Της Εβελίνας Μάστουρα,
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία χορήγησης ασύλου ρυθμίζεται τόσο από πρωτογενείς κανόνες δικαίου, δηλαδή από κανόνες δικαίου κατοχυρωμένους στα κύρια νομοθετικά κείμενα της Ε.Ε, όπως είναι η Σύμβαση της ΕΕ (ΣΕΕ), η Συνθήκη για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και, πλέον, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔΕΕ), όσο και από παράγωγους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνονται σε Οδηγίες, Αποφάσεις και σπανιότερα σε Προτάσεις.
Το άρθρο 18 του ΧΘΔΕΕ κατοχυρώνει ρητώς το δικαίωμα στο άσυλο, ορίζοντας ότι «το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής οριζόμενες ως “οι Συνθήκες”)». Το κείμενο του άρθρου βασίστηκε στο άρθρο 63 της Συνθήκης ΕΚ που έχει, πλέον, αντικατασταθεί από το άρθρο 78 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβάλλει στην Ένωση την τήρηση της Σύμβασης της Γενεύης περί των προσφύγων.
Το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων αποτελεί το διαχρονικό νομικό καταφύγιο για τον ορισμό της έννοιας του πρόσφυγα, διακηρύττοντας ότι «§,2. Παντός προσώπου, όπερ συνεπεία γεγονότων επελθόντων πρό της 1ης Ιανουαρίου 1951 και δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας, της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή , λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην». Συνεπώς, συνάγεται ότι για την απόδοση του προσφυγικού καθεστώτος απαιτείται η διαπίστωση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών της ύπαρξης φόβου (εσωτερικό-υποκειμενικό στοιχείο) συνεπεία διώξεως (εξωτερικό-αντικειμενικό στοιχείο) για έναν από τους τους ανωτέρω λόγους.
Εν προκειμένω, θα εστιάσουμε περισσότερο σε μια σειρά κανόνων παράγωγου δικαίου και ειδικότερα Οδηγιών, που πραγματεύονται ζητήματα της διαδικασίας χορήγησης ασύλου και των συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο.
Σημείο εκκίνησης θα αποτελέσει η Οδηγία 2013/32. Στο κανονιστικό της πεδίο θεσπίζονται ενιαίες διαδικασίες χορήγησης ασύλου, ενώ, παράλληλα, στο άρθρο 31 αναφέρεται η υποχρέωση των κρατών-μελών να εξετάζουν τις αιτήσεις εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος των 6 μηνών και πάντως όχι μεγαλύτερου των 9 μηνών «§2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό με την επιφύλαξη κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.§3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται εντός έξι μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ορίζεται ένα κράτος μέλος ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, ο αιτών βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους και τον έχει αναλάβει η αρμόδια αρχή. Τα κράτη μέλη δύνανται να παρατείνουν την προθεσμία των έξι μηνών που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα επιπλέον μήνες, σε περιπτώσεις στις οποίες:
α) ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά και/ή νομικά ζητήματα·
β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι μηνών·».
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της Οδηγίας αποτέλεσε η θέσπιση ειδικών κανόνων για τα ασυνόδευτα ανήλικα, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού που είναι εξ ορισμού ευάλωτο, καθώς και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Τέλος, κατοχυρώνονται ταχείες και διασυνοριακές διαδικασίες για αιτήσεις που κρίνονται προδήλως αβάσιμες, με σκοπό την αποσυμφόρηση του έργου των επιτροπών, αλλά και για την αποτροπή καταχρηστικών αιτημάτων, όταν, μεταξύ άλλων
• ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας αυτής· ή
• ο αιτών παραπλάνησε τις αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα και/ή την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση· ή
• αν είναι πιθανό ότι ο αιτών έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του· ή
• αν ο αιτών ενδέχεται, για σοβαρούς λόγους, να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.
Ακολουθεί η Οδηγία 2013/33 για τις συνθήκες υποδοχής, η οποία περιλαμβάνει πολυάριθμες διατάξεις για τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των αιτούντων άσυλο, την κατοχύρωση του δικαιώματος ελεύθερης μετακίνησης εντός των προκαθορισμένων χώρων φιλοξενίας, καθώς και του δικαιώματος εργασίας εντός 9 μηνών από την αίτησή τους. Ειδικές διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα κράτησης που σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα έσχατο μέτρο εξαιρετικού χαρακτήρα. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν αιτούντα υπό κράτηση, εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, μόνο όταν πρόκειται να διαπιστωθεί ή να επαληθευτεί η ταυτότητα ή υπηκοότητά του ή προκειμένου να εξακριβωθούν τα στοιχεία είτε της αίτησης διεθνούς προστασίας ενόψει κινδύνου διαφυγής του αιτούντος είτε το υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης κράτος μέλος, ή τέλος, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.
Τέλος, η Οδηγία 2011/95,σε πρώτο επίπεδο προσδιορίζει τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας, ενώ, παράλληλα, περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις που προβλέπουν μια σειρά δικαιωμάτων, όπως άδειες διαμονής, ταξιδιωτικά έγγραφα και ιδίως την πρόσβαση στην απασχόληση και την υγειονομική περίθαλψη.
Στην ελληνική έννομη τάξη, οι ανωτέρω Οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στον νόμο 4939/2022 για την υποδοχή, τη διεθνή προστασία πολιτών τρίτων χωρών και ανιθαγενών και την προσωρινή προστασία σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων αλλοδαπών, που αποτελεί ένα, μάλλον, επιτυχές εγχείρημα ανταπόκρισης στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, στο πλαίσιο της υιοθέτησης ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση), διαθέσιμο εδώ
- Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), διαθέσιμο εδώ
- Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, διαθέσιμο εδώ