Του Βασίλη Παπαδήμου,
Μελετώντας κανείς την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και τα πρώτα βήματα του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου θα παρατηρήσει ότι δημιουργήθηκε μια ανώμαλη κατάσταση αναφορικά με τα εκκλησιαστικά πράγματα του τόπου. Οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν ο ελλαδικός χώρος, είχαν διακοπεί ενώ οι κληρικοί των επαναστατημένων περιοχών μνημόνευαν στη θεία λατρεία, «πάσης επισκοπής ορθοδόξου» αντί για το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Πολλές προσπάθειες έγιναν τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και αργότερα από τον Ιωάννη Καποδίστρια, για να θεραπευτούν αυτά τα ζητήματα δίχως, όμως, αποτέλεσμα. Η «λύση» θα δινόταν τελικά από τους Βαυαρούς οι ενέργειες των οποίων άνοιξαν νέας πληγές στα εκκλησιαστικά δρώμενα, τα οποία ωστόσο θεραπεύτηκαν το 1850 μετά από μέριμνα της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ήδη από τον καιρό της επανάστασης ακούγονταν διάφορες φωνές οι οποίες θεωρούσαν πως οι κατά τόπους εκκλησίες των απελευθερωμένων επαρχιών θα έπρεπε να αποκοπούν από το Πατριαρχείο και να οργανωθούν σε μία δική τους ανεξάρτητη εκκλησία. Οι υποστηρικτές της ιδέας αυτής, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ήταν εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Με τον ερχομό του Όθωνα και των Βαυαρών το ζήτημα πέρασε σε άλλη φάση. Οι Βαυαροί θέλησαν εξ αρχής να θέσουν την Εκκλησία υπό τον άμεσο έλεγχό τους, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Όθωνας σε γράμμα προς τον πατέρα του. Έτσι, λοιπόν, ο αντιβασιλέας Γεώργιος Μάουερ από κοινού με τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη όρισαν επταμελή επιτροπή αποτελούμενη από λαϊκούς και κληρικούς με σκοπό να ορίσει και εκείνη με τη σειρά της Σύνοδο. Πράγματι, η επιτροπή προέβη στην ίδρυση Ιεράς Συνόδου του Ελληνικού Βασιλείου. Θα αποτελούνταν από πέντε μέλη τα οποία θα διορίζονταν από τον βασιλέα. Οι ενέργειες αυτές ασφαλώς προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στους φιλοπατριαρχικούς κύκλους πυροδοτώντας έτσι νέες συγκρούσεις. Κύριος αντιπρόσωπος της φιλοπατριαρχικής πλευράς αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, δημιουργήθηκε κατά τρόπο τελείως αυθαίρετο και καθόλα αντιεκκλησιαστικό και αντικανονικό η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση προφανώς ήταν η επιθυμία η εκκλησία της ανεξάρτητης πλέον Ελλάδας να είναι απελευθερωμένη από έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν υφιστάμενος του σουλτάνου και ο οποίος λογοδοτούσε σε αυτόν. Επιπλέον, το ελληνικό βασίλειο μέσω της κηδεμονίας της εκκλησίας – αυτό επεδίωκε – ήθελε να μειώσει την ήδη μεγάλη ρωσική επιρροή και ρωσοφιλία των Ελλήνων. Συν τοις άλλοι όπως ήδη αναφέρθηκε οι Βαυαροί επιθυμούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την εκκλησία, καθώς ανησυχούσαν ότι θα μπορούσε να στρέψει τον λαό εναντίον του καθεστώτος τους σε περίπτωση σύγκρουσης. Με τον νέο Καταστατικό Χάρτη ουσιαστικά η εκκλησία κηρυσσόταν αυτοκέφαλη και γινόταν στην ουσία υποχείριο του κράτους, αφού οι κοσμικοί αξιωματούχοι είχαν αρκετές εξουσίες πάνω στην Ιερά Σύνοδο.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν λίγα σημάδια βελτίωσης της κατάστασης της εκκλησίας φαίνονταν. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στη συντηρητική παράταξη υπό τον Οικονόμο και σε εκείνη που υποστήριζε το αυτοκέφαλο υπό τον Φαρμακίδη και τον Νεόφυτο Βαμβά είχαν λάβει μεγάλες εκτάσεις με εκατέρωθεν κατηγορητικά και απαντητικά κείμενα να κάνουν την εμφάνισή τους στον Τύπο της εποχής, έχοντας διάφορες θεματολογίες. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1843 τέθηκαν στο τραπέζι της Συντακτικής Εθνοσυνέλευση και θέματα της εκκλησίας. Τα άρθρα του συντάγματος προσπαθούσαν να καταστήσουν την εκκλησία πιο αυτόνομη έναντι της πολιτικής εξουσίας μέσω της κατάργησης του δικαιώματος αρνησικυρίας που είχε ο βασιλικός επίτροπος στις αποφάσεις της Συνόδου και μέσω της εκλογής του προέδρου της από τους Συνοδικούς και όχι από τον βασιλιά.
Επίσης, στο Σύνταγμα που τελικά ψηφίστηκε οριζόταν πως επικρατούσα θρησκεία είναι η Ορθοδοξία, ανεχόμενων βέβαια των άλλων, ενώ διακηρυσσόταν η δογματική και κανονική ενότητα με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όχι όμως και η διοικητική αφού οριζόταν η διοικητική ανεξαρτησία της τοπικής Συνόδου. Παρά την αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που υπήρχε στο Σύνταγμα και τις προσπάθειες της τοπικής συνόδου να γεφυρωθεί το χάσμα, η Κωνσταντινούπολη ούτε καν αναγνώριζε την ύπαρξή της.
Επί 16 χρόνια ένα χάσμα χώριζε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως από εκείνη του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Η λύση στο χρονίζον αυτό πρόβλημα επρόκειτο να αρχίσει να δίνεται κατά έναν απροσδόκητο τρόπο. Όταν τον Δεκέμβριο του 1849 πέθανε ο Έλληνας πρέσβης στην Πόλη Ιάκωβος Ρίζος – Νερουλός ο Πατριάρχης Άνθιμος Δ΄ τέλεσε την εξόδιο ακολουθία, γεγονός που έδωσε θάρρος στους εν Ελλάδι εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άνδρες οι οποίοι απέστειλαν ευχαριστήριες επιστολές και παράσημα στον Άνθιμο. Εκείνος, όμως, αποδέχθηκε μόνο την επιστολή της κυβέρνησης, ενώ την επιστολή της Συνόδου την έστειλε πίσω ανέγγιχτη. Τότε έγινε κατανοητό πως έπρεπε να ακολουθηθεί η κανονική εκκλησιολογικά οδός προκειμένου να νομιμοποιηθεί στο πανορθόδοξο στερέωμα η Εκκλησία της Ελλάδος. Κατόπιν τούτων απεστάλη νέο γράμμα το οποίο ζητούσε από τον πατριάρχη να αναγνωρίσει την αυτοκέφαλη εκκλησία της Ελλάδος βεβαιώνοντας τον πως έχει μείνει προσκολλημένη στα δόγματα της Εκκλησίας, ενώ διακήρυττε την ενότητά της με την Μεγάλη Εκκλησία. Θέλοντας και ο πατριάρχης από την πλευρά του να λύσει το πρόβλημα αυτό συγκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο στις 16 Ιουνίου του 1850 η οποία έλαβε απόφαση να χορηγήσει τελικά τον Τόμο Αυτοκεφαλίας. Οι όροι που τέθηκαν εκτός των άλλων προέβλεπαν ότι πρόεδρος της Συνόδου θα ήταν ο εκάστοτε μητροπολίτης Αθηνών, ενώ στις θείες λειτουργίες οι αρχιερείς δε θα μνημόνευαν το όνομά του αλλά την Ιερά Σύνοδο καθιστώντας την τελικά το κέντρο της διοικητικής λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παραπάνω έγινε προσπάθεια προσέγγισης του ζητήματος της δημιουργία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Με την απελευθέρωση και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου οι πολιτικές αρχές θέλησαν να διακόψουν κάθε τι που θα μπορούσε να συνδέει το νέο κράτος με την Πύλη. Θύμα αυτής της προσπάθειας υπήρξε και η εκκλησία στο πηδάλιο της οποίας βρίσκονταν επίσκοποι, οι οποίοι δεν είχαν την πυγμή να αντισταθούν ενώ άλλοι στάθηκαν συμπαραστάτες. Η διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας τα επόμενα χρόνια είχε αποτέλεσμα και τη διεύρυνση της εκκλησιαστικής περιφέρειας με την προσάρτηση νέου ποιμνίου και επισκοπών. Ιδιαίτερο ζήτημα προκλήθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την προσάρτηση των Νέων Χωρών ζήτημα το οποίο τελικά επιλύθηκε με την Πατριαρχική Πράξη του 1928 οπότε οι μητροπόλεις των Νέων Χωρών υπάγονταν μεν διοικητικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος, πνευματικώς δε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι σταδιακά η Εκκλησία της Ελλάδος έλαβε τη μορφή της όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Charles A. Frazze (1987), Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821 – 1852, Αθήνα: εκδ. Δόμος.
- Παπαδόπουλος Α. Χρυσόστομος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (2011), Η Εκκλησία της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι του 1934, μεταγλώττιση Βασίλειος Χρ. Καραγιώργος, Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Βλάχος Ιερόθεος Μητροπολίτης Ναύπακτου (2002), Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος, Λιβαδειά: Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου.