Του Γιάννη Αρμύρα,
Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπεδίου σηματοδοτεί δύο επίμονες ένοπλες συγκρούσεις για τη σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου και της Μετόχιας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄90. Οι συγκρούσεις των Αλβανών που βρίσκονταν στις τάξεις του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου» (ΑΣΚ/UÇK) με τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις ασφαλείας ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση και η δεύτερη ήταν οι βομβαρδισμοί στρατιωτικών και πολιτικών στόχων στο Κοσσυφοπέδιο και στη Μετόχια και σε ολόκληρη τη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) από το ΝΑΤΟ, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ (24 Μαρτίου — 10 Ιουνίου 1999).
Ο ΝΑΤΟϊκός βομβαρδισμός της ΟΔΓ πραγματοποιήθηκε χωρίς την άδεια των Ηνωμένων Εθνών και ήταν μια επίδειξη δύναμης της μεγαλύτερης στρατιωτικής συμμαχίας ενάντια σε μια μικρή, μοναχική χώρα εξουθενωμένη από οικονομικές κυρώσεις και διαλυμένη μετά τον Γιουγκοσλαβικό εμφύλιο. Αφορμή για τον βομβαρδισμό της ΟΔΓ στάθηκαν οι κατηγορίες ότι οι γιουγκοσλαβικές αρχές διενεργούσαν συστηματικά την εθνοκάθαρση των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και η μη αποδοχή της συμφωνίας του Ραμπουγιέτ.
Ο πόλεμος έληξε με τη Συμφωνία του Κουμάνοβο σύμφωνα με το οποίο η ΟΔΓ παρέδωσε προσωρινά την κυριαρχία της στο Κοσσυφοπέδιο στην Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών (UNMIK) και στις διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις (KFOR). Στις 17 Φεβρουαρίου 2008, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου κήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία του Κοσόβου, την οποία μέχρι σήμερα η Σερβία και η Ελλάδα δεν αναγνωρίζουν. Τα πρώτα σημάδια για μια «μελλοντική σύγκρουση» στο Κόσοβο φάνηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Συγκεκριμένα, στις 11 Μαρτίου 1981, ξέσπασαν βίαιες και καταστροφικές διαδηλώσεις, επιθέσεις και ταραχές Αλβανών στην Πρίστινα, που αργότερα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο με συνθήματα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Οι διαδηλώσεις αυτές πνίγηκαν στο αίμα από την αστυνομία και τον στρατό. Συνολικά, περίπου 11 Αλβανοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών, οι οποίες μετατράπηκαν σε ένοπλη σύγκρουση, και περισσότεροι από 4.200 συνελήφθησαν.
Αυτό είχε σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα της χώρας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μελλοντικές συγκρούσεις. Οι Αλβανοί, απολαμβάνοντας την εθνική πλειοψηφία, ζήτησαν μεγαλύτερα δικαιώματα και μεγαλύτερη αυτονομία της επαρχίας. Ταυτόχρονα, στην ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε στα τέλη του 20ού αιώνα στη ΟΔΓ και στην Ευρώπη, οι Σέρβοι και η Σερβία δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα της βίας, ήταν δηλαδή ένα είδος «παγίδας του Κοσσυφοπεδίου» για αυτούς. Η κλιμάκωση της σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια άρχισε το 1996. Στις 22 Απριλίου του 1996, ήχησαν τα τύμπανα του πόλεμου και ανεπίσημα ξεκίνησε ο πόλεμος, όταν ο ΑΣΚ άρχισε να επιτίθεται σε Σέρβους αστυνομικούς και πολιτικούς και κάνει μεγάλες συγχρονισμένες επιθέσεις. Στη συνέχεια, το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων προειδοποίησε ότι ο ΑΣΚ παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς διενεργούσε απαγωγές και επιθέσεις ενάντια σε Σέρβους. Η σερβική ειδική αστυνομία και, τελικά, οι γιουγκοσλαβικές ένοπλες δυνάμεις προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον έλεγχο στην περιοχή, χωρίς επιτυχία. Το 1996, με περίπου 150 αντάρτες, ο ΑΣΚ εξαπέλυσε ένοπλες επιθέσεις στην Πρίστινα, στο Βούτσιτρν, στη Κόσοβσκα Μιτρόβιτσα, στη Πέγια, τη Σούβα Ρέκα, το Ποντούγιεβο και άλλα μέρη στο Κοσσυφοπέδιο. Τα περισσότερα από τα πρώτα θύματα του ΑΣΚ ήταν Αλβανοί που ήταν μέλη του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων της Σερβίας ή συνεργάστηκαν με κάποιο άλλο τρόπο με τις αρχές της Δημοκρατίας της Σερβίας.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, οι συγκρούσεις εντάθηκαν, ενώ άρχισαν να κορυφώνονται το 1998. Τότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία συγκρότησης του ΑΣΚ στην Αλβανία υπό την ηγεσία Γερμανών και Αμερικανών εκπαιδευτών. Επίσης, ο ΑΣΚ εξοπλίστηκε από τις αποθήκες του αλβανικού κράτους, που ήταν διαθέσιμες μετά την πτώση της κυβέρνησης του Σαλί Μπερίσα το 1996. Μεγάλες ομάδες μεταφέρθηκαν από το Κοσσυφοπέδιο στην Αλβανία, εκπαιδεύτηκαν και οπλίστηκαν, και μέσω μυστικής ομάδας καθοδηγούμενης από τον Ραμούς Χαραντινάι εισήχθησαν ξανά στο έδαφος της νότιας σερβικής επαρχίας. Αυτή ήταν η αιτία για την έναρξη πιο εντατικών συγκρούσεων.
Η κλιμάκωση άρχισε τον Μάρτιο του 1998. Σχεδόν κάθε αλβανικό χωριό στην Ντρένιτσα και στη Μετόχια σχημάτισε μαχητικές ομάδες για την απελευθέρωση του Κοσσυφοπεδίου. Αυτές οι ομάδες προμηθεύτηκαν όπλα στη βόρεια Αλβανία, μέσω του Γκλότζαν, Καμία ομάδα δεν θα μπορούσε να περάσει από το Γκλότζαν χωρίς να το γνωρίζει ο Χαραντινάι. Οι καθοδηγητές που μετέφεραν τις ομάδες από το Κόσοβο στην Αλβανία είχαν έγγραφα ότι ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι των χωριών τους για την προμήθεια όπλων. Στην αρχή τα όπλα διανέμονταν δωρεάν και στη συνέχεια μετατράπηκε σε επιχείρηση. Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όταν οι Αλβανοί εισέβαλαν και κατέλαβαν το Όραχοβατς, οι απαγωγές και οι επιθέσεις στην αστυνομία πολλαπλασιάστηκαν. Ο ΑΣΚ ήλεγχε ένα σημαντικό μέρος της επικράτειας, καθώς και σημαντικούς δρόμους στο Κοσσυφοπέδιο, ιδιαίτερα στη Μετόχια. Η ασφάλεια απειλήθηκε, ενώ οι επίσημες σερβικές αρχές κράτησαν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στην επαρχία σιωπηλή. Έγιναν δεκάδες απαγωγές και επιδρομές. Όταν καταλήφθηκε το Όραχοβατς, η αστυνομία αποφάσισε να ξεμπλοκάρει την πόλη και να καταστείλει την τρομοκρατία. Οι επιθέσεις του ΑΣΚ συνεχίστηκαν σε σερβικά στρατόπεδα. Οι μεγαλύτερες συμπλοκές σημειώθηκαν στα στρατόπεδα του Κόσαρε και του Πάστρικ. Αρχικά, η μάχη ή αλλιώς η «κόλαση» του Κόσαρε ήταν μια σύγκρουση μεταξύ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού (ΓΣ) και μελών του ΑΣΚ, με την υποστήριξη του τακτικού στρατού της Αλβανίας και της αεροπορίας του ΝΑΤΟ.
Η μάχη δόθηκε γύρω από το συνοριακό πέρασμα Ρας Κόσαρες στα σύνορα της ΟΔΓ και της Δημοκρατίας της Αλβανίας μεταξύ της 9 Απριλίου και 10 Ιουνίου του 1999, κατά τη διάρκεια του ΝΑΤΟϊκού βομβαρδισμού της ΟΔΓ. Το σχέδιο της συμμαχίας του ΝΑΤΟ και των Αλβανών ήταν να νικήσουν τις μονάδες του ΓΣ στο συνοριακό πέρασμα Κόσαρε προκειμένου να επιτραπεί η είσοδος μελών του ΑΣΚ και μελών του Τακτικού Στρατού της Αλβανίας στο Κοσσυφοπέδιο και να ανακαλύψουν τις μονάδες του ΓΣ και να τους αναγκάσουν σε ανοιχτή μάχη. Το σχέδιο ήταν επίσης να κατακτηθεί η Μετόχια και να προκληθεί βαριά ήττα στον ΓΣ. Η εισβολή αυτή διέψευσε την πεποίθηση ότι δεν υπήρξε επίγειος πόλεμος κατά τη διάρκεια της επίθεσης του ΝΑΤΟ. Πριν από την έναρξη των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στην ΟΔΓ στις 24 Μαρτίου 1999, υπήρξαν σποραδικές αλλά αιματηρές ανταλλαγές πυρών μεταξύ Γιουγκοσλάβων και Αλβανών συνοριοφυλάκων με τη βοήθεια μελών του ΑΣΚ, κυρίως, καθώς οι γιουγκοσλάβοι συνοριοφύλακες απέτρεψαν την παράνομη είσοδο όπλων για τον ΑΣΚ στο Κόσοβο.
Μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στο Ραμπουγιέ, αλλά και πριν από αυτό, συνεχίστηκαν οι προετοιμασίες για χερσαία είσοδο στο Κόσοβο. Στις 24 Μαρτίου 1999, άρχισαν οι βομβαρδισμοί της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με στόχο την εκδίωξη του ΓΣ από την επικράτεια του Κοσσυφοπεδίου. Τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ στόχευαν με μεγάλη αγριότητα τις θέσεις του ΓΣ στο συνοριακό πέρασμα μεταξύ της ΟΔΓ και της Αλβανίας. Σχεδόν 12.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων 5.000 Αμερικανοί, έφτασαν στην Αλβανία με περισσότερα από 30 τανκς και 26 ελικόπτερα Απάτσι. Η μάχη ξεκίνησε τη Μεγάλη Παρασκευή στις 9 Απριλίου και τελείωσε στις 10 Ιουνίου. Όσο αναφορά την μάχη του Πάστρικ. Η «επιχείρηση Στρέλα» ή αλλιώς η μάχη του Πάστρικ, διήρκησε δυο μόλις εβδομάδες, από τις 26 Μαΐου μέχρι τις 10 Ιουνίου. Ο στόχος της επιχείρησης Στρέλα ήταν να σπάσει την αντίσταση και να καταστρέψει τις αμυντικές δυνάμεις του ΓΣ στα ίδια τα σύνορα, για να εισέλθει στην πόλη του Πρίζρεν και να ανοίξει διάδρομος για πρόσθετη διείσδυση στρατιωτών του ΑΣΚ στην περιοχή του Κοσόβου όπως ακόμη και να διακοπεί η επικοινωνία στη γραμμή Πέτς – Πρίζρεν. Σε ένα ευρύτερο σχέδιο, η επιχείρηση αυτή έπρεπε να εξασφαλίσει τον νότιο διάδρομο, ο οποίος θα χρησιμοποιούταν για την εισβολή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Η επιχείρηση αυτή διεξήχθη κατά τη διάρκεια της ΝΑΤΟϊκής επίθεσης εναντίον της ΟΔΓ, στο πλαίσιο της οποίας υπήρξε ένας εντατικός βομβαρδισμός της ΟΔΓ από το ΝΑΤΟ. Οι πολεμικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του παρατηρητηρίου Γκόροζουπ, που βρισκόταν στην κορυφή του Πάστρικ, στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας. Η συγκεκριμένη μάχη ήταν η μεγαλύτερη και πιο δύσκολη του Γιουγκοσλαβικού στρατού κατά τη διάρκεια της ΝΑΤΟϊκής επίθεσης. Μετά την κατάρρευση της επιχείρησης Στρέλα, στις 9 Ιουνίου 1999, υπογράφηκε στο Κουμάνοβο συμφωνία, η οποία σήμανε το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Μέλη του Σώματος της Πρίστινα και άλλων μονάδων του ΓΣ, καθώς και αστυνομικές δυνάμεις, αποχώρησαν από το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου μετά από χρόνια μαχών. Μεταξύ των τελευταίων, οι μονάδες που βρίσκονταν στις πλαγιές του Πάστρικ εγκατέλειψαν και αυτές το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου.
Ο Γιουγκοσλαβικός στρατός εγκατέλειψε επίσημα το Κόσοβο στις 14 Ιουνίου. Προέκυψαν δυσκολίες, δεδομένου ότι τα στρατεύματα της ΝΑΤΟϊκής δύναμης του Κοσόβου είχαν ήδη εισέλθει στις πόλεις με τα στρατεύματά τους, ενώ ο ΑΣΚ εμφανίστηκε σε αυξανόμενους αριθμούς, και ακόμα και κατά την υποχώρηση υπήρχε κίνδυνος ένοπλης σύγκρουσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- KOŠARE (2): Rat na karauli je počeo 30. septembra 1998, politika.rs, Διαθέσιμο εδώ
- Kako je operacija “Strela” pretvorena u kašu, politika.rs, Διαθέσιμο εδώ
- Dan kada je počeo “rat” na Kosovu, novostidana.rs, Διαθέσιμο εδώ
- Srbija i Kosovo: Četvrt veka od ubistva Adema Jašarija, najkontroverznije figure sukoba, bbc.com, Διαθέσιμο εδώ
- DAN POČETKA NAJKRVAVIJE BITKE 1999: Obilići sa Košara zaustavili deset puta jačeg neprijatelja!, republika.rs, Διαθέσιμο εδώ