Του Ναπολέοντα Γρίβα,
Διανύοντας την αγωνιστική περίοδο 2023-2024 σίγουρα αίσθηση έχει προκαλέσει η -μετά από πολλά χρόνια- αξιόλογη πορεία των εκπροσώπων της χώρας μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ να έχουν ήδη σημειώσει μεγάλες νίκες κόντρας , σε διόλου αμελητέας δυναμικής , ομάδες! Μπορεί τις «Μεγάλες» αυτές Πέμπτες να υποστηρίζουμε την Ελλάδα, για τη διασφάλιση των εκτός συνόρων συμφερόντων της, όμως ποιο είναι πραγματικά το κλίμα που επικρατεί στα ενδότερά της;
Φυσικά, ένα τέτοιας φύσεως ερώτημα μόνο ρητορική χροιά μπορεί να φέρει, δεδομένου ότι η τοξικότητα που διέπει το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι διαχρονική και τα προβλήματα που το κυριεύουν τα ίδια, ωστόσο παραμένουν άλυτα με την πάροδο των ετών. Κοινός παρονομαστής όλων αποτελεί, δυστυχώς, η στάση συμβιβασμού που φαίνεται να τηρούμε στις περισσότερες περιπτώσεις, αποδεχόμενοι έμμεσα την κατάσταση αυτή, σε ένδειξη αδυναμίας για την εύρεση αποτελεσματικής λύσης. Για παράδειγμα, έχουμε αποδεχτεί και θεωρούμε ως κάτι το φυσιολογικό το γεγονός πως ένα ΄΄ντέρμπι΄΄ μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού διεξάγεται εν τη απουσία οπαδών του φιλοξενούμενου. Η αδυναμία, ενδεχομένως, της Ελληνικής Αστυνομίας δεν μπορεί να εγγυηθεί την καταστολή οποιασδήποτε συμπλοκής ή άλλων επεισοδίων μεταξύ οπαδών των δύο ομάδων, λειτουργεί ως επικύρωση της αναγκαιότητας ισχύος αυτού του μέτρου. Σίγουρα, η ασφάλεια των οπαδών είναι ιθύνουσας σημασίας, ωστόσο χωρίς να θέλω να σας στενοχωρήσω είμαστε και η μόνη χώρα σε σχέση με τις ποδοσφαιρικά προηγμένες, όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και στις χώρες αυτές όχι απλά παρευρίσκονται οπαδοί των φιλοξενουμένων, αλλά συχνά βρίσκονται και μαζί με αυτούς των γηπεδούχων, χωρίς να προκύπτει το παραμικρό πρόβλημα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα.
Ωστόσο, ρεαλιστικά, θα ήταν ποτέ δυνατή, σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, η παρουσία οπαδών και των δύο ομάδων, όταν, όπως φάνηκε, δεν μπορεί να διασφαλιστεί η υγεία και η ασφάλεια των ίδιων των αθλητών; Πρόσφατα είδαμε ρίψη κροτίδας πλησίον αθλητή, η οποία επέφερε και τον τραυματισμό του και δυσφήμισε το ελληνικό ποδόσφαιρο, καθώς το σοκαριστικό αυτό γεγονός αποτέλεσε το πρωτοσέλιδο της επόμενης ημέρας πολλών έγκριτων διεθνών εφημερίδων. Η αντιμετώπιση και οι διαστάσεις που το περιστατικό αυτό, χάριν των μεροληπτικών δημοσιογράφων, έλαβε, μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο, παρά με μία ώριμη προσέγγιση που να συνάδει με την κρισιμότητα της κατάστασης, η οποία απαιτούσε τη ρητή κατακεραύνωσή της.
Όταν αντικείμενο συζήτησης και, κατ’ επέκταση, διαφωνίας γίνεται το εάν το σημείο όπου εξεράγη η κροτίδα ήταν κοντά στον αθλητή, ώστε να δικαιολογήσει τον τραυματισμό του και όχι το πώς είναι δυνατόν κάποιος έχοντας ελεγχθεί από την Αστυνομία κατά την είσοδό του στη θύρα να φέρει τέτοιες ουσίες, αναδεικνύεται έντονα η τοξικότητα που κυριαρχεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δυστυχώς, αρκετοί αθλητικοί δημοσιογράφοι -και μάλιστα γνωστοί στο ευρύ κοινό- δεν τηρούν τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προπαγανδίζοντας υπέρ της ομάδας τους με τις απόψεις που εκφράζουν, οι οποίες συχνά ταυτίζονται πολύ περισσότερο με αυτό που οι οπαδοί της ομάδας τους θα ήθελαν να ακούσουν, παρά με την πραγματικότητα. Απόρροια αυτού είναι ο φανατισμός που σπέρνουν, συμβάλλοντας, άθελά τους, στην εκδήλωση οπαδικής βίας, η οποία γνωρίζει έξαρση στις μέρες μας και, δυστυχώς, εξαιτίας της έχουμε θρηνήσει και νεκρούς…
Γίνεται λόγος, αρχής γενομένης από τους δημοσιογράφους και τους παράγοντες των ομάδων, για ενδεχόμενη διαφθορά του πρωταθλήματος με την ομάδα που αισθάνεται «αδικημένη» να διαφέρει κάθε αγωνιστική. Οι διαρκείς τοποθετήσεις από πληθώρα ομάδων, ανά τα χρόνια, περί ύπαρξης μεροληπτικής διαιτησίας εξαιτίας της παρουσίας Ελλήνων διαιτητών αποτελούσε ένα μείζον ζήτημα για την εξυγίανση, λέμε τώρα, του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και όταν πριν από περίπου τρία χρόνια αποφασίστηκε από κοινού η διεξαγωγή των ντέρμπι παρουσία ξένου διαιτητή, όλοι πίστεψαν πως η ΕΠΟ θα είχε να διαχειριστεί ένα πρόβλημα λιγότερο. Παρότι στην αρχή οι μόνιμες διαμαρτυρίες, δικαίως ή μη, γύρω από τη διαιτησία κόπασαν και φάνηκαν να ανήκουν μια για πάντα στο παρελθόν, ορισμένες ομολογουμένως κακές διαιτησίες έφεραν εκ νέου το πρόβλημα αυτό στο προσκήνιο. Υπήρξαμε θεατές σε διαιτησίες το ελάχιστο τραγικές που αλλοίωσαν αποτελέσματα και διαμόρφωσαν καταστάσεις, σε σημείο που, πιθανώς, να ετίθετο σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του διαιτητή, αν ήταν Έλληνας.
Ωστόσο, είναι, πλέον, σαφές πως το μόνο που παρέχουν οι ξένοι διαιτητές είναι… το εχέγγυο της οπαδικής ουδετερότητας, καθώς, προσωπικά, αμφιβάλω για τη διαιτητική υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων. Και τελικά τι καταφέραμε; Η λανθασμένη απόφαση ενός ξένου και συχνά αμφιβόλου ποιότητος και εμπειρίας διαιτητή να θεωρείται ως ανθρώπινο λάθος που «συμβαίνει», ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση ο Έλληνας θεωρείται διεφθαρμένος και οπαδός της αντίπαλης ομάδας. Περιττά τα περαιτέρω σχόλια, οι σκέψεις δικές σας…
Βέβαια, η συγκαταβατική στάση αναγκάζεται να τηρεί η ΕΠΟ, επιδιώκοντας, σαφώς, να κατευνάσει τα πνεύματα έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με ορισμένες της ενέργειες που έγιναν αντικείμενο κριτικής από τους Έλληνες ποδοσφαιρόφιλους. Αφήνοντας πίσω τον οπαδισμό του ελληνικού πρωταθλήματος, είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν και σε επίπεδο Εθνικής Ομάδας δύο περιστατικά που μόνο κολακευτικά δεν μπορούν να θεωρηθούν για την ΕΠΟ. Αναλυτικότερα, οι αρμόδιοι φάνηκε πως… δεν γνώριζαν τον κανονισμό για το όριο καρτών, ο οποίος προβλέπει πως όταν ένας ποδοσφαιριστής συμπληρώσει τρεις κίτρινες κάρτες, να χάνει τον επόμενο αγώνα, δεδομένου ότι οι Τσιμίκας, Μάνταλος, Κουρμπέλης και Σιώπης που είχαν συμπληρώσει δύο θεωρήθηκαν «τιμωρημένοι» και απουσίασαν από τον αγώνα κόντρα στο Γιβραλτάρ. Και αν το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη δυναμική του αντιπάλου προσδίδουν έναν κωμικό χαρακτήρα στην όλη κατάσταση, τα νεότερα που ήρθαν στο φως της επικαιρότητας μόνο ως τέτοια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν!
Σύμφωνα με τον προπονητή της Εθνικής μας Ομάδας, Gustavo Poyet, ο συνεργάτης του παραμένει εδώ και 8 μήνες απλήρωτος από την ΕΠΟ, κάτι το οποίο έχει προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια τόσο στον προπονητή μας όσο και στο τεχνικό του επιτελείο. Και όλ’ αυτά σε έναν προπονητή που έχει μεταμορφώσει την Εθνική Ομάδα και μας έχει κάνει να πιστέψουμε πως η Ελλάδα θα αγωνίζεται τον Ιούνιο στο Euro της Γερμανίας. Η απαράδεκτη αυτή στάση της Ομοσπονδίας, η οποία δεν στηρίζει και κυρίως δείχνει να μην σέβεται έναν προπονητή που έχει προσφέρει τόσα πολλά, νομίζω αντικατοπτρίζει αρκετά παραστατικά τη σωρεία των προβλημάτων, που το άθλημα υφίσταται. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας, πραγματικά!
Σε τελική ανάλυση, μοιάζει απ’ όλες τις πλευρές να γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα προβλήματα που μαστίζουν το ελληνικό ποδόσφαιρο, ωστόσο είναι δεδομένο πως όσο η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους εκλείπει, θα συνεχίσουν αραιά και πού να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αντί να αγωνιούμε τις Πέμπτες για τη θέση της χώρας μας στο Ranking της Uefa, θα ήταν πιο εύλογο να αγχωνόμασταν για το επίπεδο του πρωταθλήματός μας, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίον τα προβλήματα που το διέπουν θα επιλυθούν. Ας σταματήσουμε λοιπόν να γινόμαστε, μέχρι και στο ποδόσφαιρο, ως χώρα παγκοσμίως ρεζίλι, φτάνει πια!