Της Αναστασίας Κούρλα,
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά χωριά της Λακωνίας επλήγησαν από το πέρασμα των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται και το γραφικό χωριό Καρυές, σε απόσταση 34 χιλιομέτρων από τη Σπάρτη. Ένας τόπος γνωστότατος από την εποχή του χρυσού αιώνα, καθώς από εκεί κατάγονταν οι εντυπωσιακές Καρυάτιδες, οι κόρες της Όρθιας Αρτέμιδος, που στηρίζουν το Ερέχθειο της Ακρόπολης.
Στη διάρκεια του πολέμου, το χωριό τέθηκε σε επιφυλακή με σκοπιές σε όλες τις εισόδους του. Κατασκευάστηκαν καλύβες και παρατηρητήρια στο βουνό, έτσι ώστε σε περίπτωση επίθεσης, να μπορέσουν να αντισταθούν. Παράλληλα, εδραιώθηκε εκεί τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο συστάθηκε το 1942 υπό την αρχηγία του έφεδρου ανθυπολοχαγού Παρ. Λεβεντάκη, που έπειτα οργάνωσε αρκετές δολιοφθορές έναντι των κατακτητών.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1942, μια βροχερή και ψυχρή μέρα, οι αντάρτες είχαν στήσει ενέδρα στους Γερμανούς στο δρόμο έξω από τις Καρυές. Οι άνδρες του χωριού, φανερώς έντρομοι από την πιθανή εκδίκηση μετακινήθηκαν στις γύρω πλαγιές, αφήνοντας πίσω τους, τους ανήμπορους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τα παιδιά. Πράγματι, μια μέρα μετά κατέφτασαν στο χωριό, προς έκπληξη των κατοίκων, ιταλικά στρατεύματα κι όχι γερμανικά. Η παραμονή τους εκεί δυσχέρανε τις συνθήκες διαβίωσης των ντόπιων. Επειδή ο κόσμος που είχε καταφύγει στο βουνό δεν επέστρεφε, τρομοκρατούσαν τους εναπομείναντες κατοίκους, προσπαθώντας να πτοήσουν το ηθικό τους με λεηλασίες τροφίμων, συλλήψεις, ανακρίσεις, πυροβολισμούς στα τυφλά, βασανισμούς και κάψιμο σπιτιών. Η κατάσταση γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Μετά από τις απειλές για θανάτωση των οικείων τους, μερικοί άνδρες επέστρεψαν στο χωριό. Η μοίρα ήταν κοινή για όλους. Το αίμα πότισε το χώμα. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές.
Τα ξημερώματα της 19ης Σεπτεμβρίου του 1943, οι Γερμανοί έφτασαν αθόρυβα στις εισόδους του χωριού, ακινητοποιώντας τους δύσμοιρους κατοίκους. Ήταν αναμενόμενο άλλωστε το χτύπημά τους, ακόμη και δέκα μήνες μετά τα προηγούμενα επεισόδια. Χαρακτηριστικά, μια φωνή από το ύψωμα του Αγ. Ιωάννη «Έρχονται οι Γερμανοί με αυτοκίνητα» ήχησε μαζί με την καμπάνα. Ήταν, όμως, αργά πια. Όλες οι διαβάσεις ήταν ήδη κλειστές. Έτρεχαν πανικόβλητοι μέσα στη, σύγχυση και τον τρόμο. Στη συνέχεια, άρχισαν οι φωτοβολίδες, οι ριπές από πολυβόλα, οι εκρήξεις από χειροβομβίδες κι όλμους και οι κραυγές. Εκείνο το πρωινό σκοτώθηκαν εννέα άνθρωποι και τραυματίστηκαν τέσσερις, από τους οποίους επέζησαν οι δύο. Ακολούθησε λεηλασία των σπιτιών, σημάδεμα αυτών που προορίζονταν για κάψιμο και συγκέντρωση των κατοίκων για ανάκριση. Οι κατακτητές έκαψαν και ανατίναξαν σπίτια και συνέλαβαν 31 ως ομήρους, 21 από μία λίστα σε χαρτί και 10 από το σωρό των συγκεντρωμένων. Η έλευση του Αλ. Πέρσον, αντιπρόσωπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οδήγησε τους Γερμανούς σε παύση και φυγή. Το σούρουπο ξεκίνησε η αναζήτηση των νεκρών, ο θρήνος των συγγενών και οι κηδείες. Οι εικόνες ήταν σοκαριστικές…
Στις 26 Νοεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί έκαναν αντίποινα σε αμάχους για την επίθεση των ανταρτών στο Μονοδέντρι (Διαβάστε το σχετικό άρθρο εδώ). Καμία πράξη των ανταρτών δεν έμεινε ατιμώρητη, με θύμα πάντοτε τον απλό λαό.
Λίγους μήνες μετά, στις 14 Μαρτίου του 1944, οι Γερμανοί έστησαν φυλάκια στο χωριό και ξεκίνησαν ξανά τους βανδαλισμούς. Έκαψαν σπίτια, ανατίναξαν το σχολείο και κατέστρεψαν περιουσίες. Οι γυναίκες του χωριού, αψηφώντας τον κίνδυνο κρύβονταν στις αυλές και μόλις εκείνοι έφευγαν τυλίγονταν στις φλόγες, για να σώσουν ό,τι σωζόταν. Παράλληλα, άναβαν νέες φωτιές στις εισόδους τους πάνω σε λαμαρίνες, καίγοντας παλιά ρούχα για να τους ξεγελάσουν. Πράγματι, έτσι διασώθηκαν σαράντα σπίτια, αλλά κάηκαν διακόσια μαζί με οκτώ ανθρώπους. Το επόμενο πρωί έκαψαν ακόμη εκατό σπίτια με ένα θύμα εντός του. Εν συνεχεία, ανατίναξαν με νάρκες αυτή τη φορά το Ρολόι που βρισκόταν στο ύψωμα του Αγ. Ιωάννη, με τα σίδερα και το τσιμέντο από την έκρηξη, να φτάνουν μέχρι τη Βρύση του Σάκαλη, στο κάτω μέρος του χωριού. Κάποιοι είχαν καταφέρει να φύγουν νωρίτερα στα βουνά και παρακολουθούσαν ανήμποροι την καταστροφή. Σκηνές τραγικές και απάνθρωπες.
Το τελευταίο χτύπημα για το χωριό ήταν στην περίοδο της επιδρομής των Γερμανών στα 15 χωριά του Πάρνωνα (23 Ιουνίου-8 Ιουλίου του 1944). Η τακτική γνωστή πλέον. Πυροβολισμοί, αίμα, θρήνος. Καταγράφονται ακόμη 14 θάνατοι κατοίκων των Καρυών. Αισίως, τον Σεπτέμβριο του 1944 με τη ολική αποχώρηση των Γερμανών επήλθε η απελευθέρωση των Καρυών, ύστερα από όλες αυτές τις δοκιμασίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πίτσιος, Κώστας (1948), Καρυαι (Αράχοβα) Λακεδαίμονος, Ιστορική Λαογραφική Μελέτη, Αθήνα: Δικαιος.
- Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1942-1944), karyes.gr, Διαθέσιμο εδώ