Της Άννας Κουτσαυτούλη,
Οι ηλεκτρολύτες του ανθρώπινου σώματος (κάλιο, νάτριο, χλώριο, μαγνήσιο κ.λπ.) συμμετέχουν σε πληθώρα ζωτικών λειτουργιών, όπως η ρύθμιση της ισορροπίας των υγρών και του pH, η ομαλή λειτουργία της καρδιάς, η σύσπαση των μυών και η διαβίβαση νευρικών σημάτων. Πολλές φορές, η ισορροπία αυτή διαταράσσεται και τα επίπεδα των ηλεκτρολυτών αποκλίνουν από το εύρος των φυσιολογικών τιμών τους. Οι διαταραχές των ηλεκτρολυτών είναι πολύ συνηθισμένες στην κλινική πράξη και μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση αρκετών νοσημάτων. Ένας από τους σημαντικότερους ηλεκτρολύτες στο ανθρώπινο σώμα είναι το κάλιο, οι διαταραχές του οποίου μπορούν να δώσουν αξιοσημείωτες κλινικές εκδηλώσεις και χρήζουν άμεσης διόρθωσης. Τυπικό παράδειγμα διαταραχής του καλίου συνιστά η υποκαλιαιμία, δηλαδή η πτώση των επιπέδων του καλίου στο αίμα, η οποία συνδέεται με σοβαρές καρδιαγγειακές και νευρομυϊκές επιπλοκές, μέχρι και με απειλητική για τη ζωή αρρυθμία.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το κάλιο αποτελεί το σημαντικότερο ενδοκυττάριο κατιόν του οργανισμού, πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του κατανέμεται στο εσωτερικό των κυττάρων. Πράγματι, η συγκέντρωση του καλίου που μπορούμε εμείς να μετρήσουμε επειδή βρίσκεται στον εξωκυττάριο χώρο αντιστοιχεί μόνο στο 2% της ολικής ποσότητας καλίου στον οργανισμό. Η ποσότητα αυτή, όμως, δεν παραμένει «καθηλωμένη». Όπως όλοι οι ηλεκτρολύτες, έτσι και το κάλιο μπορεί να μετακινείται είτε προς το εσωτερικό είτε προς το εξωτερικό του κυττάρου, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στα διαμερίσματα υγρών του οργανισμού, ώστε να διατηρείται η βέλτιστη ισορροπία. Καθοριστικό ρόλο εδώ παίζει μια πρωτεΐνη της κυτταρικής μεμβράνης, η οποία ονομάζεται αντλία νατρίου-καλίου και λειτουργεί σαν αντλία, συνδυάζοντας την είσοδο δύο ιόντων καλίου μέσα στο κύτταρο και την έξοδο τριών ιόντων νατρίου έξω από το κύτταρο. Οι φυσιολογικές τιμές του καλίου στο αίμα κυμαίνονται μεταξύ 3,5 και 5 mEq/L. Χαμηλότερα ποσά υποδηλώνουν υποκαλιαιμία, ενώ υψηλότερα υπερκαλιαιμία. Η υποκαλιαιμία αποτελεί τη συνηθέστερη εκ των δύο κατάσταση.
Πού μπορεί να οφείλεται, όμως, η μείωση των επιπέδων καλίου στο αίμα; Σίγουρα, το πρώτο που θα σκεφτούμε είναι η μειωμένη διαιτητική πρόσληψη. Το κάλιο, γενικά, το συναντάμε σε πλήθος τροφών, κυρίως στα φρούτα και στα λαχανικά. Ευρύτερα, οι διατροφικές συνήθειες του μέσου ανθρώπου συνήθως καλύπτουν τις ανάγκες του οργανισμού σε κάλιο, εκτός από όταν συνυπάρχουν καταστάσεις όπως ο αλκοολισμός, η νευρογενής ανορεξία και τα σύνδρομα δυσαπορρόφησης. Συνεπώς, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αιτία δεν είναι η πτωχή σε κάλιο δίαιτα, αλλά η αυξημένη αποβολή του από τον οργανισμό. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απέκκριση του καλίου γίνεται κατά 90% από τους νεφρούς και κατά 10% από τα κόπρανα. Για την αυξημένη νεφρική αποβολή ευθύνονται, σε μεγάλο βαθμό, τα διουρητικά φάρμακα, τα οποία αυξάνουν τη διούρηση και χρησιμοποιούνται ευρέως για τη θεραπεία της υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας. Επίσης, συχνό αίτιο είναι και οι αυξημένες απώλειες από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως συμβαίνει σε εμετούς και διάρροιες. Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν τη χρόνια νεφρική νόσο, τον απορρυθμισμένο διαβήτη, τον πρωτοπαθή αλδοστερονισμό, ορισμένα αντιβιοτικά και τα σύνδρομα Bartter και Gitelman.
Η υποκαλιαιμία, όταν είναι ήπια, μπορεί να είναι ασυμπτωματική. Ωστόσο, σε ασθενείς με σοβαρή υποκαλιαιμία (<3 mEq/L) ή με απότομη μείωση των επιπέδων του καλίου, εμφανίζονται συμπτώματα που περιλαμβάνουν:
- νευρομυϊκές διαταραχές, όπως μυϊκή αδυναμία, κόπωση, κράμπες και μείωση των αντανακλαστικών
- καρδιακές διαταραχές, όπως ορθοστατική υπόταση και αρρυθμίες
- γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, δυσκοιλιότητα και παραλυτικός ειλεός (μια διαταραχή στην οποία το έντερο δεν μπορεί να προωθήσει το περιεχόμενό του και διατείνεται)
Από τις παραπάνω διαταραχές, αξιοσημείωτη είναι η επαγόμενη από υποκαλιαιμία αρρυθμία, η οποία συμβαίνει συνήθως σε έδαφος υποκείμενης καρδιακής νόσου και μπορεί να αποδειχθεί μέχρι και επικίνδυνη για τη ζωή. Ο μηχανισμός αρρυθμιογένεσης έχει αρκετό ενδιαφέρον, μιας και σχετίζεται με μια παράδοξη ιδιότητα του συστήματος αγωγής της καρδιάς. Γενικά, η υποκαλιαιμία προκαλεί υπερπόλωση των κυτταρικών μεμβρανών όλων των κυττάρων, πράγμα που μεταφράζεται ως εξής: Το ερέθισμα που πρέπει να δεχτούν τα κύτταρα, προκειμένου να διεγερθούν και να επιτελέσουν τη λειτουργία τους, είναι ισχυρότερο από ό,τι είναι υπό φυσιολογικές συνθήκες. Κάνουμε, δηλαδή, λόγο για υποδιεγερσιμότητα. Έτσι εξηγούνται οι νευρομυϊκές και γαστρεντερικές εκδηλώσεις, οι οποίες οφείλονται σε μείωση της κινητικότητας και των σκελετικών μυών, αλλά και των μυών του εντέρου.
Η υπερπόλωση που προκαλείται από το κάλιο συμβαίνει και στα καρδιακά κύτταρα, εδώ, όμως, μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά και να κάνουμε λόγο για «υπερδιεγερσιμότητα». Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι η καρδιά φέρει το δικό της σύστημα αγωγής του ερεθίσματος, το οποίο αποτελείται από εξειδικευμένα κύτταρα που διεγείρονται αυτόματα και είναι υπεύθυνα για την ομαλή μετάδοση του ερεθίσματος σε όλα τα σημεία της, ώστε να συστέλλεται ρυθμικά και να αντλεί το αίμα στην περιφέρεια. Η μετάδοση του ερεθίσματος στην καρδιά γίνεται με καθορισμένη χρονική και τοπική αλληλουχία. Υπό συνθήκες υπερπόλωσης λόγω υποκαλιαιμίας, κάποια από αυτά τα εξειδικευμένα κύτταρα μπορούν, ως αντίδραση στην υπερπόλωση, να αρχίσουν να αναπτύσσουν γρήγορα δυναμικά ενέργειας, τα λεγόμενα funny currents, και έτσι η καρδιά να δέχεται πολλαπλά ερεθίσματα, τα οποία, όμως, διαταράσσουν τη φυσιολογική αγωγή του ερεθίσματος στα διάφορα τμήματά της και έτσι καταλήγει να χτυπά ακανόνιστα, προκαλώντας διαταραχές στον καρδιακό ρυθμό. Πολλά είδη αρρυθμιών μπορούν να εμφανιστούν, με σοβαρότερη την κοιλιακή μαρμαρυγή, η οποία εμφανίζεται σε σοβαρή υποκαλιαιμία και είναι εξαιρετικά απειλητική για τη ζωή.
Όσον αφορά στη διαγνωστική προσέγγιση της υποκαλιαιμίας, η αρχική διάγνωση τίθεται με τη μέτρηση των επιπέδων του καλίου στα ούρα ή στο αίμα, όπου διαπιστώνεται η ένδεια. Έπειτα, σημαντικό είναι να διευκρινιστεί αν τα αίτια της υποκαλιαιμίας σχετίζονται με αυξημένη αποβολή από τους νεφρούς, οπότε εξέταση εκλογής αποτελεί η μέτρηση των επιπέδων καλίου σε 24ωρη συλλογή ούρων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε, η υποκαλιαιμία δύναται να προκαλέσει αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα λόγω της επίδρασής της στην καρδιά, το οποίο μπορεί να επιβεβαιώσει την εργαστηριακή διάγνωση. Όσο σοβαρότερη η έλλειψη καλίου, τόσο σοβαρότερες και οι εκδηλώσεις της. Η αντιμετώπιση της υποκαλιαιμίας ξεκινά με τη διακοπή του αιτίου που την προκαλεί, αν αυτό είναι εφικτό, όπως ρύθμιση της γλυκόζης σε διαβητικούς ασθενείς και διακοπή των υπεύθυνων φαρμάκων. Έπειτα, η χορήγηση καλίου, είτε εκ του στόματος είτε ενδοφλεβίως σε ασθενείς με σοβαρή συμπτωματική υποκαλιαιμία, είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την αποκατάσταση των επιπέδων σε φυσιολογικές τιμές.
Συμπερασματικά, η υποκαλιαιμία, όπως και κάθε ηλεκτρολυτική διαταραχή, πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Οι σοβαρές και δυνητικά θανατηφόρες αρρυθμίες δεν εμφανίζονται από την πρώτη στιγμή, αλλά σε βάθος χρόνου, συνεπώς είναι σημαντικό να μην αμελούμε τα συμπτώματά μας, ώστε να προλαμβάνουμε τα επικίνδυνα συμβάντα. Αρκετοί παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση υποκαλιαιμίας μπορούν να προληφθούν πλέον. Σε περιπτώσεις υψηλής πιθανότητας εμφάνισης υποκαλιαιμίας, όπως όταν χορηγείται κάποιο διουρητικό που ευνοεί την απέκκριση του καλίου, αυτή μπορεί να προληφθεί είτε χορηγώντας κάποιο άλλο φάρμακο ταυτόχρονα που να κατακρατά κάλιο είτε συστήνοντας τακτικό έλεγχο των επιπέδων του καλίου. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι η στροφή σε μια διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά προλαμβάνει την υποκαλιαιμία, παρέχοντας την επαρκή ημερήσια ποσότητα καλίου, όταν, φυσικά, δεν υπάρχουν σοβαρότεροι παράγοντες που να την προκαλούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Low potassium (hypokalemia) causes, mayoclinic.org. Διαθέσιμο εδώ
- How potassium can help control high blood pressure, heart.org. Διαθέσιμο εδώ
- Physiology and pathophysiology of potassium homeostasis, journals.physiology.org. Διαθέσιμο εδώ
- Potassium: From physiology to clinical implications, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Hypokalemia-induced arrhythmia: A case series and literature review, PubMed. Διαθέσιμο εδώ