Της Ναταλίας Κωσταδήμα,
Ως σωματοποιητική διαταραχή ορίζεται ένα ευρύ φάσμα ψυχιατρικών νοσημάτων, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί το βίωμα έντονων σωματικών συμπτωμάτων και συναισθημάτων φόβου, τα οποία, όμως, δεν μπορούν να αιτιολογηθούν από κάποια σωματική νόσο, δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποια οργανική βλάβη που θα μπορούσε να συνδεθεί άμεσα με αυτά. Τι γνωρίζουμε, όμως, για αυτό το φάσμα των ψυχικών διαταραχών, που δημιουργούν διαρκώς την πεποίθηση στον ασθενή ότι η υγεία του βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, ένα μεγάλο ποσοστό, ακόμα και 50% των νοσηλευόμενων ασθενών, αναφέρουν σωματικά συμπτώματα που δεν μπορούν να αιτιολογηθούν οργανικά. Λίγοι εξ αυτών πληρούν τα κριτήρια, ώστε να διαγνωστούν με σωματοποιητική διαταραχή (έχει εκτιμηθεί ότι ο επιπολασμός της νόσου κυμαίνεται μεταξύ 0,1% – 0,7% στον γενικό πληθυσμό), ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αναφέρεται να έχει σωματοποιητική προδιάθεση. Τα διαθέσιμα δεδομένα δεν επαρκούν για να διαμορφώσουν μία σαφή αιτιοπαθογένεια της νόσου. Φαίνεται να υπάρχει κληρονομική προδιάθεση στην εμφάνισή τους, ενώ είναι πιθανό η εκδήλωσή τους να συνυπάρχει με άλλες ψυχιατρικές νόσους, όπως αγχώδεις, διατροφικές και ψυχωσικές διαταραχές, διαταραχές άγχους και προσωπικότητας.
Έχει υποστηριχθεί, επίσης, ότι ορισμένες καταστάσεις στον περίγυρο των ασθενών πιθανώς να συμβάλουν στην ανάπτυξη της διαταραχής. Συγκεκριμένα, αναδρομικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν ότι οι ενήλικοι που αναφέρουν έντονα σωματικά συμπτώματα, χωρίς προφανή αιτία, είναι πιο πιθανό να υπήρξαν μάρτυρες περισσότερων περιστατικών ασθένειας στην οικογένειά τους από τον μέσο όρο. Ακόμα, ορισμένες τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ίσως να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μιας συγκεκριμένης ομάδας συμπτωμάτων στα πλαίσια σωματοποιητικής διαταραχής (η σεξουαλική κακοποίηση, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε αναφορά κοιλιακού ή πυελικού πόνου στην ενήλικη ζωή).
Το ψυχοβιολογικό μοντέλο προσπάθησε να δώσει έναν πιθανό μηχανισμό εμφάνισης της σωματοποιητικής διαταραχής. Σύμφωνα με αυτό, οι ασθενείς έχουν μία βιολογική ευαισθησία στη φυσιολογική λειτουργία του σώματος, την οποία την ερμηνεύουν ως «σωματικά συμπτώματα». Μία πιθανή αιτία εμφάνισης αυτής της ευαισθησίας είναι η απορρύθμιση κάποιων αμινοξέων, όπως η τρυπτοφάνη, από την οποία προέρχεται η σεροτονίνη, μία ουσία που παράγει ο οργανισμός και έχει μεγάλη επίδραση στη λειτουργία των νευρικών κυττάρων. Συνεπώς, μία δυσλειτουργία του σεροτονινεργικού συστήματος θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη χρόνια σωματοποιητική διαταραχή.
Η διάγνωση των σωματοποιητικών διαταραχών στηρίζεται στα αναφερόμενα από τον ασθενή συμπτώματα. Για να θεωρηθεί ένα σύμπτωμα ως διάγνωση της διαταραχής της σωματοποίησης, θα πρέπει, πρωτίστως, να παράγεται ακούσια και η παρουσία του να είναι ανεξήγητη από ιατρικής άποψης. Επίσης, κάθε σύμπτωμα πρέπει είτε να έχει διαταράξει τη λειτουργικότητα του ασθενούς ή να τον έχει απασχολήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Επιπλέον, τουλάχιστον μερικά από τα συμπτώματα πρέπει να έχουν εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 30 ετών. Οι σωματοποιητικές διαταραχές τείνουν να χαρακτηρίζονται από συμπτώματα τα οποία παραμένουν τα ίδια, φεύγουν κατά καιρούς και επιστρέφουν αργότερα, ενώ συχνά αντικαθίστανται από νέα ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα. Έτσι, η διαταραχή της σωματοποίησης είναι μια χρόνια, πολυσυμπτωματική διαταραχή της οποίας τα συμπτώματα δεν εκδηλώνονται απαραίτητα ταυτόχρονα. Ένα βασικό πρότυπο διάγνωσης της συγκεκριμένης νόσου είναι:
- Η αναφορά ανεξήγητων συμπτωμάτων πόνου (π.χ. στην πλάτη, στο στήθος, στις αρθρώσεις) για τα τελευταία τέσσερα έτη,
- δύο ανεξήγητα φαινόμενα μη πόνου, όπως γαστρεντερικές παθήσεις (π.χ. ναυτία, φούσκωμα),
- ένα ανεξήγητο σεξουαλικό σύμπτωμα (π.χ. σεξουαλική δυσλειτουργία, ακανόνιστη εμμηνόρροια) και
- ένα ψευδο-νευρολογικό σύμπτωμα (π.χ. επιληπτικές κρίσεις, παράλυση)
Το πρώτο βήμα για τη θεραπεία της σωματοποιητικής διαταραχής είναι η συζήτηση και η προσπάθεια κατανόησης της νόσου από τον ασθενή σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο, μετά τον αποκλεισμό οποιασδήποτε οργανικής αιτιολογίας για την εμφάνιση των συμπτωμάτων που βιώνει. Είναι βασικό ο ασθενής να αντιληφθεί ότι ο κύριος στόχος της θεραπευτικής προσέγγισης θα είναι ο έλεγχος και όχι η ίαση των συμπτωμάτων του, καθώς η νόσος από την οποία πάσχει είναι ψυχολογική και όχι σωματική. Μετά την αποδοχή της διάγνωσης από τον ασθενή, ο γιατρός μπορεί να στοχεύσει προς τη θεραπεία τυχόν ψυχιατρικών συννοσηροτήτων, καθώς, όπως είναι γνωστό, σπάνια οι ψυχιατρικές παθήσεις εμφανίζονται ως μεμονωμένες κλινικές οντότητες.
Τέτοιες παθήσεις μπορεί να είναι για παράδειγμα μία καταθλιπτική διαταραχή, μία διαταραχή άγχους ή προσωπικότητας. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί κάποια ουσιαστική φαρμακευτική παρέμβαση για τη θεραπεία στοχευμένων σωματοποιητικών συμπτωμάτων. Μία θεραπεία που φαίνεται πολλά υποσχόμενη είναι η συμπεριφορική θεραπεία. Στόχος της είναι η εξυγίανση κάποιων συμπεριφορικών διαταραχών, ανυπόστατων πεποιθήσεων και ανησυχιών, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή εμφάνισης σωματοποιητικών συμπτωμάτων από τον ασθενή.
Συνοψίζοντας, η σωματοποιητική διαταραχή είναι ένα σπάνιο, αλλά παρόλα αυτά σοβαρό νόσημα, καθώς υποβάλλει τον ασθενή σε μία μόνιμη κατάσταση αγωνίας και φόβου για την υγεία του. Είναι σημαντική η στοχευμένη διάγνωση, η έγκυρη και έγκαιρη παρέμβαση των ειδικών, με απώτερο σκοπό αφενός την ύφεση της συχνότητας των συμπτωμάτων που βιώνει το άτομο και αφετέρου τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και του επιπέδου ζωής του συνολικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κοινωνικές επιπτώσεις των σωματοποιητικών διαταραχών, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τσομπανοπούλου Χριστίνα, ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ, Αλεξανδρούπολη, Φεβρουάριος 2018
- Somatoform Disorders, American Family Physician. Διαθέσιμο εδώ
- Paul Beett, Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία, Paul Bennett, Εκδόσεις Πεδίο, 2010