Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
Η Τέχνη ανέκαθεν αγκάλιαζε τη ζωή και τις διηνεκείς μεταβολές της: από τον χορό των χιονονιφάδων στα πάλλευκα βουνά, την παγχρωματική αρμονία της Άνοιξης, τα ηλιοκαμένα σώματα του καλοκαιριού, μέχρι το θρόισμα των κιτρινισμένων φύλλων που πέφτουν το φθινόπωρο. Η Τέχνη πάντα αγαπούσε ό,τι κι ο άνθρωπος: την ανεμελιά της καλοκαιρινής ρέμβης, τα ηλιόλουστα μεσημέρια του Αυγούστου, μα και τη γλυκόπικρη μελαγχολία των φθινοπωρινών απογευμάτων με τη σιγαλή βροχή. Και σε όσα ο άνθρωπος αγαπά, χαρίζει την αθανασία: γράφει ποιήματα για αυτά, συνθέτει μουσική, ζωγραφίζει. Η Τέχνη, λοιπόν, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της μνήμης σε έναν κόσμο που αναγεννάται και αλλάζει τηρώντας μία αέναη κυκλική πορεία.
Ο Σεφέρης σκιαγράφησε το φθινόπωρο ως την «εποχή των ματιών που κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως», την εποχή κατά την οποία το μεθυστικό, ελπιδοφόρο φως του ζωοδότη ήλιου δίνει τη θέση του στο μουντό και άχαρο τεχνητό φως της ηλεκτρικής λάμπας. Το φθινόπωρο, λοιπόν, σηματοδοτεί τη μετάβαση από τα όμορφα ακρογιάλια στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του εσωτερικού χώρου:
Ένας λόγος για το καλοκαίρι – Γιώργος Σεφέρης
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
[…]
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…
(Από τη συλλογή «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1989)
Ο αιώνιος κύκλος της ζωής και της φύσης, που αποδίδεται με την έννοια της επιστροφής («γυρίσαμε πάλι»), χρωματίζεται από τη νωπή ακόμη μνήμη του καλοκαιριού, που φεύγοντας άφησε ανεκπλήρωτα όνειρα, ματαιωμένα σχέδια και πολλά ερωτηματικά. Όλα αυτά επέφεραν κάματο στην ανθρώπινη ψυχή που αναζήτησε καταφύγιο και πάλι στο φθινόπωρο, το οποίο με την ήρεμη μελαγχολία του, αποτελεί μία όαση μακριά από τα πάθη του καλοκαιριού. Ωστόσο, αυτή η εποχή κάθε άλλο παρά εξιδανικευμένο παρουσιάζεται: κάμαρες ασφυκτικά κλειστές, λόγια και συναισθήματα φυλακισμένα, αποξένωση. Τα βρεγμένα φανάρια των αυτοκινήτων καθρεφτίζουν ωχρά, κίβδηλα πρόσωπα. Ο νόστος προς το φθινόπωρο αποτυπώνεται ως μια πορεία («κινάμε») προς τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, τον μαρασμό.
Ο Τάσος Λειβαδίτης αφιερώνει μια ολόκληρη ποιητική συλλογή στην εποχή των κίτρινων φύλλων, «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», ένα έργο που διέπεται από υπαρξιακή αγωνία, νοσταλγία του παρελθόντος, αναπόληση της χαμένης παιδικής αθωότητας και ξεγνοιασιάς. Ο ποιητής, βαδίζοντας προς τη δύση της ζωής του, προβαίνει σε έναν απολογισμό αυτής, με έντονη εξομολογητική διάθεση. Όλα αυτά, χρωματισμένα από τις φωτοσκιάσεις του φθινοπώρου και ντυμένα με τη μελαγχολία και την ελάσσονος τόνου ομορφιά του.
Της εξοχής – Τάσος Λειβαδίτης
Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις
αναμνήσεις και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
[..]
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το
τραίνο που έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις
ράγες. Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
Στο εν λόγω απόσπασμα από την προαναφερθείσα ποιητική συλλογή, ο Λειβαδίτης προσδίδει στο φθινόπωρο το χαρακτηριστικό της διηνεκούς νεότητας: η γλυκόπικρη θλίψη του παραμένει αλώβητη, ακμαία, ανέγγιχτη στην ψυχή του, όποια κι αν είναι η εποχή, ακόμα κι αν η φύση βρίθει από μεθυστικές ευωδιές. Η φθινοπωρινή μελαγχολία έχει φωλιάσει στην καρδιά του σαν την αθάνατη, διαχρονική θλίψη των πιο οδυνηρών ποιημάτων, που έχουν καταφέρει να φυλακίσουν επί αιώνες έναν ανείπωτο πόνο σε λίγες λέξεις. Αυτή η κατήφεια πηγάζει από την απώλεια μιας περασμένης ζωής, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μιας εποχής, της οποίας κατάλοιπα είναι άχρηστα έπιπλα και ξεχασμένες επιστολές που έκλειναν μέσα τους όνειρα και λόγια, που δεν ειπώθηκαν ποτέ και ξέφτισαν μαζί με το χαρτί. Μαραμένοι έρωτες, μοναξιά, μάταιες αναμνήσεις που τον κατατρύχουν: η μνήμη είναι αδυσώπητη και δεν αφήνει την ψυχή να ξαποστάσει στη λήθη. Εποχές που πέθαναν μαζί με τους ανθρώπους, τα όνειρα και τους έρωτές τους και μια απατηλή βεβαιότητα πως κάποτε θα αναστηθούν.
Σε ανάλογο ύφος κινείται κι άλλο ένα ποίημα του ιδίου από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, τιτλοφορούμενο «Άνεμος του Νοεμβρίου»:
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
[…]
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Η θλιβερή μοναξιά μιας φθινοπωρινής βραδιάς ξυπνά στον ποιητή μνήμες από άλλες εποχές. Φθινόπωρο, η εποχή των απολογισμών, των χαμένων ονείρων, φίλων, ερώτων, που παρέσυρε ο άνεμος του Νοεμβρίου μαζί με τα κιτρινισμένα φύλλα. Ο ποιητής, έχοντας στερηθεί οριστικά τον κόσμο της νιότης και πλησιάζοντας πλέον προς το τέλος, στρέφει το βλέμμα του προς τα πίσω, μα το μόνο που αντικρίζει είναι μια θολή, συγκεχυμένη ανάμνηση μιας ζωής που πέρασε φευγαλέα, αστραπιαία, αφήνοντας μόνο μια θλιμμένη μελωδία, μια ελεγεία για όσους δεν πρόλαβαν έστω να αγαπήσουν. Στο ποίημα η άνοιξη εξισώνεται με το τέλος της ζωής, με τον θάνατο, λες και έζησε ο ποιητής σε ένα αιώνιο φθινόπωρο. Κι ο θάνατος, με τη σειρά του, ισοδυναμεί με τη λήθη. Ο άνθρωπος θα ξεχαστεί, σαν να μην πέρασε ποτέ από αυτόν τον κόσμο, σαν να μην ερωτεύτηκε, ονειρεύτηκε, τραγούδησε. Θα εξαφανιστεί σαν τα ασθενικά φύλλα που παρασέρνει ο άνεμος του Νοεμβρίου και χάνονται κάπου στον χλωμό ουρανό.
Αυτό που συχνά δεν συνειδητοποιούμε είναι ότι δεν θα υπήρχε η Ανάσταση της ανοιξιάτικης φύσης, αν δεν προηγείτο ο μαρασμός του χειμερινού παγετού και, αντίστοιχα, θα ήταν αδύνατον η ξέφρενη ορμητικότητα του καλοκαιριού να μην έπεται από την ήσυχη μελαγχολία του φθινοπώρου. Ο άνθρωπος, ως καρπός της φύσης, ακολουθεί πιστά την πορεία της: την άνοδο διαδέχεται η πτώση και το αντίστροφο. Η φαινομενική αυτή παρακμή είναι απαραίτητη για την αναγέννηση και αναστήλωση της ανθρώπινης ψυχής, την ίαση των τραυμάτων, την αναπόληση των περασμένων και την προσμονή των μελλόντων. Καμία εποχή δεν αφήνει ανέγγιχτη την ανθρώπινη ψυχή. Και σε αυτή, ακριβώς, την αέναη διαδοχή βρίσκεται όλη η μαγεία της ζωής. Ενώ η πορεία, αρχικά, φαντάζει μονότονη, ποτέ δεν είναι πανομοιότυπη. Κανένα φθινόπωρο δεν μας βρίσκει ίδιους με το προηγούμενο. Θα ηχήσει και πάλι το σιωπηλό νανούρισμα των φύλλων που πέφτουν, τα δέντρα θα γείρουν πάλι από το βάρος της βροχής σαν να κλαίνε, μα η ανθρώπινη ψυχή δεν θα είναι πια η ίδια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Τάσος Λειβαδίτης, εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2018
- «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1989