Του Θανάση Μάριζα,
Έφτασε αισίως (;) η ώρα της εκπαίδευσης να τοποθετηθεί, για μια ακόμη φορά, στο «στόχαστρο» της πολιτικής επικαιρότητας. Οι πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη, περί νομοθετικής πρωτοβουλίας «που θα έρθει άμεσα στη Βουλή» και θα αφορά τη διαβόητη θέσπιση ιδιωτικών πανεπιστημίων, δεν θα έπρεπε πλέον να εκπλήσσει κανέναν. Εξάλλου, η τωρινή Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στην οποία ανήκει ο Πιερρακάκης και της οποίας ηγείται ο συνονόματος Μητσοτάκης, δεν έχει κρύψει ποτέ τις επιδιώξεις της, σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Γιατί να το κάνει, άλλωστε; H κεντροδεξιά, φιλελεύθερη «πεπατημένη» της είναι πάνω-κάτω ευρέως γνωστή. Εφόσον δεν δίσταζε να υποστηρίξει την εδραίωση ιδιωτικών τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όταν η τελευταία καταψηφιζόταν με διαφορά 75 ψήφων στο Κοινοβούλιο, ποιος ο λόγος να το κάνει τώρα, όταν ο «γαλάζιος δρόμος» είναι ανοικτός και τα αντιπολιτευτικά «σκυλιά» δεμένα;
Το 2019, στον απόηχο της τότε καταψήφισης, ο Μητσοτάκης και η προκάτοχος του Πιερρακάκη, Νίκη Κεραμέως, έκαναν λόγο για μελλοντική δυναμική επαναφορά της πρωτοβουλίας τους. Φθάνοντας στο 2023, φαίνεται πως ο σχετικός πολιτικός διάλογος είναι έτοιμος να «αναζωπυρωθεί», είτε αυτό θα συνεπάγεται αναθεώρηση του «περιβόητου» άρθρου 16, είτε θα περιοριστεί, προς το παρόν, σε στοχευμένες ιδρύσεις εγχώριων παραρτημάτων από «βαρύγδουπα» Πανεπιστήμια του Εξωτερικού.
Οπότε, εφόσον μετακινούμαστε στην ιδιωτική πλευρά του ζητήματος, αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει κάτι περισσότερο να γίνει στη δημόσια; Ρητορική ερώτηση, φυσικά, και ομολογουμένως σαρκαστική. Η προαναφερθείσα «οδύσσεια» των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων πρέπει να μοιάζει με… κρουαζιέρα αναψυχής, μπροστά στις αντίστοιχες «φουρτούνες» των Δημοσίων. Οι περαιτέρω διευκρινίσεις κρίνονται αχρείαστες: όλοι γνωρίζουν για τις στενές και βρώμικες αίθουσες, τα περιορισμένα (έως ανύπαρκτα) μέτρα πρόνοιας και τις ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, μεταξύ (πολλών) άλλων. Όποιος φιλόδοξος φοιτητής ήλπιζε, τυχόν, να αποφύγει αυτήν τη δυσάρεστη γνωριμία, θα πρέπει μάλλον να την υποστεί. Το τραγικό παρόν, όπως φαίνεται, θα μείνει απαράλλαχτο και για το άμεσο μέλλον.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τα όσα δύναται να προσφερθούν (πέραν, δηλαδή, από ικανοποίηση για την Κυβέρνηση Μητσοτάκη) μέσω της εγκατάστασης μιας ιδιωτικής «εναλλακτικής» στο ελληνικό ακαδημαϊκό «κατεστημένο». Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως τα ίδια οφέλη δεν μπορούν, πρώτα, να καλυφθούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τη δημόσια πλευρά, προτού χρειαστεί η «παρέμβαση» της ιδιωτικής. Προς το παρόν, θα πραγματοποιηθεί εστίαση στις τρεις διαστάσεις, θεωρούμενες (πάντα κατά την άποψη του γράφοντος) ως οι πιο καίριες: των φοιτητών, των καθηγητών – ερευνητών και της ακαδημαϊκής φύσεως αυτής καθ’ αυτής.
Είναι δελεαστικά εύκολη η πρόταση ότι εκείνοι που θα ωφεληθούν, καταρχάς, από μια ιδιωτική «δεύτερη ευκαιρία», είναι οι ίδιοι οι φοιτητές. Όσοι δεν κατάφεραν να ανεβούν τον «γολγοθά» των Πανελληνίων, δεν θα χρειαστεί να κοιτάξουν απευθείας στις εκτός συνόρων επιλογές, αποφεύγοντας να συμβάλλουν, έτσι, στο ελληνικό “brain-drain”. Δεν πρόκειται, όμως, για τα ίδια άτομα που θα είχαν έτσι κι αλλιώς την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν μια τέτοια επιλογή; Τι συμβαίνει με εκείνους που πιθανώς απέτυχαν στις εισαγωγικές εξετάσεις, επειδή δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στην ταύτιση των πρώτων με την ιδιωτική ενισχυτική διδασκαλία; Ας μην ξεχνάμε, επίσης, πως οι εν λόγω εξετάσεις ουδέποτε αποτέλεσαν αξιοκρατικό μέσο αφουγκράσματος της «αξίας» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) ενός υποψηφίου εισακτέου. Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη εξίσωση των πτυχίων τους, δεν θα καθίστατο, έτσι, μέτρο ταξικό (όπως συνηθίζουν να λένε και οι… κακές γλώσσες);
Εκείνοι που, κατ’ εξοχήν, συμβάλλουν στη φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου είναι οι απόφοιτοι που συναντούν αλλεπάλληλα εμπόδια στην εύρεση εργασίας. Οι συγκεκριμένοι νέοι κατηγορούνται συχνά πως «εγκαταλείπουν» τη χώρα τους, ως αχάριστοι εκμεταλλευτές, δελεασμένοι από τα φράγκα του εξωτερικού, χωρίς να γίνεται πάντοτε αντιληπτό πως, στην πραγματικότητα, αποτελούν θύματα αυτού του φαύλου κύκλου. Αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα, στην ανάπτυξη της οποίας θα ήθελαν, ιδανικά, να συμβάλλουν. Είναι εν μέρει σωστό το ότι οι διδακτικές ή ερευνητικές θέσεις, στα νέα ιδιωτικά ιδρύματα, θα καταφέρουν να καλύψουν ορισμένους νέους επιστήμονες που, ειδάλλως, θα εξαναγκάζονταν να πάρουν τον δρόμο της «ξενιτιάς». Όταν, όμως, 6 στους 10 Έλληνες ακαδημαϊκούς απασχολούνται εκτός της ημεδαπής, τότε αυτές οι θέσεις σίγουρα δεν θα αποδειχθούν αρκετές. Πολλώ δε μάλλον, εφόσον συνδυαστούν με την ήδη υπάρχουσα τάση του «κουρέματος» των δημοσίων θέσεων, μέσω του σαφούς περιορισμού των διαθέσιμων εδρών ή ακόμα και της εξαφάνισης ολάκερων προγραμμάτων. Σε αυτή την περίπτωση, είναι σαφές το προς τα πού γέρνει η ζυγαριά.
Όπως και να έχει, οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι. Δεν θα είναι ούτε η πρώτη και σίγουρα ούτε η τελευταία, φορά που τα όνειρα κι ο μόχθος ελπιδοφόρων νέων θα θυσιαστούν στον ακατεύναστο «βωμό» του Καπιταλισμού. Τι ισχύει, όμως, για την ίδια την Επιστήμη; Μάλλον κι εκείνη θα έχει την ίδια κατάληξη, καθώς εκεί που βασιλεύουν τα χρήματα, δύσκολα περισσεύει χώρος και για ζητήματα ηθικής ή επιστημονικής δεοντολογίας. Αυτό δεν σημαίνει πως τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια δεν αποτελούν χώρους αξιόλογης ή πρωτότυπης έρευνας. Κάθε άλλο: σε μια χώρα, όπου η ποικιλία, το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού και οι διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις των δημοσίων προγραμμάτων, δεν μπορούν να συναγωνιστούν ούτε κατά διάνοια τις αντίστοιχες των ιδιωτικών, τα τελευταία έχουν (ή θα αποκτήσουν οσονούπω) την «πολυτέλεια» του απερίσπαστου επιστημονικού έργου. Σταδιακά, η φαινομενική επιλογή, ακόμη και για τους πλέον ιδεαλιστές εκκολαπτόμενους ακαδημαϊκούς, μετατρέπεται σε μονόδρομο.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχει κάτι εκ φύσεως αρνητικό στην προοπτική της συνύπαρξης δημοσίων και ιδιωτικών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, με την προϋπόθεση, όμως, ότι τα πρώτα έχουν αρκετή κρατική στήριξη, ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο ρεαλιστικός κίνδυνος της ελληνικής περίπτωσης ελλοχεύει ακριβώς εδώ: πώς γίνεται, ενώ οι χρόνιες και τρανταχτές αδυναμίες των κρατικών Πανεπιστημίων να εντείνονται και να πληθαίνουν με τον καιρό, πρώτο μέλημα της Κυβέρνησης να είναι η χείρα βοηθείας προς ιδιωτικούς «αντιζήλους»;
Ο Υπουργός Παιδείας τόνισε, στις δηλώσεις του, πως «Δεν μπορεί, όμως, να εξακολουθούμε να διατηρούμε στη χώρα μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα, ένα κρατικό μονοπώλιο στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση». Εδώ έχει, συνάμα, δίκαιο και άδικο. Πράγματι, η Ελλάδα είναι ένα, από μονάχα 22 κράτη στην υφήλιο, που διαθέτει αμιγώς δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γιατί, όμως, να μη διατηρήσει αυτήν την πρωτοτυπία; Είναι τα κρατικά ιδρύματα οι κακοί που δεν αφήνουν άλλα… παιδιά να παίξουν μαζί τους; Ποιος ο λόγος γι’ αυτήν τη βιασύνη στην υιοθέτηση νέων εναλλακτικών, όταν οι υπάρχοντες θεσμοί έχουν αφεθεί στο έλεος του Θεού; Γιατί να «ξεριζωθεί» ένα από τα ελάχιστα θετικά, στο οποίο αυτή η ταλαιπωρημένη χώρα τυχαίνει να έχει μια κάποια αποκλειστικότητα;
Οι απαντήσεις, στα ερωτήματα αυτά, τίθενται στην κρίση των αναγνωστών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κυριάκος Πιερρακάκης: Προχωράει άμεσα η ρύθμιση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, LiFO, διαθέσιμο εδώ
- 6 στους 10 Έλληνες πανεπιστημιακούς απασχολούνται στο εξωτερικό, esos.gr, διαθέσιμο εδώ
- Countries with Free College, Online College Plan, διαθέσιμο εδώ
- Non-nationals more likely over-qualified then nationals, Eurostat, διαθέσιμο εδώ