Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Λες και η ειδησιογραφία δεν βρίθει σοβαρών θεμάτων που χρήζουν μελέτη κι ανάγνωση, φτάσαμε στο σημείο να ασχολούμαστε με την κόντρα Βασίλη Κικίλια και Μπάμπη Παπαδημητρίου. Ο πρώτος, εξανέστη κατόπιν υποτιμητικών σχολίων του δευτέρου για την ιδιότητα του καλαθοσφαιριστή που στο παρελθόν κατείχε. Ο δεύτερος, κατήγγειλε τραμπούκικη επίθεση πίσω από τις κάμερες ενημερωτικής εκπομπής του καναλιού που εργάζεται. Το περιστατικό είναι τυπικό δείγμα της χρήσεως του καθωσπρεπισμού ως προπετάσματος της ασυδοσίας.
Καταρχάς, δεν γνωρίζουμε αν όντως έλαβαν χώρα τα περιστατικά που ο Παπαδημητρίου καταγγέλλει. Ο Κικίλιας παραδέχεται ότι υπήρξε σφοδρή αντιπαράθεση, αλλά δεν ομολογεί λεκτική ή σωματική βία. Είναι, επομένως, ο λόγος του ενός εναντίον του λόγου του άλλου. Ποιος από τους δύο είναι πιο αξιόπιστος; Ας κρίνει ο καθένας. Πάντως, η δημοσιογραφική πορεία του Παπαδημητρίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως επίτομη δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας και άτεγκτης τήρησης της δεοντολογίας που το λειτούργημά του επιβάλλει. Ας μην γελιόμαστε: Είναι ένας δημοσιογράφος ταυτισμένος με τη Ν.Δ., ο οποίος εργάζεται σε έναν δημοσιογραφικό όμιλο, επίσης, ταυτισμένο με το κυβερνών κόμμα. Εξ’ αυτής της ιδιότητος, του προπαγανδιστή των θέσεων της Ν.Δ., έγινε γνωστός και δημοφιλής στο «γαλάζιο» κοινό (κι αντιπαθής σε όλα τα υπόλοιπα…), σε σημείο που να καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής του κόμματος το 2019, με τους νεοδημοκράτες να μην εκτιμούν ότι έπρεπε να συνεχίσει να τους εκπροσωπεί το 2023. Από την άλλη, ο Κικίλιας μπορεί να δεχτεί κριτική για την πολιτική του σταδιοδρομία, υπηρετώντας και σε υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις. Το βέβαιο είναι ότι αναφορικά προς την αθλητική, επαγγελματική κι επιστημονική του ιδιότητα, μέχρι στιγμής, δεν έχει δημοσιοποιηθεί κάτι που δεν θα τον τιμούσε. Φυσικά, οι αξιολογικές κρίσεις σχετικά με την πορεία του κάθε ατόμου δεν αποκλείουν το να έχει υποπέσει σε μια απρεπή, αν όχι παράνομη, συμπεριφορά. Σίγουρα, όμως, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται το συγκεκριμένο περιστατικό κι από τους δύο οδηγεί μάλλον στη διαπίστωση της ηθελημένης πρόκλησης του Παπαδημητρίου εις βάρος του Κικίλια.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, η ερμηνεία που κυκλοφορεί στη δημοσιογραφική και πολιτική πιάτσα: Το σύστημα Μητσοτάκη σφόδρα επιθυμεί να «καρατομήσει» τον Κικίλια, μετά τις καταστροφές στη Θεσσαλία, πλην όμως, ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας βγήκε εξ’ αρχής επιθετικά, προστατεύοντας τον εαυτό του, χρεώνοντας στον προκάτοχό του, Χρήστο Στυλιανίδη, την πολιτική ευθύνη. Έτσι, τυχόν αποπομπή του θα σήμαινε ανοιχτή ρήξη με το Μαξίμου, κάτι το οποίο δεν θα ίσχυε αν ο ίδιος είχε αναλάβει το πολιτικό άχθος της ιστορικής φυσικής καταστροφής. Εν ολίγοις και λαϊκά γράφοντας, το σύστημα Μητσοτάκη «την έχει στημένη» στον Κικίλια και ο Παπαδημητρίου είναι ένα από τα όργανα που το σύστημα αυτό χρησιμοποιεί για να τον κοντύνει πολιτικά.
Πέραν του παρασκηνίου της, η συγκεκριμένη υπόθεση φέρνει στην επιφάνεια και τον καθωσπρεπισμό, ο οποίος έχει επιβληθεί ως κύριο χαρακτηριστικό που πρέπει να διακατέχει τη συμπεριφορά των δημοσίων προσώπων –και δη των πολιτικών– έναντι του υπολοίπου κοινωνικού συνόλου, ιδίως έναντι των εκπροσώπων του Τύπου. Είναι άλλο πράγμα η δεδομένη ευγένεια που οφείλει να χαρακτηρίζει το σύνολο της δημόσιας και ιδιωτικής συμπεριφοράς κάποιου πολίτη και άλλο η απαίτηση να υπομένουν τον οιοδήποτε εξευτελισμό αδιαμαρτύρητα. Ο πολιτικός οφείλει να σέβεται την αντίθετη άποψη και να είναι ανοιχτός στην κριτική, ακόμα και την πιο σκληρή. Δεν υποχρεούται, όμως, να ανέχεται ύβρεις και ειρωνείες ή ακόμα και απειλές και προσβολές της σωματικής του ακεραιότητας, όπως στα πρόσφατα «μνημονιακά» χρόνια. Ο δημοσιογράφος, προφανώς, οφείλει να ελέγχει την εκάστοτε εξουσία. Δεν είναι, όμως, στο απυρόβλητο. Όταν δεν κάνει καλά τη δουλειά του, σκοπίμως ή μη, θα δεχτεί και την ανάλογη απάντηση. Η κατοχή δημοσίου βήματος είναι σκληρό «άθλημα» κι απαιτεί υπευθυνότητα. Το δυστύχημα, βέβαια, είναι ότι βλέπουμε όλο και λιγότερους πολιτικούς να απαντούν όπως πρέπει σε ανοίκειες επιθέσεις εναντίον τους. Ειδικά οι νεότερες γενιές φαίνεται πως έχουν μαλθακοποιηθεί ιδιαίτερα, πολιτευόμενες εντός του πλαισίου της «ορθοπολίτικης δικτατορίας» και με όρους lifestyle. Και θα το βρούμε μπροστά μας αυτό…
Ό,τι κι αν έγινε πίσω από τις κάμερες του πλατό του ΣΚΑΪ, θα ξεχαστεί σχετικά γρήγορα. Θα ήταν, δε, εξωφρενικό να απέπεμπε ο Μητσοτάκης τον Κικίλια μόνο και μόνο διότι ο Παπαδημητρίου λέει ότι «αισθάνθηκε βία» (sic), επειδή ο Κικίλιας τον έβρισε και στάθηκε μπροστά του. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Παπαδημητρίου δεν πείθει στον ρόλο του θύματος και στην εποχή μας αυτό παίζει βασικό ρόλο. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είτε αδιαφορεί για το περιστατικό είτε λέει πως «καλά τον έκανε και να τον τραμπούκισε». Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα της σημερινής ελληνικής δημοσιογραφίας: Η βιτρίνα της να είναι άτομα που δεν εμπνέουν σεβασμό στον πολίτη και που χρησιμοποιούν τον καθωσπρεπισμό για να προστατεύουν το «δικαίωμά» τους στην ασυδοσία…