Της Σόνιας Βαλαβανίδη,
Ολοένα και περισσότερες εκρήξεις βίας φαίνεται να διαταράσσουν τη λεπτή ισορροπία της εφηβικής ή ακόμα και της παιδικής ηλικίας. Αιμόφυρτα παιδιά, άλλα να χτυπούν με μανία και άλλα να βιντεοσκοπούν τη σκηνή μα να παραμένουν αμέτοχα στους ξυλοδαρμούς είναι μια εικόνα που εμφανίζεται έξω από διάφορα σχολικά περιβάλλοντα και όχι μόνο. Η βία δεν είναι φαινόμενο των ημερών, μα η σφοδρότητα με την οποία εκδηλώνεται σε τόσο μικρές ηλικίες είναι πρωτοφανής. Δεν θα εξετάσουμε τις αιτίες που οδηγούν τα νεαρά παιδιά να βιαιοπραγούν εναντίον των συνομηλίκων τους, μα θα στρέψουμε τον φακό στην Πολιτεία και στην αμηχανία της γύρω από αυτό το ζήτημα.
Ενώ τα φαινόμενα βίας έχουν πολλαπλασιαστεί και πια αποτελούν καθημερινότητα στις ζωές πολλών παιδιών, η Πολιτεία δείχνει να αδιαφορεί, θεωρώντας μάλλον την άσκηση βίας ήσσονος σημασίας. Ο διορισμός σχολικών ψυχολόγων στις εκπαιδευτικές βαθμίδες, η ενίσχυση του θεσμού της πρόνοιας, η αντικατάσταση των αναμορφωτηρίων με δομές καταλληλότερες για τη νεανική παραβατικότητα είναι κάποιοι από τους τρόπους παρέμβασης της Πολιτείας.
Συνήθως, η πολιτική στρατηγική των κομμάτων δεν περιλαμβάνει τέτοιου είδους αλλαγές. Ακόμα, όμως, και αν γίνονται προσπάθειες, αυτές είναι τόσο ισχνές που χάνονται στη συνολική εικόνα. Ο διορισμός ψυχολόγων σε όλη την επικράτεια και όχι μόνο σε ορισμένα σχολεία αποτελεί κομβικό σημείο για τον περιορισμό της βίας. Οι ψυχολόγοι που θα στελεχώσουν την εκπαίδευση απαιτείται να είναι καταρτισμένοι και ικανοί για να φέρουν εις πέρας το δύσκολο έργο της επικοινωνίας με τα παιδιά. Η αξιοκρατία στον διορισμό φαίνεται μονόδρομος για να στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα. Επιπλέον, πρέπει να τους δοθεί χώρος και χρόνος για να οικοδομήσουν τη σχέση τους με τα παιδιά, οπότε απαιτείται αναπροσαρμογή των εκπαιδευτικών ωρών. Το προνοιακό σύστημα της Ελλάδας βρίσκεται στον καιάδα και ενώ υπάρχουν πολιτικές δεσμεύσεις για τη βελτίωση του θεσμού, τελικά το ζήτημα χάνεται στη λήθη.
Όμως, η ριζική αλλαγή στον θεσμό είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της κακοποιητικής συμπεριφοράς. Προφανώς, τα ξεσπάσματα βίας σχετίζονται με το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, για αυτό και πρέπει να υπάρχει ένας οργανωμένος μηχανισμός που θα παρεμβαίνει όταν το περιβάλλον κρίνεται ακατάλληλο. Η πολιτική οφείλει να στραφεί στη στελέχωση καταρτισμένων κοινωνικών λειτουργών, στη δημιουργία κατάλληλων δομών που θα φιλοξενούν παιδιά, καθώς και στην οχύρωση όλων των μηχανισμών που συναπαρτίζουν τον θεσμό. Μόνο με αυτόν τον τρόπο το προνοιακό σύστημα της χώρας θα ισχυροποιηθεί και θα αποκτήσει έναν δυναμικό ρόλο στην κοινωνία.
Η εγκληματικότητα των ανηλίκων –ένα θέμα ταμπού ακόμη και στις μέρες μας– αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα της Πολιτείας, χωρίς, όμως, να του δίνεται η απαραίτητη προσοχή. Μετά από κάποια ηλικία ο/η νέος/α που φτάνει σε παραβατικές συμπεριφορές τιμωρείται από τη Δικαιοσύνη. Τα αναμορφωτήρια που μπορούν να χαρακτηριστούν και ως φυλακές μόνο λύση δεν μπορεί να θεωρούνται για τη συμμόρφωση του/της νέου/ας και για την τιμωρία μιας παραβατικής συμπεριφοράς. Ένας τέτοιος κακοποιητικός χώρος, όπου δεν υπάρχουν κατάλληλες δομές και κατάλληλα πρόσωπα, σίγουρα δεν νουθετεί και ούτε αποτελεί δίχτυ προστασίας για τα παιδιά. Αντιθέτως, η παραμονή σε έναν τέτοιο χώρο ενισχύει την εγκληματικότητα, καθώς τα παιδιά κοινωνικοποιούνται μέσα σε ένα περιβάλλον που επικρατεί η βία και κάθε είδους εκμετάλλευση. Η κατάργηση αυτού του είδους τιμωρίας είναι αναπόφευκτη γιατί όχι μόνο δεν παραδειγματίζει, αλλά επικροτεί και τις παραβατικές ενέργειες.
Ο κρίκος σύνδεσης όλων αυτών των μετασχηματισμών είναι η Πολιτεία που υποχρεούται να ακολουθήσει μια πολιτική στρατηγική, ώστε να θέσει όρια σε όλες τις κακοποιητικές συμπεριφορές και ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν μικρά παιδιά.