Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Η δημόσια διοίκηση, όπως κάθε μορφή εξουσίας, πρέπει να ελέγχεται, προκειμένου να μην αυθαιρετεί. Η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει αρκετές μορφές ελέγχου της διοικητικής δράσης, όπως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο διοικητικός αυτοέλεγχος, ο Συνήγορος του Πολίτη και ο δικαστικός έλεγχος. Ο τελευταίος κρίνεται και ως ο αποτελεσματικότερος, έχοντας μεγαλύτερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας, καθώς αποτελεί την τρίτη εξουσία, αισθητά διακριτή και απόμακρη από τις άλλες δύο (νομοθετική, εκτελεστική).
Το άρθρο 93 παρ. 1 του Συντάγματος διακρίνει τα δικαστήρια σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά, κατανέμοντας σε αυτά τις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Διοικητική Δικαιοδοσία έχουν, καταρχήν, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Διοικητικό δικαστήριο θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρείται και το Ελεγκτικό Συνέδριο, (Σ. 98) στο οποίο υπάγονται ειδικές κατηγορίες διαφορών.
Τα συνταγματικά θεμέλια της διοικητικής δικαιοδοσίας διακρίνονται σε γενικά και ειδικά. Τα πρώτα αφορούν κάθε μορφής δικαστική εξουσία και περιλαμβάνουν τα άρθρα 8, 20 παρ. 1 και 26 παρ. 3. Σε αυτά εδράζονται βασικοί κανόνες του διοικητικού δικονομικού δικαίου, όπως η απαγόρευση ερήμην δικών, η αίτηση επανασυζητήσεως της υπόθεσης στο ΣτΕ και το δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο. Στα ειδικά συνταγματικά θεμέλια περιλαμβάνονται τα άρθρα 93-95 και 98.
Προκειμένου να εξετάσουμε τις αρμοδιότητες των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ, κρίσιμη είναι η διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας. Το άρθρο 95 παρ. 1 περίπτ. α΄ του Συντάγματος ορίζει πως οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις (όχι όμως οι διοικητικές συμβάσεις και οι υλικές ενέργειες) υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτού του είδους οι διαφορές αποκαλούνται ακυρωτικές διαφορές. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες διαφορές που προκαλούνται από μια εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτές αποκαλούνται διοικητικές διαφορές ουσίας. Συνδυάζοντας τα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περίπτ. α΄ βλέπουμε, πως οι διαφορές ουσίας υπάγονται καταρχήν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, χωρίς ,όμως, να αποκλείεται να υπάγονται και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού και αυτό είναι αρμόδιο για τις διοικητικές διαφορές εν γένει. Από την άλλη, αποκλειστικά αρμόδιο για αιτήσεις ακυρώσεως είναι το ΣτΕ.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο χωρίζονται οι αρμοδιότητες των τακτικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το δεύτερο να διαθέτει ευρύτερες αρμοδιότητες. Ερμηνεύοντας, όμως, με προσοχή τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 95 συνάγονται ορισμένα συμπεράσματα. Αρχικά, ο νόμος μπορεί να χαρακτηρίσει ακυρωτικές διαφορές ως ουσίας και να τις υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αλλά και να υπαγάγει διαφορές ουσίας στο ΣτΕ. Νομολογία, ωστόσο, του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 10, 38/1989, 1/1991) δίνει έμφαση στο ότι μια τέτοια ανακατανομή των αρμοδιοτήτων δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα των αρμοδιοτήτων, όπως αυτές περιγράφονται στα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος.
Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι οργανωμένα σε δυο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η σε πρώτο βαθμό εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει καταρχήν στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο και η δεύτερη στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο. Κατ΄ εξαίρεση, ωστόσο, διαφορές ουσίας μπορούν να δικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από τα Διοικητικά Εφετεία ή σε πρώτο βαθμό από το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο (ΚΔΔικ. αρ. 6).
Τα ένδικα βοηθήματα που προβάλλονται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι: α) προσφυγές (63 επ. ΚΔΔικ.), β) αγωγές (71 επ. ΚΔΔικ.), γ) ανακοπές (217 επ. ΚΔΔικ.) και δ) αιτήσεις ακυρώσεως, εφόσον πρόκειται για ακυρωτική διαφορά, η οποία έχει μεταφερθεί από το ΣτΕ με ειδικό νόμο. Παραδείγματα της τελευταίας περίπτωσης αποτελούν οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, την υπηρεσιακή κατάσταση λειτουργών και υπαλλήλων του δημοσίου (ν. 702/1977).
Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 Σ. στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) οι ακυρωτικές διαφορές, β) οι αναιρέσεις τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και γ) οι διαφορές ουσίας που υποβάλλονται σε αυτό σύμφωνα με τους νόμους και το Σύνταγμα. Το ίδιο άρθρο αναφέρεται και στους λόγους ακυρώσεως μιας διοικητικής πράξης οι οποίοι είναι: α) η υπέρβαση εξουσίας και β) η παράβαση νόμου.
Μέλη του ΣτΕ κατά το πρώτο άρθρο του π.δ. 18/1989 είναι μόνο ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Σύμβουλοι της Επικράτειας. Οι Σύμβουλοι είναι οι μόνοι που διαθέτουν αποφασιστική ψήφο και για αυτό τον λόγο θεωρούνται μέλη του ΣτΕ, εν αντιθέσει με τους Παρέδρους και τους Εισηγητές που δεν διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα. Οι αρμοδιότητες του ΣτΕ ασκούνται από την Ολομέλεια και από τα έξι Τμήματα (άρθρα 8, 10 π.δ. 18/1989).
Τέλος, άξιο αναφοράς είναι και το Ελεγκτικό Συνέδριο (Σ. 98), το οποίο αποτελεί, παράλληλα, ανώτατο τακτικό διοικητικό δικαστήριο και ανώτατη διοικητική αρχή. Στις δικαστικές του αρμοδιότητες περιλαμβάνονται: α) η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων καθώς και με τον έλεγχο λογαριασμών των δαπανών του Κράτους και β) η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δ΄ έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021.
- Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020.