Της Γεωργίας – Αλεξάνδρας Καλογεροπούλου,
Η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι ένας ολόκληρος κόσμος που υφαίνεται από τα βιώματα και τον ιδιαίτερο ψυχισμό του. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί κανείς να καταλάβει ακόμη και μέσα και από ένα πίνακα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου που απεικονίζεται και να δώσει τις δικές του ερμηνείες, τις οποίες θα αποκωδικοποιήσει από τον τρόπο με τον οποίο στέκεται, κοιτάει, καθώς και τις εκφράσεις του και την γλώσσα του σώματός. Πολλοί μουσικοί έδωσαν τις δικές τους «περίγραφες» ανθρώπων εμπνευσμένοι από εικαστικές δημιουργίες. Αυτές έγιναν, φυσικά, στην γλώσσα με την οποία εκφράζονται, την μουσική. Ως εκ τούτου, προσπάθησαν να φτιάξουν συνθέσεις που θα αποτελούσαν προσωπογραφίες και έτσι δημιουργήθηκαν τα μουσικά πορτρέτα.
Το πιο γνωστό από αυτά, είναι το διπλό πορτρέτο του Modest Mussorgski, το οποίο είναι έργο πιάνου και ονομάζεται “Samuel Goldenberg und Schmuyle”, («Δυο Πολωνοί Εβραίοι, ο ένας πλούσιος, ο άλλος φτωχός»). Είναι ένα σύνολο από κομμάτια πιάνου που βασίστηκαν στα έργα και σχέδια του αρχιτέκτονα και σκιτσογράφου Victor Alexandowitsch Hartmann (1834-1873). Ο Mussorgski είχε στην κατοχή του τον «Πλούσιο Εβραίο με το γούνινο καπέλο» και «τον Φτωχό Εβραίο (Γέροντα)». Αυτά τα έργα ήταν του Hartmann και πιστεύεται ότι από εκεί εμπνεύστηκε ο Mussorgski.
Υπάρχει ένα αντιθετικό δίπολο μεταξύ των δύο πινάκων. «Ο Πλούσιος εβραίος», σχεδιασμένος σε προφίλ, δείχνει έναν κύριο που αποπνέει αυτοπεποίθηση, κύρος, σοβαρότητα και σιγουριά, ενώ από την άλλη «ο Φτωχός εβραίος», σχεδιασμένος en face, παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο με σκυφτό βλέμμα που φαίνεται κουρασμένος και καταβεβλημένος. Αυτό αποκαλύπτεται από την στάση του σώματος του που καμπουριάζει και το μπαστούνι που κρατάει. Επίσης, δίπλα του υπάρχει ένας σάκος, ο οποίος μπορεί να είναι και βράχος και πάνω του βρίσκεται ακουμπισμένο ένα καπέλο, ένα στοιχείο που παραπέμπει στο συμπέρασμα πως πιθανότατα να είναι ζητιάνος. Έχει λευκά γένια και μαλλιά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν είναι καθαρά. Η ακουαρέλα φαίνεται να είναι ιμπρεσιονιστική.
Ο Μodest Mussorgski βρίσκεται ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους της μουσικής της εποχής του ρεαλισμού. Για αυτόν η μουσική ήταν «μια γλώσσα που τροφοδοτείται από την ζωή». Στην αυτοβιογραφία του το 1880 γράφει: «Σύμφωνα με το καλλιτεχνικό μου πιστεύω, η τέχνη δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο συνομιλίας με τον άνθρωπο. Όλη η δημιουργική του δραστηριότητα διακατέχεται από αυτήν την πεποίθηση. Όπως ο Virchow και ο Gervinus, είναι της άποψης ότι η ανθρώπινη γλώσσα υπάγεται σε μουσικούς νόμους. Θεωρώ πως το έργο της μουσικής είναι όχι μόνο η απόδοση συναισθηματικών ερεθισμάτων, άλλα και η απόδοση της ίδιας της ανθρώπινης ομιλίας σε ήχους». Στις 30 Ιουλίου 1868 έγραψε στη Ludmila Schestakowa: «Η μουσική μου οφείλει να είναι καλλιτεχνική απομίμηση της ανθρώπινης ομιλίας στην πιο λεπτή της έκφραση, δηλαδή οι ήχοι της ανθρώπινης ομιλίας οφείλουν, ως εξωτερικά φαινόμενα της σκέψης και του συναισθήματος, να εξελιχθούν, χωρίς υπερβολή και πίεση, σε μια αυθεντική, ακριβή αλλά συνάμα καλλιτεχνική μουσική».
Το κομμάτι του πιάνου χωρίζεται σε 4 ενότητες και είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να ακούγεται σαν συνομιλία μεταξύ των δύο Εβραίων. Τον λόγο τον παίρνει πρώτα ο πλούσιος Εβραίος και στην συνέχεια μιλάει ο φτωχός. Στο τρίτο κομμάτι μιλάνε και οι δύο μαζί και στο τελευταίο γίνονται σύντομες παρεμβάσεις πρώτα από τον Schmuyle και μετά από τον Samuel Goldenberg.
Το έργο αυτό θεωρείται μία σπουδή πάνω στον μελωδικό τονισμό και την τονική εκφορά. Ο Samuel Goldenberg έχει δυνατή φωνή (Forte) και πολύ καθαρή άρθρωση. Ακολούθως, ο λόγος του είναι εμφατικός κάτι που δηλώνεται με τις συχνές παύσεις. Τα πρώτα οχτώ μέτρα του κομματιού για πιάνο, έχουν την ένδειξη Andante Grave – energico. O Goldenberg μιλά σε χαμηλή ή μεσαία τονική περιοχή με την μελωδία σε ουνίσονο και στα δύο χέρια, μ’ αυτόν τον τρόπο δηλώνεται η επιβλητικότητα του. Η μελωδία της ομιλίας του ανήκει μέσα στα πλαίσια μιας μικρής ενάτης (λα μέχρι σι ύφεση) και εντός των ορίων της σι ύφεση ελάσσονος, αυτή η κλίμακα διαρθρώνεται τονικά με δύο τρόπους: ως παραλλαγή του αιολικού τρόπου (σι ύφεση – ντο – ρε ύφεση – μι ύφεση – φα – σολ ύφεση – λα ύφεση – σι ύφεση) και ως «τσιγγάνικη κλίμακα» (σι ύφεση – ντο – ρε ύφεση – μι – φα – σολ ύφεση – λα – σι ύφεση). Αυτή είναι μια κλίμακα από την Ανατολή, η οποία θεωρείται ως αναφορά στην Πολωνία καταγωγή του εβραίου.
Από την άλλη, η ομιλία του Schmuyle ανήκει στην ψηλή τονική περιοχή (στα όρια της διπλής οκτάβας) σε μετρίως δυνατή ή σιγανή δυναμική (mezzoforte, piano) και με αγωνιώδη τρόπο (μικρές φθογγικές αξίες). Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η καχεκτικότητα του. Η μουσική του έχει την ένδειξη Andantino. H κλίμακά του είναι τις περισσότερες φορές αυτή της ρε ύφεση ελάσσονος με φρυγική απόχρωση (ρε ύφεση – μι διπλή ύφεση – φα ύφεση – σολ ύφεση – λα ύφεση – σι διπλή ύφεση – ντο ύφεση – ρε ύφεση)
Η Τρίτη ενότητα (Andante, Grave) φτάνει στην δυναμική και συναισθηματική κορύφωση του κομματιού και είναι το σημείο που οι δύο εβραίοι μιλούν ταυτόχρονα. Μετά την κορώνα κορυφώνεται η αντίθεση των δύο θέματών. Η παραίτηση του Schmuyle εκφράζεται στα δύο πρώτα μέτρα της Coda τα οποία έχουν χαρακτηριστικά την ένδειξή poco ritardando con dolore. Η μεταξύ τους φιλονικία τελειώνει ξαφνικά με την κυριαρχία του Goldenberg.
Ο Modest Mussorgski εμπνευσμένος από την τέχνη της ζωγραφικής μετέτρεψε το κάθε χρώμα σε νότα. Έδωσε μουσική υπόσταση σε εικόνες, χάρισε ζωή στους ανθρώπους που απεικονίζονταν και τους έδωσε φωνή. Αυτή η φωνή ήταν μελωδία που φανέρωνε τον χαρακτήρα τους. Το τεράστιο ταλέντο του γίνεται αντιληπτό ακριβώς από αυτήν την ικανότητα του να μετουσιώνει την ζωγραφική σε μουσική και να δίνει την δική του ιστορία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κωνσταντίνος Φλώρος, Ο άνθρωπος, ο έρωτας και η μουσική, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2006