Της Γιάννας Κοντοκώστα,
Τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: δικαστικοί λειτουργοί και βοηθητικά πρόσωπα. Στους δικαστικούς λειτουργούς ανήκουν οι δικαστές και οι εισαγγελείς, ενώ στα βοηθητικά πρόσωπα ανήκουν οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και οι δικαστικοί επιμελητές. Ωστόσο, μείζονα και κεντρικό δικαιοδοτικό ρόλο, έχουν οι δικαστές, οι οποίοι διακρίνονται για την ευρεία νομική τους μόρφωση και διευθύνουν, έτσι, την κάθε δίκη. Αφιερώνονται δια βίου στην απονομή της δικαιοσύνης, χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και οφείλουν να είναι αμερόληπτοι κατά την τέλεση των καθηκόντων τους.
Η διαδικασία για να κατορθώσει κάποιος να γίνει δικαστής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να επιτύχει αρχικά σε γραπτό διαγωνισμό και κατόπιν να αποφοιτήσει από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Η ΕΣΔι, δίνει τη δυνατότητα επιλογής -εκ μέρους του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού- μιας εκ των τριών ακόλουθων κατευθύνσεων: α) Διοικητική Δικαιοσύνη (ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο, Γενική Επιτροπεία Ελεγκτικού Συνεδρίου), β) Πολιτική – Ποινική Δικαιοσύνη, γ) Εισαγγελείς και δ) Ειρηνοδίκες.
Ο υποψήφιος που υποβάλλει αίτηση στον γραπτό διαγωνισμό, πρέπει να πληροί κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να έχει συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας του και να μην έχει υπερβεί το 40ο, αν και το ηλικιακό αυτό όριο διαφέρει από προκήρυξη σε προκήρυξη. Η δεύτερη είναι να έχει στο ενεργητικό του 2ετή άσκηση δικηγορίας ή να είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου νομικού τμήματος με 1ετή άσκηση δικηγορίας ή να είναι δικαστικός υπάλληλος με πτυχίο νομικής ή να είναι Ειρηνοδίκης ή μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η τρίτη και τελευταία προϋπόθεση αφορά κάποια επιπλέον προσόντα που αναφέρονται αναλυτικά στην προκήρυξη, και παράλληλα, σχετίζεται με την ύπαρξη κωλυμάτων που αναφέρονται στα άρθ. 37 και 38 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Όσοι επιτύχουν όλα τα προαπαιτούμενα στάδια, διορίζονται σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών για 10 μήνες.
Ο δικαστής, προκειμένου να ασκήσει το έργο του ορθά, αντικειμενικά και αμερόληπτα, διευκολύνεται από μια σειρά συνταγματικά κατοχυρωμένων εγγυήσεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθ. 87 §1 του Συντάγματος: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Αυτή η εγγύηση, η οποία πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα, δεν εξασφαλίζει μόνο την ορθή, αποτελεσματική και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης, αλλά και την ομαλή λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Ο δικαστής χαίρει προσωπικής ανεξαρτησίας, έναντι άλλων κρατικών οργάνων και θεωρείται, σύμφωνα με το άρθ. 88 §1 του Συντάγματος, ισόβιος δημόσιος λειτουργός. Δεν μπορεί, δηλαδή, να ταυτίζεται με δημόσιο υπάλληλο. Μπορεί να παυθεί, μόνο κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και για σοβαρούς λόγους (άρθ. 88 §4 του Συντάγματος): ποινική καταδίκη, βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία, υπηρεσιακή ανεπάρκεια, τηρουμένων, όμως, των παραγράφων 2 και 3 του άρθ. 93 του Συντάγματος (δίκη δημόσια και απόφαση ειδικά αιτιολογημένη). Από την άλλη, οι προαγωγές, οι τοποθετήσεις, οι μεταθέσεις, οι αποσπάσεις και οι μετατάξεις του, γίνονται κατόπιν Προεδρικού Διατάγματος, που εκδίδεται μετά από απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Ο δικαστής, λοιπόν, δύναται να εξελιχθεί υπηρεσιακά και έχει δικαίωμα προσφυγής επί απόφασης που αφορά την εξέλιξή του. Δικαίωμα προσφυγής έχει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης που τυχαίνει να διαφωνεί. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζεται η υπηρεσιακή εξέλιξη ενός δικαστή, δεν είναι πάντα αντικειμενικά και πολλές φορές αδικούνται και τα προσόντα του και η εν συνόλω προσωπικότητά του.
Η λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστή, έχει να κάνει με την απαγόρευση ανάμειξης των άλλων δύο κρατικών λειτουργιών (εκτελεστική και νομοθετική) στις πράξεις της δικαστικής λειτουργίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ένας δικαστής μπορεί να δρα και να αποφασίζει αυτοβούλως, παρά μόνο με γνώμονα το Σύνταγμα, τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους ισχύοντες κανόνες δικαίου. Δεν μπορεί να αυθαιρετεί, να εκμεταλλεύεται τις εξουσίες που πηγάζουν από το αξίωμά του και να πράττει κατά την κρίση του. Άλλωστε, αυτό ορίζεται και στο άρθ. 87 §2 του Συντάγματος: «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Σε ό, τι έχει τώρα να κάνει με τις εγγυήσεις αμεροληψίας ενός δικαστή, αυτές βασίζονται στο άρθ. 6 §1 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) περί δίκαιης δίκης, όπως και στο άρθ. 47 §2 του Χάρτη ΘΔ (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης) περί αμερόληπτου δικαστηρίου. Νόμιμος δικαστής είναι μόνο ο αμερόληπτος. Γι’ αυτό και εξαιρείται από τα καθήκοντά του όταν συντρέχουν μία ή και παραπάνω εκ των προϋποθέσεων που αναλύονται στην παράγραφο 1 του άρθ. 52 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), ως εξής:
«Δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι της γραμματείας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν ενεργούν, μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο:
α) αν είναι διάδικοι ή συνδέονται με έναν από τους διαδίκους ως συνδικαιούχοι, συνυπόχρεοι ή είναι υπόχρεοι σε αποζημίωση ή έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στη δίκη,
β) αν συνδέονται με κάποιο διάδικο σε ευθεία γραμμή, με συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή με υιοθεσία, αν είναι συγγενείς σε πλάγια γραμμή με συγγένεια εξ αίματος έως τον τέταρτο βαθμό ή με συγγένεια εξ αγχιστείας έως το δεύτερο βαθμό, αν είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή μνηστήρες, ενός από τους διαδίκους,
γ) αν είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή συνδέονται με υιοθεσία, ή είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή έως το δεύτερο βαθμό προσώπου, το οποίο παίρνει μισθό ή άλλη χορηγία με χρηματική αξία είτε για τις υπηρεσίες που παρέχει είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής εταιρία που έχουν άμεσο ή έμμεσο ιδιωτικό συμφέρον στην έκβαση της δίκης,
δ) αν, στην ίδια υπόθεση εξετάστηκαν ως μάρτυρες ή παραστάθηκαν ως δικηγόροι ή γενικά ως πληρεξούσιοι ή παραστάθηκαν ή μπορούν να παραστούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι κάποιου από τους διαδίκους,
ε) αν διεξήγαγαν την υπόθεση, από την οποία προήλθε η διαφορά ή έχουν ενεργήσει στη δίκη ως πραγματογνώμονες ή σύμβουλοι ή διαιτητές ή έχουν συντάξει το έγγραφο που προσβάλλεται ή είχαν μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου του οποίου η απόφαση έχει προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση,
στ) αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα.»
Εν κατακλείδι, το λειτούργημα του δικαστή, είναι καθοριστικό για την ορθή απονομή δικαιοσύνης. Το έργο του είναι ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς οφείλει να διακρίνεται αφενός από ευρεία και στέρεη νομική καλλιέργεια και αφετέρου πρέπει να είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος. Το Σύνταγμα, εξασφαλίζει γι’ αυτόν κάποιες σημαντικές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, αλλά και ο ίδιος, από την πλευρά του, οφείλει να κάνει το καθήκον του στο πλαίσιο που του ορίζει ο νόμος. Σε αντίθετη περίπτωση, θα απωλέσει τη θέση του και θα φέρει ποινική αλλά και αστική ευθύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νίκας, Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018
- Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Λειτουργών, esdi.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το Σύνταγμα της Ελλάδος, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ