19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

Οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας


Της Στέλλας Κίζυλη,

Η αγωγή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, είναι το ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκείται για την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Διαφέρει από τα άλλα ένδικα βοηθήματα του διοικητικού δικαίου, αφού με την αγωγή ζητείται η καταβολή χρημάτων, αξίωση, η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο διαφοράς ουσίας, και όχι η ακύρωση μίας διοικητικής πράξης.

Οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής διακρίνονται σε δικονομικές, επιφέρουσες αποτελέσματα σε δικονομικό επίπεδο και σε ουσιαστικές, επιφέρουσες αποτελέσματα σε ουσιαστικό επίπεδο. Ειδικότερα, στο άρθρο 75 ΚΔΔ (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας) ορίζονται οι βασικές δικονομικές συνέπειες, οι οποίες είναι, αναμφίβολα, η εκκρεμοδικία και η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής. Μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είναι ότι η άσκηση της αγωγής του διοικητικού δικονομικού δικαίου δεν επιφέρει ως συνέπειες το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, καθώς και την προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Όσον αφορά στην εκκρεμοδικία, η οποία πρακτικά σημαίνει ότι απαγορεύεται το άνοιγμα νέας δίκης με το ίδιο αντικείμενο, μεταξύ των ίδιων διαδίκων και στο ίδιο δικαστήριο ενόσω εκκρεμεί δίκη, προϋποτίθεται, όπως γίνεται εύλογα αντιληπτό, άσκηση της αγωγής, δηλαδή κατάθεσή της στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, ταυτότητα αιτήματος, ταυτότητα διαφοράς, ταυτότητα νομικής και πραγματικής βάσης των αγωγών και ταυτότητα διαδίκων.

Πηγή εικόνας: hippopx.com / Δικαιώματα χρήσης: creative commons zero

Η εκκρεμοδικία είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή να προβάλλεται κατ’ ένσταση. Μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση αποτελεί προνομιακά δικονομικό ισχυρισμό, ο οποίος μπορεί να προβληθεί σε κάθε στάση της δίκης, στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό αλλά και στην αναίρεση. Σε περίπτωση δε που ευδοκιμήσει, διαπιστωθεί δηλαδή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας, η δεύτερη αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το ίδιο συμβαίνει και αν ο ενάγων, αφού άσκησε την αγωγή, επεκτείνει το αίτημά της. Δεδομένου ότι με την αγωγή ζητείται η καταβολή χρημάτων, αξίωση, η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός του αιτήματος και σε καμία περίπτωση η επέκταση του. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 75 παρ. 3 ΚΔΔ, ο ενάγων μπορεί κατ’ εξαίρεση, έως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό.

Ακόμη, η άσκηση της αγωγής συνεπάγεται την απαγόρευση άσκησης δεύτερης αγωγής με το ίδιο αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα. Η έννοια του «ίδιου αντικειμένου» καταλαμβάνει το αίτημα, την ιστορική  και τη νομική βάση της αγωγής. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή κάμπτεται βάσει του άρθρου 76 παρ. 2 ΚΔΔ, αν η πρώτη αγωγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς και η νέα αγωγή ασκείται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης, ενώ τα αποτελέσματα από την άσκησή της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. Τυπικοί λόγοι είναι όσοι δεν σχετίζονται με την ουσία της αξίωσης και έχουν να κάνουν, τυχόν, με αναρμοδιότητα, νομιμοποίηση των διαδίκων, έλλειψη εννόμου συμφέροντος και αοριστία.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: ekaterina bolovtsova

Από την άλλη, οι ουσιαστικές συνέπειες από την άσκηση της αγωγής του διοικητικού δικονομικού δικαίου ομοιάζουν, αλλά δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις συνέπειες που επιφέρει η άσκηση της αγωγής κατά το αστικό δικονομικό δίκαιο. Αναλυτικότερα, η άσκηση της αγωγής συνεπάγεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο τη διακοπή της παραγραφής, την τοκοφορία της απαίτησης, τη θέση ορίου για την προβολή της ένστασης του άρθρου 909 ΑΚ, δηλαδή της απόσβεσης της υποχρέωσης για απόδοση, αν ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής, καθώς και την επίταση της ευθύνης του κακόπιστου νομέα. Αντίθετα, στο πεδίο του διοικητικού δικονομικού δικαίου, οι συνέπειες περιορίζονται στη διακοπή της παραγραφής και την τοκοφορία της οφειλής. Έτσι, διακοπή παραγραφής έχουμε με την κατάθεση και επίδοση της αγωγής σε αρμόδιο ή ακόμα και σε αναρμόδιο δικαστήριο, με την κατάθεση άλλου ενδίκου βοηθήματος για την ίδια υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, με την υποβολή αίτησης προς το ΝΣΚ, με την υποβολή της υπόθεσης σε διαιτητές και με την έκδοση τίτλου πληρωμής.

Τέλος, όσον αφορά στην τοκοφορία, το άρθρο 21 του Κώδικα Δικών Δημοσίου προβλέπει ότι τόσο ο νόμιμος όσο και ο τόκος υπερημερίας ανέρχονται σε ποσοστό 6% ετησίως και αρχίζει με την επίδοση της αγωγής. Απαιτείται δηλαδή, απαραιτήτως επίδοση και δεν αρκεί η υπερημερία που επήλθε με την εξώδικη όχληση ή την παρέλευση της δήλης ημέρας. Ωστόσο, δεν αρκεί να έλαβε χώρα απλή επίδοση αλλά, περαιτέρω, απαιτείται αυτή να είναι νόμιμη, καθώς τόκοι οφείλονται από την επίδοση και όταν η αγωγή απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη
Στέλλα Κίζυλη
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.