Της Εβελίνας Μάστουρα,
Ορισμός της μετανάστευσης: Ο homo sapiens είναι εκ γενετής μιγάς(<μείγνυμι) και μετανάστης. Οι μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων έχουν αποτελέσει αφορμή κοινωνικών και πολιτικών αναμοχλεύσεων. Αναντίρρητα, η μετανάστευση ως «σημείο των καιρών μας» διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα. Ως μετανάστευση ορίζεται η μετακίνηση ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων σε διεθνή κλίμακα ή στο εσωτερικό ενός κράτους, συμπεριλαμβανομένου και οποιουδήποτε είδους μετανάστευσης ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια, τη σύνθεση και τα αίτια. Περιλαμβάνει τη μετανάστευση των προσφύγων, των εκτοπισθέντων, των οικονομικών μεταναστών και των ατόμων που μετακινούνται για άλλους σκοπούς, περιληφθείσας και της επανένωσης οικογενειών. Στο πλαίσιο της Ε.Ε, ως μετανάστες καλούνται οι υπήκοοι κρατών εκτός Ε.Ε, που έχουν εισέλθει νόμιμα ή παράτυπα στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες της Ε.Ε, με σκοπό την εγκατάσταση και την ανεύρεση προσωρινής ή μόνιμης εργασίας.
Στην Ελλάδα το κύριο νομοθετικό κείμενο που περιελάβανε ρυθμίσεις για την είσοδο, την έξοδο και την παραμονή των μεταναστών στη χώρα ήταν μέχρι πρότινος, ο νόμος 4251/2014, που τιτλοφορείτο ως «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις». Δημοσιευθείς τον Απρίλιο του 2014, άρχισε να αναπτύσσει ισχύ 2 μήνες αργότερα, δηλαδή τον Ιούνιο του 2014. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, κύριοι σκοποί του νομοθετήματος ήταν ιδίως η συστηματοποίηση των διατάξεων της μεταναστευτικής νομοθεσίας, η βελτιστοποίηση των παρεχόμενων διοικητικών υπηρεσιών και η προώθηση και η δημιουργία ενός ευνοϊκού καθεστώτος για τη «δεύτερη γενιά» μεταναστών.
Ο νομοθέτης παρενέβη δραστικά σε 4 βασικούς πυλώνες αποβλέποντας στην υλοποίηση των ανωτέρω στόχων. Αρχικά, συνέβαλε στην απλοποίηση των υφιστάμενων διαδικασιών, απομπλέκοντας τους Δήμους από την αρμοδιότητα έκδοσης αδειών διαμονής. Πλέον, οι αιτήσεις για τη χορήγηση αδειών διαμονής κατατίθενται στην Υπηρεσία Μίας Στάσης της αρμόδιας Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του τόπου διαμονής του αιτούντος ή στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Σημαντικό δείγμα απλοποίησης των διαδικασιών αποτέλεσε, επίσης, και η μείωση των τύπων αδειών διαμονής από 50 σε 20, γεγονός που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και τον περιορισμό του λειτουργικού κόστους των αρμόδιων υπηρεσιών.
Θεμελιώδους σημασίας υπήρξε η δημιουργία ευνοϊκότερων όρων πρόσβασης σε μακροχρόνιους τίτλους διαμονής. Ειδικότερα, τα εισοδηματικά κριτήρια για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος ελαττώθηκαν, ενώ, παράλληλα, καθιερώθηκαν τεκμήρια υπέρ πολιτών τρίτων χωρών που είχαν ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα (π.χ. διαμονή επί πολλά έτη).
Στο πλαίσιο υιοθέτησης μιας πολιτικής ενσωμάτωσης της δεύτερης γενιάς, καθιερώθηκε ειδική άδεια για τη συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, απευθυνόμενη σε ενήλικες πολίτες τρίτων χωρών που: γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς έξι τάξεις ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα, πριν τη συμπλήρωση του 23ου έτους της ηλικίας τους, οι οποίοι, εφόσον προσκομίσουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, δικαιούνται άδεια διαμονής πενταετούς διάρκειας Η ως άνω άδεια ανανεώνεται για πέντε έτη κάθε φορά, με μόνη υποχρέωση την προσκόμιση της προηγούμενης άδειας διαμονής.
Τέλος, λόγω της ανάγκης προσέλκυσης ξένων επενδυτών, θεσμοθετήθηκαν οι άδειες διαμονής επενδυτών, για τους πολίτες που αποκτούσαν στην Ελλάδα ακίνητα ύψους τουλάχιστον 250.000 ευρώ και με διάρκεια ισχύος τα πέντε έτη. Ωστόσο, μετά από έναν καταιγισμό κανονιστικών πράξεων, υπουργικών αποφάσεων και άλλων αυτοτελών ρυθμίσεων τον Απρίλιο του 2023, εξεδόθη ο επικαιροποιημένος «Κώδικας Μετανάστευσης» (νόμος 5038/2023).
Σκοπός, σύμφωνα με το άρθρο 1, είναι η αναμόρφωση του Κώδικα Μετανάστευσης και η συμπερίληψη σε αυτόν του συνόλου των αδειών διαμονής που χορηγούνται από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε πολίτες τρίτων χωρών, ώστε να διασφαλίζεται η πληρέστερη ανταπόκριση της μεταναστευτικής πολιτικής στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η απλούστευση, η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των διαδικασιών.
Μεταξύ άλλων ρυθμίζονται τα εξής θέματα:
- η συμπερίληψη και η ομαδοποίηση του συνόλου των αδειών και των τίτλων διαμονής που προβλέπονται στην ελληνική μεταναστευτική νομοθεσία σε ενιαίο κείμενο,
- η τροποποίηση της διαδικασίας μετάκλησης πολιτών τρίτων χωρών για την κάλυψη αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας σε μόνιμο και εποχιακό προσωπικό,
- η ευθυγράμμιση των διαδικασιών αδειοδότησης των πολιτών τρίτων χωρών με τις σύγχρονες ψηφιακές απαιτήσεις, μέσω της καθιέρωσης της ηλεκτρονικής υποβολής αιτήσεων χορήγησης και ανανέωσης όλων των τύπων αδειών διαμονής και
- η μείωση των δικαιολογητικών που απαιτούνται για την έκδοση ή ανανέωση αδειών διαμονής, με πρόβλεψη αυτεπάγγελτης, όπου είναι εφικτό, αναζήτησης, καθώς και η αποφυγή υποβολής ίδιων δικαιολογητικών σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας εισδοχής (όπως κατά τη θεώρηση εισόδου και την άδεια διαμονής).
Μερικές παρατηρήσεις:
1) Ως προς τα δικαιώματα της δεύτερης γενιάς: Με την καινούρια ρύθμιση (άρθρο 161 παρ. 1 περ. (β)) καταργείται η ειδική άδεια πενταετούς διάρκειας και πλέον η δεύτερη γενιά εντάσσεται στη γενική κατηγορία αδειών διαμονής δεκαετούς διάρκειας. Η εν λόγω δυσμενής τροποποίηση αντίκειται σε κάθε έννοια διευκόλυνσης της πρόσβασης της δεύτερης γενιάς σε καθεστώς νόμιμης διαμονής, στο πλαίσιο της προστασίας της νεότητας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που έχουν εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα, η ανατροπή της οποίας είναι ασύμβατη με διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
2) Ως προς την άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς ή εξαιρετικούς λόγους: Το προτεινόμενο άρθρο 134 τροποποίησε τα προηγούμενα άρθρα 19 και 19Α του Ν. 4251/2014. Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά τις άδειες διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, η διατύπωση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ότι «με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής κατά περίπτωση…» καθίσταται ιδιαιτέρως προβληματική. Η εν λόγω παράγραφος ορίζει ότι καταλείπεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, η χορήγηση της άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Η διάκριση αυτή ανάμεσα στις περιπτώσεις που ο αρμόδιος Υπουργός δύναται να χορηγήσει άδεια διαμονής (άρθρο 134 παρ. 1) και σε εκείνες που χορηγεί άδεια διαμονής (άρθρο 134 παρ. 2) δεν είναι κατανοητή. Τόσο η παρ. 1 όσο και η παρ. 2 αφορούν τις πλέον ευάλωτες ομάδες πολιτών τρίτων χωρών, όπως τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή ρατσιστικής βίας (παρ. 1) ή τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή καταναγκαστικής εργασίας (παρ. 2), των οποίων η προστασία επιτάσσεται από διεθνείς συμβάσεις. Οι κατηγορίες αυτές πολιτών τρίτων χωρών θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με ισότιμο τρόπο από τον Νομοθέτη, ενώ η Πολιτεία θα πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία και υπευθυνότητα ως προς την προστασία τους.
Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι υπήρχε επαρκές χρονικό διάστημα περισυλλογής και διαβούλευσης μεταξύ των δύο νομοθετικών κειμένων, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης δεν προέβη στις απαραίτητες τομές, προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η ποιότητα ζωής των νομίμων μεταναστών, των μεταναστών «δεύτερης γενιάς», αλλά και των συνθηκών εργασίας και των δικαιωμάτων των μετακλητών αλλοδαπών που έρχονται στην Ελλάδα για εργασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης», Μάρκου Λένα, www.syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δημοσιεύτηκε ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης (ν 5038/2023), www.lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κώδικας Μετανάστευσης, διαθέσιμο εδώ