως αποτέλεσμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μετατρέπονται σε μέσα ανταλλαγής κακεντρεχειών και προσβλητικών για τον συνάνθρωπο «γνωμών».
Πόσο πιο συμπεριληπτική και αλληλέγγυα θα ήταν η κοινωνία μας, άραγε, αν ο καθένας προτού αφήσει το «καλοπροαίρετο» σχόλιο του προσπαθούσε πρώτα να αντιληφθεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεργεί κάποιος ή ακόμα και να φανταστεί τα συναισθήματα του; Καλό θα ήταν δηλαδή να κάναμε ένα βήμα πίσω και χωρίς να καταστρατηγήσουμε το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, απλώς να παρατηρήσουμε τον διπλανό μας –ή τον διαδικτυακό φίλο μας– και να «εμβαθύνουμε» στη σημασία των προσωπικών του νοημάτων και αισθημάτων. Απώτατος στόχος τίθεται, λοιπόν, η διαμόρφωση μιας κοινωνίας με λίγη περισσότερη συμπόνια, λίγη περισσότερη αποδοχή και λίγη περισσότερη τελικά ενσυναίσθηση. Την ιδέα για τη θεματική αυτού του άρθρου μου την έδωσε η παιδική μου φίλη, που όταν –σε μια από τις αφηρημένες συζητήσεις μας– τη ρώτησα ποια σούπερ δύναμη θα μοίραζε σε όλους τους ανθρώπους… διάλεξε αυτή της ενσυναίσθησης. Συμφωνώ μαζί της!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ