12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικαίωμα του αναφέρεσθαι

Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι


Της Εμμανουέλας Σουφαλιδάκη,

Το ελληνικό Σύνταγμα, από τη δημιουργία του, αναγνωρίζει μια σειρά από δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν τόσο στον πολίτη, αλλά και στο ίδιο το κράτος. Ένα θεμελιωμένο συνταγματικά δικαίωμα των πολιτών είναι το δικαίωμα του αναφέρεσθαι ή αλλιώς το δικαίωμα της αναφοράς.

Πρόκειται για το άρθρο 10 του Συντάγματος, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στον διοικούμενο (πολίτη) να αναφέρει γραπτώς στις δημόσιες αρχές κάποιο ζήτημα που τον αφορά και τον επηρεάζει. Παρακολουθηματικά, το δικαίωμα αυτό των διοικουμένων, συρρέει με την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών του κράτους γενικότερα να απαντούν εντός συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας (συνήθως εντός 30 ημερών) και πάντοτε αιτιολογημένα σε αυτές τις αναφορές. Το δικαίωμα της αναφοράς εντάσσεται στην κατηγορία εκείνων των δικαιωμάτων που χαρακτηρίζονται -για διδακτικούς και όχι μόνο λόγους- ως δικαιώματα έννομης προστασίας. Μεταξύ άλλων, σε αυτήν την κατηγορία, συγκαταλέγονται το δικαίωμα στον νόμιμο δικαστή και στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αφορούν στην νομική και δίκαιη προστασία των πολιτών από την τυχόν κρατική αυθαιρεσία.

Για πρώτη φορά, το δικαίωμα της αναφοράς παρουσιάστηκε στο ελληνικό σύνταγμα του 1844 στο άρθρο 7, το οποίο μεταφέρθηκε αυτούσιο στο άρθρο 9 του Συντάγματος του 1864. Πηγή έμπνευσης για την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος, αποτέλεσε η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1789 ενόψει του κινήματος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και το Γαλλικό Σύνταγμα του 1791, στο οποίο αυτή η Διακήρυξη συμπεριλήφθηκε. Συντάχθηκε με αυτό τον τρόπο ένας «κλασσικός κατάλογος» ατομικών δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της αναφοράς. Παράλληλα, αξίζει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά σε παγκόσμια κλίμακα εισάγεται το 1689 στο Bill of Rights με διαφορετική βέβαια σημασία από αυτή που προσδίδουν στην έννοια τα επόμενα συντάγματα. Για πολλές δεκαετίες έκτοτε το δικαίωμα της αναφοράς περιοριζόταν στην διατύπωση παραπόνων προς τον μονάρχη-βασιλιά ή σε αναφορές μόνο σε περίπτωση παραβίασης δικαιώματος προς την κυβέρνηση, χωρίς εκείνη, όμως, να έχει υποχρέωση απάντησης. Τελικά, στο Σύνταγμα του 1991 στην Ελλάδα ορίζεται ρητά η υποχρέωση των αρχών για ταχεία και αιτιολογημένη απάντηση, συνθήκη που υιοθετήθηκε και στα μετέπειτα συντάγματα έως σήμερα.

Πηγή εικόνας; pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης:clker-free-vector-images

Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο για το δικαίωμα της αναφοράς ορίζει ότι: «1. Kαθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Kράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο. 2. Mόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής, στην οποία απευθύνεται η αναφορά, και με την άδειά της, επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σ’ αυτή.» Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις.

Η αναφορά, δηλαδή το αίτημα που υποβάλλεται ενώπιον των διοικητικών αρχών, θα πρέπει να είναι γραπτή και συγκεκριμένη ως προς την πράξη ή την παράλειψη που αιτείται ο αναφέρων (ο υποβάλων την αναφορά) και να απευθύνεται σε προγενέστερη ενέργεια ή μη της διοικήσεως, η οποία μπορεί να ζημιώνει τον διοικούμενο. Αυτές οι προϋποθέσεις ως προς το μέρος της αναφοράς είναι εύλογες, καθώς, αν η αναφορά γινόταν δεκτή και προφορικά θα ανέκυπταν δυσκολίες απόδειξης ταυτότητας του αναφέροντος, του αντικειμένου της αναφοράς καθώς και της ημερομηνίας υποβολής της.

Από την μεριά των αρχών, οι οποίες κατά κύριο λόγο είναι διοικητικές και όχι δικαστικές, καθώς οι αναφορές δεν μπορούν να στραφούν κατά δικαστικών αποφάσεων, βασική προϋπόθεση τίθεται η εντός συγκεκριμένου χρόνου απάντηση στην αναφορά και μάλιστα αιτιολογημένη. Η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί στην ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του ζητήματος και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης της κατάστασης. Βεβαίως, από την πλευρά της η αρχή δεν περιορίζεται ως προς το περιεχόμενο της απάντησης που θα δώσει. Για αυτό το λόγο το δικαίωμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διαδικαστικό γιατί δεν γεννά την απαίτηση από τη διοίκηση για κάποια συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, αλλά την υποχρεώνει σε διαδικαστική διαδικασία αυτής της έρευνας και τεκμηριωμένης απάντησης. Προκειμένου να αναδειχθεί η σπουδαιότητα της απάντησης στην αναφορά, εισάγεται μια προστατευτική εγγύηση υπέρ του αναφέροντος σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε δίωξη κατά αυτού ως προς το περιεχόμενο της αναφοράς μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά την απάντηση, έτσι, ώστε οι αρχές να μην μπορούν κάτω υπό καμία περίσταση να υπεκφύγουν των υποχρεώσεών τους.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: peggy_marco

Το δικαίωμα αυτό δεν γνωρίζει περιορισμούς, αλλά μπορεί να ασκηθεί από όλους. Όχι μόνο από Έλληνες πολίτες, αλλά από τον κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως ιθαγένειας. Αποκλειστική προϋπόθεση είναι η έκβαση της αναφοράς να υπηρετεί κάποιο ιδιωτικό συμφέρον του αναφέροντος ή έστω γενικό. Αυτή η καθολικότητα του δικαιώματος, του οποίου τα υποκείμενα είναι άνευ διακρίσεων, εντείνει το στόχο της αναφοράς, που δεν είναι άλλος από το δικαίωμα των ανθρώπων να είναι ενεργοί πολίτες και να έρχονται σε άμεση επαφή με τις αρχές και τις πράξεις τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2022
  • Το Σύνταγμα της Ελλάδος, hellenicparliament.gr, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εμμανουέλα Σουφαλιδάκη
Εμμανουέλα Σουφαλιδάκη
Γεννήθηκε το 2003 στο Ρέθυμνο της Κρήτης όπου και μεγάλωσε. Είναι φοιτήτρια της Νομική Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενδιαφέρεται, μεταξύ άλλων, για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ιδίως για την υπεράσπιση των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων. Της αρέσουν πολύ τα ταξίδια και η άθληση. Στον ελευθερό της χρόνο της αρέσει να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις και να συμμετέχει σε ομαδικές δράσεις.