Της Νικόλ Καστόρα,
Η Σελίν Σονγκ δεν σκηνοθετεί και σεναριογραφεί απλώς το «Περασμένες Ζωές», αλλά καταθέτει την ίδια της την ψυχή, όπως δήλωσε και η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Στόχος μου ήταν να μεταδώσω αυτό το θλιμμένο συναίσθημα που όλοι κάποτε έχουμε νιώσει: ότι εσύ κι ένας άλλος είστε συνδεδεμένοι, χωρίς απαραίτητα να έχετε υπάρξει πρώην εραστές, δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή γι’ αυτό που είστε, μα σας συνδέει κάτι βαθύ».
Η ταινία ξεχώρισε στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Ήταν μία από τις εναρκτήριες ταινίες στις «Νύχτες Πρεμιέρας» και οδεύει δυναμικά προς τον δρόμο για τα βραβεία Όσκαρ. Η ταινία της Σονγκ, αν και κορεάτικη, έχει συζητηθεί εξίσου με τα μεγάλα φαβορί του Χόλυγουντ. Αυτό συμβαίνει γιατί το «Περασμένες Ζωές», παρότι δεν έχει κάποιο ανατρεπτικό σενάριο, κάνει τη διαφορά, επειδή αναδεικνύει με απόλυτη ειλικρίνεια το πρόσωπο του έρωτα χωρίς καμία ωραιοποίηση. Η ειλικρινέστατη αυτή αποτύπωση του έρωτα είχε εκκολαφθεί για πάρα πολλά χρόνια και η Σονγκ με τόλμη φρόντισε να την επαναφέρει στο φως.
Η σκηνοθέτης δεν διστάζει να παρουσιάσει τον έρωτα γυμνό και εκτεθειμένο στα μάτια του θεατή, αν και γνωρίζει πολύ καλά πως αυτό της το εγχείρημα θα πονέσει οποιονδήποτε δει την ταινία της, αφού κανένας ποτέ δεν γλίτωσε από τον πόνο που προξενεί η ομορφιά του έρωτα, ούτε καν η ίδια. Για αυτό άλλωστε και η πρώτη σκηνή της ταινίας, εκτός από ιντριγκαδόρικη, είναι και τελείως αυτοβιογραφική: «Το πραγματικό σημείο αναφοράς της σκηνής ήταν όταν εγώ η ίδια είχα βρεθεί σ’ αυτήν τη θέση. Όταν καθόμουν σε ένα μπαρ του East Village με τον παιδικό μου έρωτα και με τον Αμερικανό σύζυγό μου. Οι υπόλοιποι θαμώνες με έβλεπαν ανάμεσα σε δυο άνδρες και τους έβλεπα κι εγώ να προσπαθούν να εξακριβώσουν ποια είναι η σχέση μεταξύ μας και θυμάμαι να αναρωτιέμαι τι σκατά τους νοιάζει και πώς θα τους φαινόταν, αν σηκωνόμουν και πήγαινα στο τραπέζι τους και τους έλυνα την απορία». Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ξεκινάει και η ταινία…
Η Να Γιανγκ κάθεται σε ένα μπαρ, ανάμεσα σε δύο άντρες, ο ένας Κορεάτης, όπως και η ίδια, ενώ ο άλλος Αμερικανός. Η Κορεάτισσα πρωταγωνίστρια συνομιλεί κυρίως με τον Κορεάτη, ενώ δίνει ελάχιστη προσοχή στον Αμερικανό. Δεν ακούγεται η συνομιλία των πρωταγωνιστών, γιατί δεν είναι ακόμη η ώρα να μάθουμε τα όσα λένε. Αυτό θα συμβεί προς το τέλος της ταινίας, όταν θα πρέπει κάθε σκέψη και συναίσθημα να φανερωθεί. Στην πρώτη σκηνή, λοιπόν, το μόνο που ακούγεται είναι οι συνομιλίες ανθρώπων που παρατηρούν τους πρωταγωνιστές, προσπαθώντας να υποθέσουν ποια είναι η σχέση της πρωταγωνίστριας με τους δύο άντρες. Ευφυές εγχείρημα, καθώς η αγωνία κορυφώνεται και ο θεατής θέλει απεγνωσμένα να μάθει όλη την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια.
Έτσι, μεταφερόμαστε 24 χρόνια πριν, όταν η Να Γιανγκ και ο Χάε Σουνγκ (ο Κορεάτης που κάθονταν δίπλα της) είναι ακόμη παιδιά. Παρότι δεν γνωρίζουν ακόμη εξολοκλήρου τι σημαίνει έρωτας, εκείνοι το βιώνουν ολοκληρωτικά! Και ενώ όλα μοιάζουν ιδανικά και ο ένας αποτελεί στήριγμα για τον άλλον, οι γονείς της Να Γιανγκ αποφασίζουν να μετακομίσουν από την Κορέα στην Αμερική, με αποτέλεσμα να χωρίσει από την αδερφή ψυχή της, τον Χάε Σουνγκ, πριν καν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους (γεγονός που φανερώνεται μέσα από το άχαρο και ψυχρό αντίο τους).
Η ταινία μας μεταφέρει 14 χρόνια αργότερα, όταν η Να Γιανγκ ψάχνει στο Facebook παλιούς γνωστούς και μεταξύ σοβαρού και αστείου, αναζητά τον πρώτο της έρωτα, όπως δηλώνει, τον Χάε Σουνγκ. Προς μεγάλη της έκπληξη ανακαλύπτει πως την αναζητά και ο ίδιος. Έτσι, ξεκινάει μία πρωτότυπη και ταυτοχρόνως «ψυχρή» συνάντηση, για τους δύο πρωταγωνιστές, καθώς ο μόνος τρόπος για να συναντηθούν έγκαιρα από την Αμερική στην Κορέα, είναι μέσω βιντεοκλήσεων. Στην αρχή, είναι κάπως άβολο και για τους δύο, όμως πολύ γρήγορα γίνεται η καθημερινή τους συνήθεια: Το πρώτο καλημέρα, η εμψύχωση μέσα στην ημέρα, το χιούμορ, τα αστεία και τα τελευταίο «καληνύχτα».
Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται επάξια στους ρόλους τους και η Σελίν Σονγκ με έμμεσο, αλλά αριστοτεχνικό τρόπο, μας αποδεικνύει πως η τεχνολογία, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μας φέρνει κοντά, εν τέλει η ανθρώπινη επαφή, το face to face, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα μέσο. Αν και η σχέση της Να και του Χάε μοιάζει να προχωράει, κανείς δεν αντέχει την απόσταση που τους χωρίζει, με αποτέλεσμα, η Να Γιανγκ να ζητάει να διακόψουν για λίγο την επικοινωνία τους, γιατί δεν μπορεί να τη διαχειριστεί. Το για λίγο, όμως, γίνεται πολύ και τελικά συναντιούνται ξανά μετά από 12 χρόνια.
Αν και η Να είναι παντρεμένη με έναν Αμερικανό, ο Χάε αποφασίζει να ταξιδέψει στην Αμερική, για να τη συναντήσει. Στο μέσο της ταινίας, αλλά στο πιο κομβικό της σημείο, παρατηρούμε τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών μέσα από την ξενάγηση της Να στον Χάε, προκειμένου να γνωρίσει τη Νέα-Υόρκη. Οι διάλογοι τους είναι απλοί, όμως κρύβουν μέσα τους απόλυτη ειλικρίνεια, στοχασμό και φιλοσοφικότητα. Λείπει η συναισθηματική ένταση μεταξύ των πρωταγωνιστών, ακόμα και σε στιγμές που η έλξη και το πάθος τους θα έπρεπε να πνίγει την ατμόσφαιρα γύρω τους! Η έκρηξη των πρωταγωνιστών είναι εσωτερική, προκειμένου να δηλωθεί η ηλικιακή τους ωριμότητα (καθώς πλέον βρίσκονται στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους). Φυσικά, το ότι κάποιος είναι ώριμος, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να είναι και εκδηλωτικός με παθιασμένο τρόπο. Ίσως πάλι, η Σελίν Σονγκ προσπαθεί να αποτυπώσει περισσότερο την αντίδραση δύο κλειστών ανθρώπων που αφήνονται σε υποθέσεις περί «Ίν-Γιον» (άποψη η οποία ισχυρίζεται πως οι ψυχές τους δεν είναι ακόμα προδιαγεγραμμένο να ζήσουν μαζί και αυτό θα συμβεί σε κάποια άλλη ζωή) και δεν παλεύουν να ζήσουν το τώρα!
Η σκηνή που η Να και ο Χάε βρίσκονται μπροστά από το λούνα-παρκ αποτελεί κομψοτέχνημα σκηνοθεσίας, καθώς το λούνα-παρκ σηματοδοτεί την παιδική αθωότητα και τις ξεχωριστές μας αναμνήσεις, που βρίσκονται πάντα μέσα μας και μας φωτίζουν, ακόμα και αν προσπαθήσουμε να τις σβήσουμε! Όσο για τον σύζυγο της Να, ο οποίος έχει κατηγορηθεί από πολλούς για την απάθεια και την ανεκτικότητά του στη φιλική σχέση των πρωταγωνιστών, δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Αν κάποιος «διαβάσει» σωστά τον ρόλο του, θα ανακαλύψει πως δεν είναι αδιάφορος για τη Να, αλλά αντιθέτως γνωρίζει ακριβώς πια είναι η θέση του στην καρδιά της και επιπροσθέτως, διαθέτει το σθένος, ώστε να ξέρει πότε πρέπει να κάνει πίσω προκειμένου να σεβαστεί τον άνθρωπο που αγαπά.
Όσον αφορά, τα λόγια τη συζήτησής τους στην πρώτη σκηνή, η οποία επαναλαμβάνεται λίγο πριν το τέλος, δεν θα σας τα αποκαλύψω! Προκείμενου να προβληματιστείτε και να ανακαλύψετε εσείς οι ίδιοι, για το αν αξίζει να παλέψετε για το «τώρα» ή να αφήσετε τη μοναδική ευκαιρία να πέσει στο κενό. Το «αντίο» των πρωταγωνιστών, αυτή τη φορά είναι τελείως διαφορετικό από το «αντίο» τους ως παιδιά, για αυτό και η σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει τη σύγκρισή τους. Ο δισταγμός και τα λόγια της τελευταίας στιγμής δίνουν και δεν δίνουν την απάντηση για το αν η Να και ο Χάε θα είναι μαζί στο «τώρα» ή θα μείνουν με την ελπίδα κάποιας συνάντησης σε μία άλλη ζωή. Εσείς; Τί πιστεύετε;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Περασμένες Ζωές (Past Lives) – Trailer, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Σελίν Σονγκ: «Η αγάπη του κοινού για το Past Lives με κάνει να νιώθω λιγότερο μόνη», lifo.gr, διαθέσιμο εδώ