Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, στιγμή ιδιαίτερα κομβική για την εξέλιξη της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Το OffLine Post, στο πλαίσιο του αφιερώματος στους πρωταγωνιστές της εποχής, ολοκληρώνει τον κύκλο των συνεντεύξεων με τον διεθνούς φήμης φωτορεπόρτερ, Αριστοτέλη Σαρρηκώστα.
Ο μοναδικός φωτογράφος που κατάφερε να απαθανατίσει τη στιγμή που το τανκ εισέβαλε στο Πολυτεχνείο μιλάει στο OffLine Post για το κλίμα που επικρατούσε πριν από τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973, τη φωτογραφική κάλυψη των γεγονότων και τα προσωπικά του βιώματα ως αυτόπτης μάρτυρας αυτών. Επιπροσθέτως, αναφέρεται στο αποτύπωμα που έχουν αφήσει τα γεγονότα εκείνα στη ζωή του, έπειτα από 50 έτη.
-
Επί πολλές δεκαετίες είστε ένας φωτορεπόρτερ που έχει καταφέρει να αποτυπώσει αρκετά ιστορικά καρέ. Έχοντας καλύψει τις κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη, που αποτέλεσαν τις πρώτες μαζικές διαδηλώσεις κατά της Χούντας, περιμένατε ότι αυτός ο κοινωνικός αναβρασμός θα οδηγούσε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου;
Για μένα το Πολυτεχνείο δεν είναι μόνο το τριήμερο. Ξεκίνησε από το 1965 με την ανατροπή της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου με την Αποστασία και πριν από αυτό ακόμα, το 1963 με τη δολοφονία του Λαμπράκη, αλλά και με τον «Ανένδοτο Αγώνα» του Παπανδρέου την περίοδο 1965-67 με τις καθημερινές διαδηλώσεις. Δεν ήταν η καλύτερη κατάσταση για την Ελλάδα τότε, υπήρχε ένας αναβρασμός. Μέσα στο Κοινοβούλιο είχα φωτογραφίσει ως Φωτορεπόρτερ του Associated Press τους βουλευτές των κομμάτων που διαπληκτίζονταν, έπαιζαν ξύλο για να το πω απλά. Με όλα αυτά φτάσαμε στο 1967.
Και φθάνουμε, λοιπόν, στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου το 1968, όταν για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός βγήκε στον δρόμο και βρήκε την ευκαιρία να φωνάξει «Κάτω ο Παπαδόπουλος, Κάτω η Χούντα». Μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει κανείς να βγει στον δρόμο και να διαμαρτυρηθεί για τη Δικτατορία που είχε επιβληθεί την 21η Απριλίου του 1967.
Η πρώτη κατάληψη έγινε στη Νομική, τον Φεβρουάριο του 1973. Εκεί βρισκόμασταν πολλοί φωτορεπόρτερ για να καλύψουμε το γεγονός και οι αστυνομικοί, αφού περίμεναν να φύγουμε τα ξημερώματα, μπήκαν μέσα και διέλυσαν την κατάληψη. Τον Μάρτιο συνέβη πάλι το ίδιο, αλλά αυτή τη φορά η κατάληψη έγινε πιο οργανωμένα, με βασικό αίτημα την κατάργηση του Ν. 1347. Επρόκειτο για έναν χουντικό νόμο, που επέτρεπε στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να επιστρατεύει οποιονδήποτε φοιτητή. Αυτοί διάλεγαν τους συνδικαλιστές, για να διαλύσουν το συνδικαλιστικό φοιτητικό κίνημα. Δεν το πέτυχαν, γιατί ο συνδικαλισμός στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν αρκετά δυνατός. Οι διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας είχαν ξεκινήσει μετά τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής, όταν βγήκαν οι φοιτητές και φώναζαν «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», προκειμένου να καταργηθεί αυτός ο χουντικός νόμος και να ικανοποιηθούν άλλα αιτήματά τους.
Η μεγάλη αντίδραση του κόσμου ήρθε τον Νοέμβριο του 1973. Η Αθήνα, τότε, είχε μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης από το Σύνταγμα, την Ομόνοια, τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μέχρι το Χίλτον, με συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και δακρυγόνα. Την 14η Νοεμβρίου, οι φοιτητές, κυνηγημένοι από τους Αστυνομικούς, κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο, όπου τους περικύκλωσαν και δεν μπορούσαν να βγουν. Σε λίγες ώρες, οι λίγες εκατοντάδες φοιτητές έγιναν αρκετές χιλιάδες: μαζί με άλλους, όπως οικοδόμοι, μαθητές, υπάλληλοι, οι πάντες που δεν άντεχαν τη Χούντα, είχαν μπει στο Πολυτεχνείο. Βλέποντας αυτά η Αστυνομία είχε αφηνιάσει. Σταματούσαν τα τρόλεϊ στο Πανεπιστήμιο, στη Λ. Αλεξάνδρας, έμπαιναν μέσα και χτυπούσαν όποιον προσπαθούσε να πάει προς την οδό Πατησίων.
Την πρώτη μέρα της κατάληψης οι φοιτητές είχαν κάνει το εξής: άφησαν κατά μέρος τα συνδικαλιστικά τους προβλήματα και όλες οι οργανώσεις έγιναν μία και αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα των φοιτητών. Εργάστηκαν όλοι μαζί και ετοίμασαν νοσοκομείο, μαγειρεία, φαρμακεία, τυπογραφείο και το κυριότερο: τον ραδιοφωνικό σταθμό, το «Εδώ Πολυτεχνείο», που ακουγόταν σε όλη την Αθήνα και όχι μόνο. Το μόνο που ζητούσαν ήταν το αυτονόητο: Ελευθερία, Ανεξαρτησία, και «Κάτω η Χούντα».
Τη 15η Νοεμβρίου, δεύτερη μέρα της κατάληψης, ο κόσμος συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και συμπαραστεκόταν στους φοιτητές κατά χιλιάδες και εξελισσόταν η Εξέγερση με μαζικές συνελεύσεις μεταξύ τους, οργάνωση εντός του ιδρύματος και μαζικοποίηση του γεγονότος, με συνθήματα και κάλεσμα προς τον κόσμο μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού. Όλα αυτά συνεχίζονταν ενώ μεγάλωνε η συμβολή των απλών πολιτών, που έστελναν χρήματα, φάρμακα και τρόφιμα για να συνεχίσουν οι φοιτητές την κατάληψη.
Τη 16η Νοεμβρίου, τρίτη μέρα της κατάληψης, ο κόσμος έξω από το Πολυτεχνείο ήταν πάρα πολύς. Το μεσημέρι, μάλιστα, είχαν καλέσει όλους τους δημοσιογράφους και πρόσεξα τα μάτια των ομιλητών που είχαν τέτοια φλόγα, δύναμη και θέληση για να κρατήσουν την κατάληψη και βγαίνοντας έξω, σκέφτηκα ότι αυτά τα παιδιά μπορούν να το πάνε μέχρι τέλους. Ήταν αποφασισμένοι και έτσι έγινε. Το απόγευμα η Αστυνομία έβγαλε τις «Αύρες», τα μεγάλα στατικά αυτοκίνητα, η Πυροσβεστική Υπηρεσία με αντλίες νερού προσπάθησε και διέλυσε τον κόσμο, παράλληλα με δακρυγόνα κ.ά. Αυτοί που έμειναν μέσα ήταν αρκετές χιλιάδες φοιτητών.
Εμείς σαν φωτορεπόρτερ κάθε μέρα φωτογραφίζαμε συλλήψεις, τραυματισμούς, γιατί υπόψιν ότι πέριξ του Πολυτεχνείου όλες οι στέγες ήταν γεμάτες από ακροβολισμένους αστυνομικούς, οι οποίοι πυροβολούσαν με πλαστικές σφαίρες. Είδα πολλούς να τραυματίζονται. Βέβαια, η πλαστική σφαίρα δεν σου έκανε μεγάλο κακό, αν δεν σε έβρισκε σε κάποιο ευαίσθητο σημείο. Αλλά αν σε έβρισκε στο κεφάλι, μπορούσε να σε σκοτώσει. Το βράδυ, όμως, που έπεφτε το σκοτάδι και δεν έβλεπες από πού μπορούσαν να σε πυροβολήσουν, γιατί εκείνοι πυροβολούσαν κατά βούληση, χρησιμοποιούσαν κανονικές σφαίρες. Γι’ αυτό και είχαμε αρκετά θύματα, κάτι που παραδέχθηκε εκ των υστέρων και η Κυβέρνηση.
Μπορώ να πω ότι σαν φωτορεπόρτερ βγάλαμε φωτογραφίες γύρω γύρω και μόλις έπεφτε ο ήλιος, πηγαίναμε στα γραφεία μας για να δώσουμε τις φωτογραφίες στην εφημερίδα ή στο πρακτορείο. Εκείνη την ημέρα, 16 προς 17 κάναμε το ίδιο, ήμασταν στον δρόμο μέχρι τις 17:30-18:00 και μετά πήγαμε στα γραφεία μας, γιατί ήταν προβοκάτσια να βγεις το βράδυ να φωτογραφίσεις με το φλας έναν Αστυνομικό που συλλαμβάνει ή χτυπάει κάποιον φοιτητή ή φοιτήτρια. Ήταν σαν να πήγαινες να αυτοκτονήσεις, ήταν πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτό δεν βγαίναμε στον δρόμο όταν έπεφτε το σκοτάδι.
-
Πώς αποφασίστηκε η κάλυψη των γεγονότων; Ήταν δική σας επιθυμία ή προτάθηκε από το πρακτορείο με το οποίο συνεργαζόσασταν;
Το γραφείο μου ήταν στην Ακαδημίας, κοντά στη Βουλή, και γύρω στις 21:30 βγήκα από τον σκοτεινό θάλαμο που εμφάνιζα τα φιλμ για να πάρω λίγο αέρα. Ξαφνικά, άκουσα έναν γνωστό θόρυβο. Ήταν οι ερπύστριες των τανκς, που περνούσαν από τη Βουλή, από την Πανεπιστημίου, για να πάνε στην Πατησίων και εν συνεχεία στο Πολυτεχνείο. Τρέχω στην αίθουσα σύνταξης και λέω στον Διευθυντή μου «έλα να ακούσεις». Μου είπε «πάρε τις μηχανές και τρέχα». Απάντησα «εγώ θα πάω, αλλά ποιος θα γράψει το στόρι;». Αποκρίθηκε «όταν γυρίσεις θα μας πεις τα γεγονότα». Του λέω «δεν γίνεται, πρέπει να έρθει ένας μαζί μου, δουλειά μου είναι να φωτογραφίζω». Αυτό το είπα για να έχω κάποιον μαζί μου, καθώς είναι άλλο να περπατάς σε έρημους δρόμους μόνος και άλλο να είστε δύο.
Αυτός τότε είχε ένα αυτοκίνητο πολύ καλό, μία Τζάγκουαρ, αλλά το μεγάλο προτέρημα ήταν οι πινακίδες που ήταν αγγλικές. Είχε δικαίωμα σαν ξένος ανταποκριτής να έχει ξένες πινακίδες. Μπήκαμε μέσα, αφού τον κατάφερα, και κατεβήκαμε την Αμερικής από την Ακαδημίας. Πέσαμε πάνω στη φάλαγγα των τανκς. Μας έκαναν οι οδηγοί χώρο και γίναμε μέρος της φάλαγγας σαν να ήμασταν μαζί τους. Βέβαια, ο Διευθυντής φοβόταν μην του τσαλακώσουν το αυτοκίνητο, αλλά μας είχαν αφήσει χώρο και πηγαίναμε μια χαρά προς τα κάτω.
Στο Πανεπιστήμιο μας πλησιάζει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο από δεξιά, με κατεβασμένο το παράθυρο και με την απειλή περιστρόφου, μας έβρισε και μας έδιωξε. Ο Διευθυντής μου τρόμαξε και εγώ κατέβασα το παράθυρο και χωρίς να πω κάτι, έβαλα το χέρι μου στο στόμα και έκανα ένα «σσσς», δηλαδή να σταματήσει να μας απειλεί. Έχοντας καλύψει πολέμους, απλώς δεν φοβόμουν, γιατί τα παίζαμε όλα κορώνα γράμματα και το κόλπο έπιασε. Ο Αστυνομικός, ενώ με απειλούσε με τον περίστροφο, όταν άκουσε το «σσσς» και είδε, προφανώς, τις πινακίδες θεώρησε ότι είμαστε από τη CIA ή κάτι τέτοιο. Είπε κάτι στον συνοδηγό του και έφυγαν. Φτάσαμε με αυτόν τον τρόπο στην Πατησίων.
Εκεί τα τανκ παρατάχθηκαν στην Πύλη του Πολυτεχνείου, ενώ το μεγαλύτερο στάθηκε με το κανόνι μπροστά στην κεντρική πύλη και τα υπόλοιπα δεξιά και αριστερά. Εγώ έφτασα εκεί περπατώντας, γιατί το αυτοκίνητο σταμάτησε στο Μινιόν, και σταθήκαμε στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, δηλαδή απέχαμε από την κυρία είσοδο λιγότερο από 30 μέτρα. Άκουγα τον Λοχία που βρισκόταν πάνω στο τανκ και μιλούσε στο τηλέφωνο, λέγοντας «Μάλιστα, διατάξτε». Με τα φώτα του δρόμου και τους προβολείς άρχισα να φωτογραφίζω δειλά δειλά, γιατί στη γωνία υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί και στρατιώτες, κάποιοι από αυτούς με πολιτικά, τους οποίους γνωρίζαμε όλες αυτές τις μέρες. Έβγαζαν τα γκλοπ από το σακάκι τους και χτυπούσαν τον κόσμο, για να δημιουργήσουν κατάσταση. Από εκείνη τη γωνία τράβηξα μερικά στιγμιότυπα χωρίς φλας. Τραβούσα 7-8 φωτογραφίες και έβγαζα το φιλμ και το έδινα στον Διευθυντή μου, γιατί πίστευα ότι κάποιος θα με αρπάξει και θα με πάει στην οδό Μπουμπουλίνας στην Ασφάλεια, που ήταν ένα τετράγωνο από εκεί.
-
Μέσα από τον φωτογραφικό σας φακό αποτυπώσατε τη στιγμή που το τανκ εισβάλλει στο Πολυτεχνείο. Θα μπορούσατε να περιγράψετε πώς καταφέρατε, με τόσους κρατικούς και παρακρατικούς ανάμεσά σας, να προβείτε στη συγκεκριμένη λήψη;
Ένας αστυνόμος, που ίσως με γνώριζε από τις καθημερινές διαδηλώσεις, μου είπε με ύφος «Τι κάνεις εσύ εδώ;», για να του απαντήσω «ήρθα να πάρω μερικές φωτογραφίες». Και τι μου λέει; «Κάτσε εδώ να σε βλέπω, να σε προσέχω». Αυτός το είπε διφορούμενα, με την έννοια να μην φεύγω αριστερά-δεξιά και μπερδεύομαι στα πόδια τους. Άλλο που δεν ήθελα εγώ, να έχω κάποιον Αστυνομικό Διευθυντή να με προσέχει. Ακούγοντάς το αυτό οι άλλοι, νόμιζαν ότι είμαι «δικός» τους. Έτσι, έμεινα εκεί μέχρι την ώρα που το τανκ έπεσε στην πόρτα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τις σκηνές.
Υπόψιν, στις δώδεκα τα μεσάνυχτα έδιωξα τον Διευθυντή μου, για να γλιτώσουμε αυτά που είχα τραβήξει, γιατί έστω και μετά την επέμβαση του αστυνόμου, φοβόμουν ότι θα με πιάσουν. Φωτογράφιζα με μεγαλύτερη ευχέρεια πια. Φοιτητές στα παράθυρα, στα κολονάκια να φωνάζουν «είμαστε αδέρφια, ελάτε μαζί μας, στρατιώτες δεν θα μας πυροβολήσετε» και το ραδιόφωνο να παίζει μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ οι Αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν και έβριζαν τους φοιτητές. Έχω καλύψει πολλούς πολέμους, αλλά όταν φωτογραφίζεις στην πατρίδα σου τα συναισθήματα είναι πολύ πιο δυνατά. Σαν επαγγελματίες πρέπει αυτά να τα βάλουμε στην άκρη. Την ώρα της δουλειάς είμαστε εκεί για να καταγράψουμε το γεγονός.
Φτάνουμε στις 02:55, όταν μετά από ένα «Μάλιστα, διατάξτε» του Λοχία που βρισκόταν πάνω στο τανκ, γυρίζει τη μπούκα, τον πυργίσκο ανάποδα και ενώ το κανόνι έβλεπε την κύρια πύλη, ξαφνικά γύρισε προς τα πίσω, έκανε όπισθεν και ήρθε στο πεζοδρόμιο που ήμουν εγώ. Έκανα τον σταυρό μου και σκέφτηκα ότι θα πήρε εντολή να αποχωρήσει. Ξαφνικά, μαρσάρει τη μηχανή και με όση δύναμη είχε έπεσε στην πύλη. Σταμάτησε, δεν έπεσαν τα κολονάκια, κουνήθηκαν, αλλά δεν έπεσαν. Έπεσαν, όμως, όσοι ήταν πάνω στα κολονάκια, άλλοι στο πεζοδρόμιο, άλλοι αριστερά, δεξιά.
Το μεγάλο μου ερώτημα, που παραμένει μέχρι σήμερα, είναι τι απέγιναν τα παιδιά που βρίσκονταν μεταξύ της σιδερένιας πόρτας, γιατί πίσω της είχαν βάλει οι φοιτητές μια Μερσεντές του πρύτανη για οδόφραγμα. Μεταξύ αυτοκινήτου και πόρτας υπήρχαν δεκάδες άτομα. Πρόλαβαν να φύγουν; Επαναλαμβάνω πως όταν κουνήθηκαν οι κολόνες, σταμάτησε το τανκ και εκεί, βάζοντας μεγάλη δύναμη, έριξε την πύλη και μαζί με την πόρτα τσαλάκωσε το αυτοκίνητο και πήγε 10-12 μέτρα μέσα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Εγώ συνήλθα αμέσως από αυτό το γεγονός, το οποίο πραγματικά δεν το περίμενα.
Αφού άνοιξε την πόρτα και όρμησαν μέσα αστυνομικοί και στρατιώτες, έφυγα σαστισμένος και πήγα στο κέντρο της οδού Πατησίων, γιατί το τανκ αφού άνοιξε την είσοδο, γύρισε και το μισό φαινόταν μέσα και το μισό έξω. Η φωτογραφία είναι η μόνη που δείχνει ότι το τανκ ήταν μέσα. Πάνω από το ξενοδοχείο «Ακροπόλ» ήταν κρυμμένος ο Ολλανδός οπερατέρ που τράβηξε μερικά δευτερόλεπτα που το τανκ ρίχνει την πύλη. Ήμασταν οι μόνοι που καταγράψαμε την πραγματικότητα, γιατί την επόμενη μέρα βγήκε ο Παττακός και ισχυριζόταν στους δημοσιογράφους ότι δεν συνέβη τίποτα.
-
Με δεδομένο ότι καταγράφατε βιαιότητες των δυνάμεων καταστολής, φοβηθήκατε για τη δική σας ασφάλεια; Υπήρξε κάποια στιγμή που νιώσατε ότι οι Χουντικοί θα σας επιτεθούν προκειμένου να αποτρέψουν τη δημοσιοποίηση των εικόνων;
Όταν τράβηξα αυτά τα 3 καρέ από το κέντρο της Πατησίων, με είδαν δυο αστυνομικοί που δεν ήξεραν ποιος είμαι, ήρθαν μπροστά μου με καδρόνια δύο μέτρων και σημάδεψαν το κεφάλι μου, ο ένας από αριστερά και ο άλλος από δεξιά, για να με αφήσουν στον τόπο. Δεν τους άρεσε που φωτογράφιζα αυτά τα στιγμιότυπα. Τότε έσκυψα μία δεξιά και μία αριστερά και απέφυγα τα χτυπήματα. Είδα ότι ο ένας έβγαλε το περίστροφο. Όπως, επίσης, όταν έριξε την πύλη το τανκ και μπήκαν οι αστυνομικοί και οι στρατιώτες άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς, ουρλιαχτά, βρισιές. Αν οι πυροβολισμοί έβλεπαν τον ουρανό ή κάτω, δεν το είδα. Πολλοί με ρωτούν αν είδα νεκρούς στο Πολυτεχνείο. Δεν είδα από τη γωνία που ήμουν.
Εγώ, με την απειλή των αστυνομικών να μου ανοίξουν το κεφάλι, άρχισα να τρέχω ζικ ζακ για να αποφύγω τον πυροβολισμό. Έστριψα στην Οδό Ακαδημίας, πήγα στο γραφείο και άρχισα να στέλνω. Ήρθε ο Διευθυντής και με ρωτούσε τι έγινε. Του εξήγησα τα γεγονότα και ήμασταν το πρώτο ειδησεογραφικό πρακτορείο που έστειλε την είδηση ότι το τανκ εισέβαλε στο Πολυτεχνείο στις 02:57.
Έστειλα φωτογραφίες στην Αμερική και σε όλη την Ευρώπη, αλλά με έτρωγε να δω τι έγιναν τα παιδιά. Πήρα την τσάντα μου και κατέβηκα κάτω, ήταν 6 ή 7 παρά. Πήγα στο Πολυτεχνείο και είδα να είναι εκεί πυροσβέστες και αστυνομικοί με τις μάνικες να πλένουν τα πεζοδρόμια. Μπήκα μέσα και άρχισα να φωτογραφίζω. Δεν μου μίλησε κανείς. Ήταν εκατοντάδες παπούτσια πεταμένα, σκισμένα πουκάμισα, παντελόνια και γενικά μια κατάσταση… σε μερικά σημεία υπήρχαν αρκετοί λεκέδες από αίματα. Αυτά είναι τα γεγονότα που έζησα και ζω κάθε χρόνο.
-
Τη στιγμή που τραβούσατε τα καρέ, είχατε την επίγνωση της αξίας που θα είχαν στο μέλλον;
Κανένας φωτορεπόρτερ δεν σκέφτεται την ώρα της δουλειάς τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει. Είναι ένα ιστορικό γεγονός. Δεν έχω δει, όμως, μέχρι τώρα μια σωστή αξιολόγηση από κάποια κυβέρνηση. Είναι μια σελίδα της Νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά τη διώχνουν. Δεν διδάσκεται, δεν ακούγεται, προσπαθούν να την εξαφανίσουν. Όσο αντέχω, πηγαίνω σε σχολεία και μιλάω, λέω αυτά που έζησα. Προχθές ήμουν σε δύο λύκεια του Πειραιά και ικανοποίησή μου είναι αυτή, ότι από το σύνολο 10-20 παιδιά θα κρατήσουν τι έκαναν οι νέοι της εποχής για να ζούμε σήμερα ελεύθεροι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Οι νέοι τότε παραμέρισαν τα πάντα. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μία μέγιστη πράξη αντίστασης. Το ερώτημά μου είναι γιατί ενοχλεί αυτή η εξέγερση και γιατί τη μειώνουν και διαστρεβλώνουν κάποιοι την ιστορική της σημασία;
-
Βρεθήκατε στο Πολυτεχνείο το επόμενο πρωινό και καταγράψατε το αποτέλεσμα της περασμένης ιστορικής νύχτας. Αντιληφθήκατε τότε το μέγεθος της επίθεσης που προηγήθηκε και ποια ήταν τα συναισθήματα που σας κατέκλυζαν;
Το πρωί ήταν όλα διαλυμένα. Το γραφείο τύπου, τα εστιατόρια, το πρόχειρο νοσοκομείο, ο ραδιοφωνικός σταθμός ήταν τα πάντα κατεστραμμένα. Αλλά ποιος μας εγγυάται ότι το έκαναν οι φοιτητές; Όλοι οι φωτορεπόρτερ όταν καλύπτουν ένα γεγονός ασφαλώς έχουν συναισθήματα κι εγώ πάντα έπαιρνα το μέρος του ασθενέστερου. Κατά βάθος, ειδικά στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων, όταν έβλεπα τα παιδιά να ανοίγουν τα πουκάμισά τους και να λένε «είμαστε άοπλοι», αναρωτιόμουν τι κάνω έξω και δεν πάω να συμπαρασταθώ. Τα συναισθήματα παραμερίζονται αν θες να κάνεις τη δουλειά του φωτορεπόρτερ. Δεν συμπαθείς, άσχετα αν αργότερα κάνεις αναδρομή σε ό,τι έζησες. Εκείνη τη στιγμή ο σκοπός είναι να καταγράψεις το γεγονός.
-
Πώς υποδέχθηκε ο διεθνής Τύπος τα γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν λόγω και των ντοκουμέντων που είχαν βγει στο φως της δημοσιότητας;
Το πρωί μας κάλεσε ο Παττακός, ο οποίος ήταν Υπουργός Εσωτερικών, και είπε στους δημοσιογράφους «τι βλακείες είναι αυτά που γράφετε; Δεν συνέβη τίποτα». Αναρωτιόμουν «τι δεν έγινε τίποτα;», αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Το μεσημέρι που ήρθαν οι εφημερίδες από το εξωτερικό και είχαν πρωτοσέλιδο τη φωτογραφία με το τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο, κάλεσε ξανά τους ξένους ανταποκριτές και τους Έλληνες δημοσιογράφους και αφού είπε τα δικά του, στο τέλος είπε ότι έπρεπε να επέμβουν «για να τελειώνει αυτή η ιστορία με τα παλιόπαιδα». Η ιστορία αυτή ήταν το τέλος της Χούντας, άσχετα αν πολλοί λένε ότι δεν έπαιξε ρόλο. Ξέροντας τα υπόλοιπα γεγονότα, δηλαδή την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και την απόφασή του για την Κύπρο να ρίξει τον Μακάριο και να δώσει δικαίωμα στους Τούρκους να εισβάλουν, όλα αυτά έδειξαν ότι η Χούντα δεν είχε ούτε το πρόγραμμα ούτε τη δύναμη να κάνει αυτά που σκόπευε ο Ιωαννίδης. Βλέποντας την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησαν, παρέδωσαν την εξουσία στους πολιτικούς, με την άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 24 Ιουλίου 1974 και την ορκωμοσία της οικουμενικής Κυβέρνησης.
-
Πενήντα χρόνια μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, ποιες είναι οι στιγμές που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη σας από τα γεγονότα αυτά;
Το σκηνικό που ανέφερα και ιδιαιτέρως το τριήμερο ξαναζώ τα γεγονότα. Ακόμη ακούω τον ήχο, βλέπω τις σκηνές που έπεφταν σαν πορτοκάλια οι φοιτητές από τα κολονάκια στο πεζοδρόμιο και την τελευταία φωτογραφία που τράβηξα το τανκ να φαίνεται μέσα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Τα καρέ και τις σκηνές εκείνες δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ.
Με αφορμή την 50ή επέτειο από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Δήμος Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης διοργανώνει έκθεση ιστορικών φωτογραφιών του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, η οποία φιλοξενείται στην αίθουσα Ιωνία (Λεωφ. Κ. Καραμανλή 18, Βούλα) μέχρι την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου.
Ευχαριστούμε τον κύριο Σαρρηκώστα για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!