Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
Ο σπαραγμός του χαμού των αγαπημένων προσώπων, ως διαχρονική και πανανθρώπινη κοιτίδα ψυχικού πόνου, σκιαγραφείται συχνά στη λογοτεχνία, και δη στην ποίηση, στην οποία καταφεύγει ο άνθρωπος με την ελπίδα της κάθαρσης. Ένας από τους ποιητές που εμπνεύστηκε από την αιμορροούσα πληγή της ανθρώπινης απώλειας είναι ο Γιάννης Ρίτσος. Με ιδιαίτερη τρυφερότητα και ευαισθησία περιέγραψε τί σημαίνει να λείπεις από αυτόν τον τόσο απηνή, μα και τόσο όμορφο κόσμο. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε, ενδεικτικά, τρία ποιήματά του που ερείδονται στην οδύνη της απώλειας, εκκινώντας από το πιο γνωστό και επιδραστικό, τον «Επιτάφιο».
Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου, σήμα κατατεθέν του, αποτυπώνει τον διαχρονικό και ανίατο πόνο της μάνας που χάνει το παιδί της. Συναίσθημα πανανθρώπινο, τόσο ανηλεές και αβάσταχτο για την ανθρώπινη φύση, ώστε όλοι γονατίζουν μπροστά στη δυστυχισμένη μητέρα, τον μοναδικό άνθρωπο που βιώνει δύο θανάτους σε έναν. Στην ωμότητα του συναισθήματος έρχεται να προστεθεί το παράλογο και άδικο της απώλειας της νεότητας, γεγονός με το οποίο δύσκολα συμβιβάζεται ο νους, διότι συνιστά μια πραγματικότητα ενάντια στη φύση. Η λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Ρίτσου, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι δεν αρκείται στο σπαρακτικό μοιρολόι της μάνας, αλλά αφήνει, μέσα από το ποίημα, να υψωθεί το αγωνιστικό ιδεώδες, να αρθεί η ματαιότητα του θανάτου, να αποκτήσει ο χαμός μια απροσδόκητη αίγλη. Από το σώμα που κείτεται νεκρό στο χώμα, εικόνα ταπεινωτική και απάνθρωπη, βλέπουμε τον νεκρό να ίπταται στη σφαίρα των ηρώων. Ο κοπετός της γυναίκας που βλέπει τη ζωή της να ερημώνεται («Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· […] Και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα/. Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη/ Θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη» κ.ά.), μετουσιώνεται σε γλυκόπικρη υπερηφάνεια για τον ένδοξο θάνατο του παιδιού της. Η μητέρα του νεαρού απεργού ανασταίνει τη φωνή του και τα ιδανικά του, συστρατευόμενη με τους συντρόφους του στον αγώνα του. Η οδύνη της, πλέον, υπερβαίνει τα όρια της ατομικότητας και ανάγεται στη σφαίρα του συλλογικού. Η χαροκαμένη μητέρα, που αγκάλιαζε σφιχτά το νεκρό σώμα του γιου της, την εφήμερη και φθαρτή σάρκα, αγκαλιάζει τώρα την ψυχή του, τα όνειρά του, με την αιώνια ομορφιά τους, λέγοντας πως «όσοι αγαπιούνται και νεκροί ποτέ τους δεν πεθαίνουν».
Από την τραγική φιγούρα της μητέρας που θρηνεί, θα μεταβούμε σε ένα σχετικό, ως έναν βαθμό, ποίημα, τιτλοφορούμενο ως «Σχήμα της απουσίας». Η απουσία του εκλιπόντος παιδιού, που στιγματίζει την οικογένεια και που αιωρείται για πάντα πάνω από το σπίτι της.
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
Τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
(…)
Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
(…)
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
Κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
Και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
Που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
Μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
Είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι».
Η οδύνη του θανάτου τους, λοιπόν, παρομοιάζεται με την οδύνη της γέννας τους, με τη διαφορά, όμως, πως ο πρώτος είναι πόνος αδιάλειπτος, πόνος που συνεχώς γιγαντώνεται, λες και τα φαντάσματά τους μεγαλώνουν μέσα μας, λες και κουβαλάμε μέσα μας μια δεύτερη ζωή που διψάει να απελευθερωθεί. Και πια τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά, λες και το σπίτι αλλάζει μορφή, λες και εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε μορφή. Και δεν είναι περίεργο που, μέσα σε τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων, φεύγει ένας και αδειάζει ο κόσμος; («Ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι/Σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα./Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα/ Τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο/και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους. /Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της»). Μια απουσία, που σημαδεύει ανεξίτηλα όλους όσοι μένουν πίσω, που κατατρύχει τους ζωντανούς, οι οποίοι, παράλληλα, φοβούνται όσο τίποτα άλλο να την αποχωριστούν. Αντιθέτως, αγκιστρώνονται στα φαντάσματα, αποζητώντας λίγο από το φως που τους έδινε η αλλοτινή ζωή τους, ελπίζοντας σε μία αβέβαιη συνάντηση. «Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο».
Από την απώλεια του άλλου, θα περάσουμε στην απώλεια του εαυτού, στη βίωση της απειλής του θανάτου από μια προσωπική σκοπιά. Τί σημαίνει να λείπεις από τον κόσμο και αυτός να συνεχίζεται χωρίς εσένα; Αξίζει, άραγε, ένας ιδεολογικός και πνευματικός αγώνας με ένα τόσο βαρύ τίμημα; Σε απόσπασμα από το ποίημα του Ρίτσου «Οι γειτονιές του κόσμου», συναντάμε τους εξής στίχους:
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
Και συ να λείπεις,
Να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
Και συ να λείπεις,
Να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
Και συ να λείπεις,
Οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
Και συ να λείπεις
(…)
Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται,
Και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
Δυο κορμιά να παίρνονται,
Και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,
Και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
Κάτου απ’ το χώμα,
Κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει
Όταν η καρδιά σου,
Που τόσο αγάπησε τον κόσμο,
Θα ‘χει λιώσει».
Ο άνθρωπος, που ως εκ φύσεως εγωιστικό ον, αδυνατεί να φανταστεί τον κόσμο χωρίς τον εαυτό του, που συνειδητοποιεί πως όλα είναι ασήμαντα χωρίς το αγαθό της ζωής, που ωχριά μπροστά στον θάνατο και καθοδηγείται από το ένστικτο της επιβίωσης, καλείται να διανοηθεί μια ζωή δίχως εκείνον, να αναλογιστεί την Άνοιξη και τον έρωτα ως απροσπέλαστα αγαθά, να αντιληφθεί πως είναι σάρκα φθαρτή, που θα λιώσει κάτω από το χώμα.
«Να λείπεις ― δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
Θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,
Θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο…»
Ο Ρίτσος καλεί τον άνθρωπο να υπερβεί τη φύση του, να υπερκεράσει τα βιολογικά του ένστικτα και να αρνηθεί τη ζωή για χάρη του ηθικού καθήκοντος. Προτάσσει, λοιπόν, το πνεύμα του έναντι της αναλώσιμης σάρκας του, υψώνοντάς τον από την ευτέλεια του θνητού, φοβισμένου όντος, στην αθάνατη ψυχή εκείνου που φρούρησε άοκνα τα ιδανικά του.
Κοινό σημείο όλων των παραπάνω ποιημάτων είναι η εξίσωση του θανάτου με τη λήθη. Η φωνή του νεαρού απεργού θα ηχεί πάντα σε αυτόν τον κόσμο, γιατί η μητέρα του του υποσχέθηκε να μη λησμονηθούν εκείνος και τα όνειρά του, τα νεκρά παιδιά τριγυρίζουν στο σπίτι τους, επειδή η οικογένειά τους τα κουβαλάει πάντα στη μνήμη της και η ανταμοιβή για τη θυσία στην ιδεολογική μάχη είναι η πνευματική αθανασία. «Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε». Σε αυτή τη σκέψη καταλήγουν τα εν λόγω ποιήματα του Ρίτσου, ποιήματα αφιερωμένα σε εκείνο που ενώ έχει φύγει ανεπιστρεπτί, θα ζει για πάντα μέσα μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2009
- Γιάννης Ρίτσος, Οι Γειτονιές του κόσμου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2008