Του Νίκου Λυκομήτρου,
Η Kεντρική Ασία είναι μια περιοχή εξαιρετικά σημαντική, κυρίως λόγω των άφθονων κοιτασμάτων πετρελαίου, των στρατηγικών περασμάτων, αλλά και των φυσικών της πόρων. Έχει μια πλούσια Iστορία, με πολλές μεγάλες Aυτοκρατορίες να έχουν κατακτήσει την περιοχή. Τον 19ο αιώνα, η Ρωσία κατάφερε να υποτάξει την περιοχή αυτή, εποικίζοντας σταδιακά ένα μεγάλο πληθυσμό Ρώσων και άλλων πληθυσμών ευρωπαϊκής καταγωγής. Αργότερα, επί σοβιετικής εποχής, η μετανάστευση Ρώσων και ο «κρωσισμός συνεχίστηκε. Η ρωσική γλώσσα, έτσι, κατάφερε να γίνει η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών της περιοχής, θέση που, ως έναν βαθμό, διατηρεί και σήμερα. Το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται τις εξελίξεις γύρω από τη θέση της ρωσικής γλώσσας στην Κεντρική Ασία, καθώς και τη γενικότερη προσπάθεια των χωρών της περιοχής να οικοδομήσουν μια εθνική ταυτότητα και να απομακρυνθούν από τη Ρωσία.
Η θέση της ρωσικής γλώσσας αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και αντιφατικό θέμα, που έχει άμεση σχέση με την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή και τη λεγόμενη «ήπια ισχύ» της. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής, μάλιστα, θεωρούν πως η ρωσική γλώσσα ήταν αυτή που τους συνέδεσε με τον κόσμο.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία άρχισε να θέτει τα θεμέλια της κυριαρχίας της στην Κεντρική Ασία, κατακτώντας και εποικίζοντας σταδιακά το βόρειο Καζακστάν από τον 18ο αιώνα, ενώ τον 19ο αιώνα επεκτάθηκε σε όλη την υπόλοιπη περιοχή, υποτάσσοντας και εποικίζοντας τις υπόλοιπες περιοχές. Παρά το γεγονός ότι ορισμένες περιοχές προσπάθησαν να αποσχισθούν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως το Καζακστάν που τότε λεγόταν Ορδή του Αλάς, εντέλει παρέμειναν μέρος της σοσιαλιστικής Ρωσίας.
Αν και στην αρχή ενισχύθηκε πολύ η διδασκαλία των τοπικών γλωσσών ως αλλαγή από την τσαρική πολιτική, η μετέπειτα πολιτική εκρωσισμού και ο Λιμός του Καζακστάν (1932-33) οδήγησε σε νέα άνοδο της ρωσικής παρουσίας. Παράλληλα, η ανάγκη για τη δημιουργία μιας γλώσσας που θα βοηθά στην εθνική ομογενοποίηση οδήγησε στην προώθηση της ρωσικής σε όλη τη Σοβιετική Ένωση και έτσι το 1991 μεγάλο μέρος των κατοίκων της Κεντρικής Ασίας γνώριζαν ρωσικά. Τα ρωσικά απετέλεσαν βασική κυβερνητική γλώσσα στην περιοχή από την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι και σήμερα.
Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, το βόρειο Καζακστάν και αρκετά, ασυνεχή μεταξύ τους, κομμάτια στο Ουζμπεκιστάν και την Κιργιζία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, ρωσόφωνα. Από τότε, ο αριθμός των μητρικών ομιλητών της ρωσικής γλώσσας υποχωρεί συνεχώς σε όλη την Κεντρική Ασία, ακόμα και στο βόρειο Καζακστάν. Η προώθηση, μάλιστα, της τοπικής γλώσσας ήταν και ένας λόγος που κάποιοι μεταγενέστεροι μετανάστες έφυγαν από την Κεντρική Ασία, καθώς δεν γνώριζαν την τοπική γλώσσα.
Όταν ανεξαρτητοποιήθηκαν τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, το 1991, άρχισαν την προσπάθεια μετάβασης στην τοπική γλώσσα. Αφαίρεσαν από τα ρωσικά το καθεστώς επίσημης γλώσσας, εκτός του Καζακστάν, ενώ κάποιες χώρες επιθύμησαν να μεταβούν στο λατινικό αλφάβητο, όπως για παράδειγμα το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Σήμερα, η γλωσσική πολιτική της Κεντρικής Ασίας χαρακτηρίζεται από μια στροφή στις τοπικές γλώσσες, με τις τοπικές ελίτ, οι οποίες έχουν μεγαλώσει σε μεγάλο βαθμό σε ρωσόφωνα περιβάλλοντα, να παραμερίζουν τη ρωσική γλώσσα για πολιτικούς λόγους. Η επιρροή της γλώσσας μειώνεται στην Κεντρική Ασία, με το θέμα αυτό να προκαλεί περισσότερη συζήτηση στο Καζακστάν, όπου ζει μια σημαντική ρωσόφωνη μειονότητα. Το ενδιαφέρον σημείο του γεγονότος αυτού εντοπίζεται στη σταδιακή απώλεια της επιρροής της, στην Κυβέρνηση και την κοινωνία.
Στο Τουρκμενιστάν η εκπαίδευση στα ρωσικά έχει καταργηθεί, όπως και η χρήση της στον Τύπο, εκτός από μια κρατική εφημερίδα. Από την άλλη, στο Ουζμπεκιστάν τα ρωσικά διδάσκονται στο σχολείο, χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στην κοινωνία, τη διακυβέρνηση και την πολιτική, με την εργατική μετανάστευση Ουζμπέκων και τη σημασία της Ρωσίας για την τοπική οικονομία να συντηρεί τη ρωσική γλώσσα εκεί. Στο Τατζικιστάν η πλειοψηφία των ανθρώπων παρακολουθεί τηλεόραση και διαβάζει ειδήσεις στα ρωσικά. Παρά το γεγονός ότι η Κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την τατζικική γλώσσα, η ρωσική συνεχίζει να έχει πολύ σημαντικό ρόλο, ιδίως στον ακαδημαϊκό χώρο η γνώση της είναι εξαιρετικά σημαντική. Ακόμα, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας μεταναστεύει κάθε χρόνο για να εργαστεί εποχιακά στη Ρωσία, ενισχύοντας την παρουσία της ρωσικής γλώσσας, ενώ, παράλληλα, τα εμβάσματα από τους μετανάστες στη Ρωσία συνεισφέρουν σχεδόν το 30% της τοπικής οικονομίας.
Στην Κιργιζία τα πράγματα για τη ρωσική γλώσσα διαφέρουν, καθώς εκεί είναι επίσημη γλώσσα και, επομένως, συνεχίζει να παίζει πολύ βασικό ρόλο στη διακυβέρνηση. Είναι, επίσης, η μόνη χώρα της περιοχής όπου ο αριθμός διδασκαλίας ρωσικών στα σχολεία αυξάνεται, με τα πανεπιστήμια, επίσης, να παραδίδουν μαθήματα σε μεγάλο βαθμό στα ρωσικά. Επιπλέον, τα ρωσόφωνα Μ.Μ.Ε. έχουν μεγάλη επιρροή στη χώρα. Τα ίδια λίγο πολύ ισχύουν και στο Καζακστάν, αν και η Κυβέρνηση έχει χαράξει έναν οδικό χάρτη για τη μετάβαση στη χρήση της τοπικής γλώσσας.
Παρά τη σημαντική θέση που κατέχει ως η συμφιλιωτική δύναμη μεταξύ των εθνών της Κεντρικής Ασίας, η ρωσική γλώσσα χάνει σταδιακά τη θέση της, έστω και αν οι προσεγγίσεις μεταξύ των χωρών της Κεντρικής Ασίας διαφέρουν. Αυτό οφείλεται στη σταδιακή αύξηση της τοπικής εθνότητας στην κάθε χώρα, αλλά και στην προσπάθεια οικοδόμησης ταυτότητας στα κράτη, την προώθηση των τοπικών παραδόσεων και ιστορίας. Επίσης, άλλοι λόγοι που οδηγούν στη μείωση της θέσης της ρωσικής γλώσσας είναι η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για διάφορα γεγονότα, όπως ο Λιμός του Καζακστάν το 1932-33, αλλά και το γεγονός ότι η Ρωσία έχει υιοθετήσει μια πολιτική που στόχο έχει να θέσει την ίδια σαν κληρονόμο της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή και όχι σαν περιφερειακό συνεργάτη, όπως και στο γεγονός ότι η ρωσική Κυβέρνηση δεν έχει μια στρατηγική, ώστε να προωθήσει τη γλώσσα εκτός των μεγάλων πόλεων και των περιοχών με φιλικά αισθήματα προς τη Ρωσία. Όσον αφορά, τα ρωσόφωνα σχολεία, εκτός αυτών της Κιργιζίας, ο αριθμός τους έχει μειωθεί πολύ και αρκετοί νέοι στην Κεντρική Ασία δεν ξέρουν πλέον ρωσικά.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η ρωσική γλώσσα άρχισε να αμφισβητείται περισσότερο. Στο Καζακστάν η εισβολή οδήγησε σε μια γλωσσική αφύπνιση και σε αύξηση των προσπαθειών από τον πληθυσμό και την Κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τα καζακικά περισσότερο, ακόμα και μεταξύ ρωσικών πληθυσμών. Επιπρόσθετα, ο Ρωσοουκρανικός Πόλεμος έχει οδηγήσει τους κατοίκους της Κεντρικής Ασίας να επανεξετάζουν προς το αρνητικότερο τη σχέση τους με τη ρωσική γλώσσα, τον πολιτισμό, αλλά και την ιστορία της χώρας τους επί σοβιετικής εποχής, αλλά και να εξετάσουν θετικότερα τη σχέση με την παραδοσιακή γλώσσα της χώρας τους. Παράλληλα, η ρωσική εισβολή οδήγησε στη μείωση Ρώσων κατοίκων στην περιοχή, ενώ ευνόησε την επέκταση της επιρροής της Δύσης, της Τουρκίας και της Κίνας. Η επιρροή της ρωσικής γλώσσας αναμένεται να μειωθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια στην περιοχή. Όπως και να έχει, όμως, τα ρωσικά είναι η γλώσσα που συνέδεσαν την Κεντρική Ασία με τις εξελίξεις του σήμερα.
Αν οι τοπικές Κυβερνήσεις επιθυμούν να προωθήσουν τη γλώσσα της χώρας τους περαιτέρω, θα πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή επιστημονικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου σε αυτή, όπως και να ενθαρρύνουν τη χρήση της γλώσσας στην κυβερνητικό και τον δημόσιο λόγο, αλλά και στο διαδίκτυο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Central Asia Comes Out of the Russian Shadow, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- The War in Ukraine Is Catalyzing a Linguistic Awakening in Kazakhst, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- How Popular Is The Russian Language In Tajikistan?, Cabar, διαθέσιμο εδώ
- In Post-Soviet Central Asia, Russian Takes A Backseat, RFERL, διαθέσιμο εδώ