Του Νίκου Αντωνάκη,
Στο δίκαιο της αποζημίωσης επικρατεί η αρχή ότι ο ζημιώσας οφείλει να αποκαταστήσει ολόκληρη τη ζημία που προξένησε παράνομα στον παθόντα, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη του πρώτου και να οφείλεται, όπου προϋποτίθεται υποκειμενική ευθύνη, στην αποκλειστική του υπαιτιότητα (συναφώς, ΑΚ 914). Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται ο σκοπός της αστικής ευθύνης προς αποζημίωση, που δεν είναι άλλος από την αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος μέσα σε δίκαια πλαίσια. Ακριβώς αυτό το τελευταίο στοιχείο της δίκαιης κατανομής της ζημίας εμφανίζεται πιο περίπλοκο, όταν η ζημία του παθόντος δεν οφείλεται μόνο σε πράξη ή παράλειψη του ζημιώσαντος, αλλά και σε δικό του, «οικείο» πταίσμα (ΑΚ 300).
Για παράδειγμα, κατά την εγκατάσταση από τον πωλητή ενός ψυγείου στο σπίτι του αγοραστή, το τελευταίο εξερράγη, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή αυτού αλλά και άλλων επίπλων του αγοραστή και στον συνακόλουθο τραυματισμό των δύο συμβαλλομένων. Λίγο αργότερα αποδεικνύεται ότι η έκρηξη οφειλόταν ναι μεν σε ελαττωματική εγκατάσταση του ψυγείου από τον πωλητή, πλην όμως ο αγοραστής είχε ξεχάσει να ενημερώσει τον πρώτο ότι στο σημείο εκείνο υπήρχαν διαρροές από σωλήνες στον τοίχο, γεγονός που συνέβαλε, επίσης, στην παραπάνω έκρηξη. Εδώ, συνεπώς, ερωτάται, αν ο πωλητής οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία του αγοραστή ή όχι, ή αν σε κάθε περίπτωση θα οφείλει ελαττωμένη και όχι πλήρη αποζημίωση.
Ελλείψει ειδικότερης διάταξης, τα κριτήρια για τον δίκαιο επιμερισμό της ζημίας θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με προσφυγή στις ΑΚ 281 και ΑΚ 288. Ωστόσο, το πρόβλημα λύνεται με μια ήδη θεσπισθείσα διάταξη, την ΑΚ 300, η οποία ακριβώς στοχεύει σε μια δίκαιη κατανομή της ευθύνης ζημιώσαντος και ζημιωθέντος, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη προς αποζημίωση, να υπάρχει δηλαδή ενοχή αποζημίωσης, ανεξάρτητα από τον γενεσιουργό της λόγο, αν δηλαδή αυτή στηρίζεται σε υποκειμενική, αντικειμενική ή από διακινδύνευση ευθύνη. Η απαίτηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία η οποία αρνείται, χωρίς πάντως πειστική αιτιολογία, να εφαρμόσει τη διάταξη σε περιπτώσεις όπου ο οφειλέτης δεν ενέχεται σε αποζημίωση του δανειστή (λ.χ., στην ενοχή αδικαιολόγητου πλουτισμού, ή επί πρωτογενούς συμβατικής αξιώσεως, όπως οι μισθοί υπερημερίας της ΑΚ 656), όπου και προκρίνει την προσφυγή στην ΑΚ 288 και τις αρχές της καλής πίστης για τον σωστό επιμερισμό της ευθύνης.
Δεύτερον, πρέπει ο ζημιωθείς από «οικείο πταίσμα» να έχει συμβάλλει είτε στη γένεση της ζημίας είτε στην έκτασή της, είτε μέσω πράξεως είτε και παραλείψεως, όπως επιβεβαιώνει το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 300 ΑΚ για την άρση τυχόν αμφισβητήσεων. Η προϋπόθεση αυτή έχει προκαλέσει ορισμένες διαφωνίες γύρω από ειδικότερα ζητήματα, όπως επί περιπτώσεων ενοχής προς αποζημίωση στηριζόμενης σε αντικειμενική ευθύνη ή ευθύνη από διακινδύνευση ή περιπτώσεων επίκλησης της ΑΚ 300 έναντι ακαταλόγιστων προσώπων (ΑΚ 915 και επόμενα). Ειδικότερα, ως προς το πρώτο ζήτημα, ορθά γίνεται δεκτό ότι η ΑΚ 300 εφαρμόζεται τόσο επί υποκειμενικής (ΑΚ 914) όσο και αντικειμενικής (ΑΚ 924, ΑΚ 925) ευθύνης, κατά διασταλτική ερμηνεία του όρου «οικείο πταίσμα», ώστε να καλύπτει και περιπτώσεις όπου ο ζημιώσας οφείλει αποζημίωση ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του.
Ως προς το δεύτερο, πάλι, θέμα, η νομολογία δέχεται τη μη εφαρμογή της ΑΚ 300 έναντι ακαταλόγιστων προσώπων, παρά την αντίθετη και ορθή άποψη μέρους της θεωρίας, που υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι χωρεί συνεφαρμογή της ΑΚ 300 και της ΑΚ 918 (αναλογικά), με αποτέλεσμα ο ανήλικος που ενήργησε χωρίς διάκριση να στερηθεί ένα μέρος της αξίωσης αποζημίωσης του, όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Τέλος, γίνεται ορθά δεκτό ότι το συντρέχον πταίσμα του νόμιμου αντιπροσώπου του ανηλίκου δεν μπορεί να προταθεί νόμιμα κατά του τελευταίου, εκτός αν δεν πρόκειται για δική του απαίτηση, αλλά για αξίωση των πρώτων στηριζόμενη στο άρθρο ΑΚ 932 εδάφιο δεύτερο, δηλαδή για αξίωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης εξαιτίας θανάτωσης του ανηλίκου, οπότε και επέρχεται αντίστοιχη μείωση του ποσού αυτού κατά το μέτρο που οι γονείς συνέβαλαν στην πρόκληση ή την τελική επέλευση της θανάτωσης του πρώτου (ΑΚ 300).
Τρίτη -και τελευταία- προϋπόθεση εφαρμογής της ΑΚ 300, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) του ζημιωθέντος και στην επέλευση ή την έκταση της εις βάρους του ζημίας. Η απαίτηση αυτή, που βρίσκει γενική εφαρμογή στο δίκαιο της αποζημίωσης, σημαίνει πρακτικά ότι η συμπεριφορά του παθόντος ήταν αντικειμενικά ικανή και πρόσφορη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας να συμβάλλει στην πρόκληση ή μεγέθυνση της ζημίας που αυτός τελικά υπέστη.
Ως προς τις συνέπειες της διάταξης, που επέρχονται και στην περίπτωση που οι παραπάνω όροι συντρέχουν σε πρόσωπο για το οποίο ο ζημιωθείς ευθύνεται (ΑΚ 300 παράγραφος δεύτερη), όπως προσκτηθέντες (ΑΚ 922), βοηθοί εκπληρώσεως (ΑΚ 334) κ.ο.κ., πρέπει να λεχθεί ότι, επέρχεται, κατά διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, μείωση ή πλήρης απαλλαγή του ζημίωσαντος από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση, κατά το μέτρο που ο ζημιωθείς ευθύνεται για την εις βάρος του ζημία. Χρήσιμα κριτήρια για τον δίκαιο επιμερισμό της ζημίας μπορούν να αποτελέσουν ο βαθμός του πταίσματος οφειλέτη και δανειστή της αξίωσης αποζημίωσης, η αιτιώδης συνάφεια των πράξεων ή παραλείψεών τους στην πρόκληση ή μεγέθυνση της βλάβης, τα χρηστά και τα συναλλακτικά ήθη, η καλή πίστη κ.α.
Σε δικονομικό επίπεδο, η ΑΚ 300 συνιστά, κατά την ορθότερη άποψη, καταχρηστική ένσταση και δεν απαιτείται περαιτέρω επίκλησή της για να ληφθεί παραδεκτώς υπόψιν, αλλά αρκεί να προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται στο αγωγικό δικόγραφο. Η αντίθετη άποψη της νομολογίας παραβλέπει το γεγονός ότι το ζήτημα της δίκαιης κατανομής της ζημίας συνιστά θεμελιώδη επιλογή της έννομης τάξης και, άρα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το αρμόδιο δικαστήριο.
Τέλος, κατά την επίσης προκριτέα άποψη, ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ζημιωθέντος μπορεί να συνιστά άρνηση, αιτιολογημένη ή μη, της αγωγής, όμως, κατά λογική αναγκαιότητα, συμπεριλαμβάνει και τον ισχυρισμό του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου (ΑΚ 300), σύμφωνα με τη σκέψη ότι το έλασσον εμπεριέχεται στο μείζον. Εξάλλου, και δεδομένου ότι η κρίση περί του αν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά υπάγονται στην ΑΚ 300 είναι νομική, τότε, το δικαστήριο έχει υποχρέωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής των ορθών νομικών διατάξεων, μη αρκούμενο σε τυχόν εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών από τους διαδίκους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2015.
- Σταθόπουλος Μιχαήλ, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.
- Περάκη Βιργινία, ΣΕΑΚ, άρθρα 297-304, άρθρο 300, Εκδόσεις Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2022.