Του Ιουλίου Παπάζογλου,
Το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967 βρίσκει τη χώρα στον «γύψο», καθώς μία ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, καταλαμβάνει την εξουσία και προλαβαίνει το πραξικόπημα των Στρατηγών, οι οποίοι ανέμεναν τις εντολές του Βασιλιά. Εκείνο το πρωινό έμελλε να αλλάξει τις τύχες όλης της χώρας, καθώς οι στρατιωτικοί ξεκινούν επιχειρήσεις εξόντωσης των παλαιών πολιτικών, θεωρώντας τους επίορκους και ξενοκίνητους. Παράλληλα, οι πραξικοπηματίες εισάγουν στην καθημερινότητα των πολιτών τα Στρατοδικεία και ανοίγουν ξανά τις πύλες των ερημικών νησιών π.χ. (Μακρόνησος, Γαύδος και Αϊ Στρατής) για τους «μη εθνικόφρονες». Οι στρατιωτικοί, έχοντας ως αφορμή τις διάφορες συγκρούσεις του λαού με τους αστυνομικούς και τους παραστρατιωτικούς, που είχαν ξεσπάσει ήδη από τον Ιούλιο του 1965, όταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, μαζί με μία ομάδα Βουλευτών της Ένωσης Κέντρου με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, οδήγησαν σε παραίτηση τον Γεώργιο Παπανδρέου από την Πρωθυπουργία, ο οποίος είχε κερδίσει τις Εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 με 52%, αποφάσισαν να επέμβουν έτσι ώστε να «σωθεί» η χώρα από τον κομμουνισμό και να βάλουν φρένο στην οικονομική κατρακύλα του κράτους. Όπως φάνηκε στην πορεία, οι Χουντικοί μάλλον μπέρδεψαν στην περίπτωση της οικονομίας το φρένο με το γκάζι.
Το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, το οποίο ήταν το κύριο «σλόγκαν» των Απριλιανών, μάλλον δεν ίσχυε για όλους τους Πραξικοπηματίες. Πολλοί από αυτούς είχαν ενεργή συμμετοχή σε μία σειρά από σκάνδαλα, τα οποία εξέθεσαν τη χώρα στο εξωτερικό και δημιούργησαν τριβές στους κύκλους των χουντικών. Τα μέλη του καθεστώτος της 21ης Απριλίου θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι άξιοι συνεχιστές του έργου των επαναστατών του 1821, αποκαλώντας τους εαυτούς τους «επαναστάτες» και γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να υλοποιήσουν το περιβόητο «Τάμα του Έθνους»: η υπόσχεση που έδωσαν τα μέλη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στο Άργος το 1829 για την ανέγερση του Ναού του Σωτήρος, την οποία θυμήθηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σχεδόν 90 χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1968. Ο μεγαλοπρεπής ναός που ήθελαν να κατασκευάσουν οι δικτάτορες στα Τουρκοβούνια, αποτελώντας με αυτό τον τρόπο το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και βυζαντινό Λυκαβηττό, μπορεί να μην χτίστηκε ποτέ, αλλά το χρυσοφόρο σχέδιο είχε πλέον τεθεί σε εφαρμογή. Μία Ανώτατη Επιτροπή συστάθηκε για τη δημιουργία του Ναού, με πρόεδρο τον ίδιο τον Παπαδόπουλο και τη συμμετοχή των άλλων δύο της χουντικής τριανδρίας, του Στυλιανού Παττακού και του Νικολάου Μακαρέζου, αλλά και του χουντικού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Το Τάμα διαφημιζόταν, χρήματα μπορεί να συγκεντρώνονταν, αλλά τα χρόνια περνούσαν και το έργο εξακολουθούσε να βρίσκεται στη μακέτα.
Όταν τον Ιανουάριο του 1974, οι ενδοχουντικές αντιθέσεις, υποχρέωσαν τους υπευθύνους του Ειδικού Ταμείου σε απολογισμό, δεν ήταν πολλοί αυτοί που εξεπλάγησαν. Τα στοιχεία αποκάλυψαν ότι από τα 453,3 εκατομμύρια δραχμές που είχαν συγκεντρωθεί από εισφορές κρατικών φορέων αλλά και ιδιωτικών, στο Ταμείο υπήρχαν μόνο 47,3 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα ουδείς γνωρίζει τι απέγιναν και φυσικά ποτέ δεν απολογήθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν για αυτήν τη σπατάλη των χρημάτων του ελληνικού λαού.
Ο οικονομικός εγκέφαλος της Χούντας, Μακαρέζος, το 1969, υπέγραψε μία σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού. Οι Απριλιανοί ανέθεσαν το έργο σε έναν Αμερικανό με το όνομα Ρόμπερτ Μακντόναλντ, του οποίου αναγνωρίζονταν έξοδα, ενώ αυτός αναζητούσε –έχοντας την εγγύηση της Χούντας– δάνεια για την υλοποίηση του έργου που είχε κοστολογηθεί στα 150 εκατομμύρια δολάρια από τα οποία τα 50 εκ. θα τα έβαζε το ελληνικό κράτος. Το πρόβλημα ήταν ότι κανένας δεν γνώριζε εάν ο Μακντόναλντ αναζήτησε όντως δάνεια ή απλώς ροκάνισε τον χρόνο συσσωρεύοντας έξοδα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εγνατία Οδός δεν κατασκευάστηκε, καθώς η έναρξη των έργων άρχισε το 1994 επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου και ο Μακντόναλντ αποχώρησε με μία προκαταβολή 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι της αμοιβής του και περίπου 33 εκατομμύρια δραχμές σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου έναντι των εξόδων του.
Οι χουντικοί «διέπρεψαν» και στον χώρο του εμπορίου, καθώς πολλοί από αυτούς είχαν στενές επαφές με επιχειρηματίες του εξωτερικού και συγκεκριμένα από την Αφρική, προωθώντας στην Ελλάδα τα προϊόντα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο χουντικός στρατιωτικός Μιχαήλ Μπαλόπουλος, που είχε τοποθετηθεί Υφυπουργός Εμπορίου, ο οποίος κατηγορήθηκε για δωροληψία κατά συρροή, καθώς αποκαλύφθηκε ότι χρηματίζεται από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας για να προωθεί στην αγορά τα δικά τους κρέατα. Ενδεικτικό των διασυνδέσεων του Μπαλόπουλου και της λειτουργίας της Χούντας ως συμμορίας είναι η διαταγή που αναγνώστηκε στο Δικαστήριο και με την οποία απαγορεύτηκε η διάθεση ντόπιου κρέατος, έτσι ώστε να απορροφηθούν τα εισαγόμενα που είχαν αρχίσει να «μαυρίζουν» και να «μυρίζουν». Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε κάθειρξη τρεισήμισι ετών για τα σάπια κρέατα και βρέθηκε στον Κορυδαλλό, πριν καταδικαστεί σε ισόβια ως ένας από τους πρωταίτιους της Δικτατορίας. Για τις δραστηριότητες του στον τουρισμό, καθώς ήταν επικεφαλής του ΕΟΤ και αποκαλείτο «κύριος 10%» για την προμήθεια που έπαιρνε από τις επενδύσεις που ενέκρινε, δεν δικάστηκε και δεν καταδικάστηκε ποτέ.
Η βαθιά πίστη στην οικογένεια ήταν αυτό που χαρακτήριζε τους πραξικοπηματίες και με τις πράξεις τους το αποδείκνυαν συνέχεια. Πρώτος και καλύτερος ο αρχηγός τους. Ο Παπαδόπουλος άλλαξε τον νόμο που ίσχυε για τα διαζύγια για λίγες ώρες, προκειμένου να χωρίσει και να μπορέσει να νομιμοποιήσει τον δεσμό του με τη γραμματέα της ΚΥΠ, Δέσποινα Γάσπαρη. Ο νόμος του αυτόματου διαζυγίου έλεγε ότι όποιος ήταν εν διαστάσει για 7 συναπτά έτη, τότε έβγαινε το διαζύγιό του αυθημερόν! Το βράδυ πέρασε τον νόμο, τα ξημερώματα έκανε την αίτηση, το πρωί βγήκε η απόφαση και την ίδια ώρα κατήργησε τον νόμο.
Τα μέλη της Χούντας χαρακτηρίζονταν και από τον σεβασμό που έδειχναν στα πρόσωπα των ιερέων και σε όσα πρέσβευε η διδασκαλία του Χριστού. Ως καλοί Χριστιανοί, οι χουντικοί νομοθέτησαν στημένα ιεροδικεία για να εκδιώξουν όσους κληρικούς δεν συνεργάστηκαν μαζί τους (περί τους 200). Ο πρώην χωροφύλακας και μετέπειτα κληρικός Κατινάς πήγαινε μαζί με φωτογράφο και έναν στρατιώτη στις οικίες των μη συνεργαζόμενων κληρικών τη νύχτα, χτυπούσε το κουδούνι και μόλις άνοιγε η πόρτα, εφορμούσε ο στρατιώτης, αγκάλιαζε τον κληρικό και ο φωτογράφος απαθανάτιζε τη στιγμή για να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο για την καταδίκη του κληρικού στο Ιεροδικείο. Με φωτογραφική διάταξη ορίου ηλικίας καθαιρούν τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και ορίζουν τη Σύνοδο των Αρίστων για να παρακαμφθεί η Ιερά Σύνοδος και να εκλεγεί ο αρεστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Για να διαθέτει τις προϋποθέσεις ενθρονισμού του ο Ιερώνυμος μέσα σε 3 μέρες έγινε Επίσκοπος και 3 μέρες αργότερα Αρχιεπίσκοπος!
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε με σκοπό την αντιμετώπιση του κομμουνισμού και την οικονομική «σωτηρία» της χώρας. Αντίθετα, οι χουντικοί αυτό που κατάφεραν ήταν να εκτοξεύσουν στα ύψη το δημόσιο χρέος και να σπαταλήσουν τα κρατικά ταμεία. Το αφήγημα των Απριλιανών περί σωτηρίας του Έθνους αποδείχθηκε ένα τεράστιο ψέμα, καθώς η οικονομία της χώρας είχε εκτροχιαστεί, η Κύπρος έχασε το 37% των εδαφών της και οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν βρεθεί στο απόσπασμα. Τέλος, τα όσα έργα έγιναν τον καιρό των πραξικοπηματιών οφείλονταν στη δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησε ο Γεώργιος Καρτάλης και την υποτίμηση της δραχμής το 1953 από τον Σπύρο Μαρκεζίνη, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο τα έσοδα του κράτους. Έτσι οι χουντικοί βρήκαν γεμάτα ταμεία για να αυξήσουν τους μισθούς τους και για να προχωρήσουν στην κατασκευή ορισμένων έργων, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο στη βελτίωση της εικόνας τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαχελάς, Αλέξης (2000), Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, Ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967, Αθήνα: Εστία.
- Δεληπέτρος, Βαγγέλης, Τα οικονομικά εγκλήματα και τα σκάνδαλα της Χούντας, news247.gr, Διαθέσιμο εδώ