Του Θανάση Μάριζα,
Ο Ρωσο-Ουκρανικός Πόλεμος σόκαρε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και προκάλεσε την κατεδάφιση της εικόνας της Ρωσίας ως συγκρατημένου συμμάχου της Δύσης, αρκετά μακριά μεν για να μην ανήκει σε αυτή, λόγω του «ψυχρού» ιστορικού, αρκετά κοντά δε για να συνεργάζεται μαζί της. Μια αναδρομή, όμως, στο πρόσφατο πολυπαθές παρελθόν, ίσως προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση της «αναπόφευκτης» παροντικής κρίσης.
Μπορεί να θεωρηθεί πως η αντικατάσταση του Yeltsin από έναν πρώην αξιωματούχο της K.G.B., όπως αυτή παρουσιάστηκε στο δεύτερο μέρος, αντιπροσώπευε το τέλος του ρωσικού δημοκρατικού πειράματος και της δοκιμαστικής προσέγγισης με τη Δύση. Ίσως εκείνο να είχε τελειώσει ακόμη νωρίτερα, με τους βομβαρδισμούς του Καυκάσου, στις περιοχές της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν. Ίσως, πάλι, ακόμη κι έπειτα από μια δεκαετία υπό το καθεστώς Putin, η Δημοκρατία να μπορούσε να αναβιώσει. Δύο πράγματα μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα: Κατ’ αρχάς, ότι ο Putin δεν αποτελούσε μεταστροφή από την επικρατούσα τάση της ρωσικής πολιτικής (οποιοσδήποτε Ρώσος ηγέτης θα είχε έρθει αντιμέτωπος με την ίδια «αξιοζήλευτη» γεωπολιτική θέση της χώρας του, μεταξύ μιας δυναμικής Ευρώπης και μιας ανερχόμενης Κίνας). Κατά δεύτερον, από την άλλη, ότι ο Putin ήταν πάντα πρόθυμος να λύσει τα προβλήματά του μέσω βίας και ότι, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο επιθετικός.
Ο Putin πιθανώς να μπήκε στο Προεδρικό Γραφείο έτοιμος να συνεργαστεί με τη Δύση. Είχε μια τεταμένη πρώτη συνάντηση με τον Clinton, αλλά, στη συνέχεια, μια πολύ πιο «θερμή» σύνοδο κορυφής με τον Bush Τζούνιορ, στην οποία ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι, κοιτώντας στα μάτια του Putin, είδε… την ψυχή του. Λίγους μήνες αργότερα, ο Putin ήταν ο πρώτος ηγέτης κράτους που τηλεφώνησε στον Bush, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Υποστήριξε ενεργά την εισβολή των Η.Π.Α. στο Αφγανιστάν και δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαίτερα για την επέκταση του Ν.Α.Τ.Ο.: τα περισσότερα από τα κράτη του Visegrád είχαν ήδη ενταχθεί, με τα κράτη της Βαλτικής να είναι επόμενα στη σειρά. Αλλά, μετά το 2001, η εν λόγω χαλαρή σχέση άρχισε να υποχωρεί συνεχώς. Ο Ρώσος Πρόεδρος δεν συμφωνούσε με τις μετέπειτα αποφάσεις της Κυβέρνησης Bush, είτε αυτές είχαν τη μορφή πλήρους εισβολής στο Ιράκ είτε ήπιας επευφημίας προς τις επαναστάσεις στη Γεωργία και την Ουκρανία. Ο Putin ήταν, επίσης, βαθιά απογοητευμένος από τις δυτικές επικρίσεις προς τον συνεχιζόμενο πόλεμό του ενάντια στον αυτονομισμό της Τσετσενίας. Για τον ίδιο, ο τελευταίος έμοιαζε με τον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας» που διεξήγαγε η Δύση: για τη Δύση, όμως, έμοιαζε με εγκλήματα πολέμου και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πιθανώς να υπάρχει κάποιο παράλληλο σύμπαν, στο οποίο η Ρωσία και οι Η.Π.Α. να διεξήγαγαν παρέα τον αντιτρομοκρατικό πόλεμο, γκρεμίζοντας πόρτες στη μέση της νύχτας, βάζοντας τσουβάλια πάνω στα κεφάλια ανθρώπων και «συλλαμβάνοντάς» τους για ακαθόριστα χρονικά διαστήματα. Δεν είναι ακριβώς ένα εύθυμο σενάριο, αλλά ούτε και απίθανο: Σίγουρα υπήρχε αρκετός χώρος στη Ρωσία για «μαύρες τοποθεσίες» της C.I.A. Όπως και να έχει, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε απέδειξε το αντίθετο: Μέχρι το 2004, ο Putin κατηγορούσε τη Δύση για συνεργασία με Τσετσένους τρομοκράτες. Σταδιακά, άρχισε να μιλά όλο και περισσότερο για την απειλή επέκτασης του Ν.Α.Τ.Ο. Το 2007, κατά τη διάρκεια ομιλίας, δήλωσε σχεδόν την απόσχισή του από τη Δύση. Ταυτόχρονα, ο Ρώσος Πρόεδρος στάθηκε και τυχερός. Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν και η Ρωσία έγινε πλουσιότερη. Αλλά η επιφανειακή οικονομική ευημερία προσέδιδε μια ψευδή αίσθηση ασφαλείας. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία επανεξοπλιζόταν, «φόρτιζε» με αγανάκτηση και σχεδίαζε εκδίκηση, γλιστρώντας, όλο και περισσότερο, στην άβυσσο του πολέμου.
Ωστόσο, ακόμη και τώρα, καθώς η εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζεται στο δεύτερο (ή ένατο, αν ληφθεί υπόψιν η Κριμαία) έτος της, δύναται να επισημανθούν στιγμές που τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τα χρόνια που ο συνεργάτης του Putin, Dmitry Medvedev, υπηρέτησε ως Πρόεδρος, γινόταν λόγος για μια λιγότερο μαχητική Ρωσία. Παρά τη συνέχιση πολλών από τις πολιτικές του Putin –μεταξύ άλλων, ήταν ο Medvedev που επιδίωξε πόλεμο με τη Γεωργία, το 2008– δημιουργήθηκε μια πιο φιλελεύθερη ατμόσφαιρα στη δημόσια ζωή. Υπό την Κυβέρνηση Obama, επανήλθε και η συνεργασία Η.Π.Α.-Ρωσίας στο Αφγανιστάν. Μια δυτική Ρωσία ήταν, ίσως, πιθανή και ο Putin, πλέον ως Πρωθυπουργός, φαινόταν ικανοποιημένος να παραμένει στο παρασκήνιο. Όμως, δεν ήταν ποτέ μακριά. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η απόφασή του να επιστρέψει στην Προεδρία δεν υποκινήθηκε από οτιδήποτε έκανε ο Medvedev στο εσωτερικό, αλλά από τη συμπεριφορά του τελευταίου κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, το 2011. Τότε, οι Η.Π.Α. είχαν προωθήσει ένα ψήφισμα στον Ο.Η.Ε. για την προστασία ανταρτών από τον στρατό του Gadaffi. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο, υπό «φυσιολογικές» συνθήκες, η Ρωσία θα ασκούσε βέτο. Όμως, ο Medvedev αποφάσισε να μείνει άπραγος. Όταν ο Putin διαφώνησε δημόσια, ο Medvedev τον επέπληξε, διαπράττοντας μια θεαματική πολιτική «αυτοκτονία». Στον απόηχο της νατοϊκής παρέμβασης στη Λιβύη, ο Gadaffi (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είχε δεχτεί τα αμερικανικά αιτήματα και είχε παράσχει βοήθεια για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας) συνελήφθη και, στη συνέχεια, δολοφονήθηκε από αντάρτες. Ο θάνατός του κινηματογραφήθηκε και δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Φήμες θέλουν τον Putin να τον παρακολουθούσε σε επανάληψη. Όπως και να έχει, λίγους μήνες αφότου το Ν.Α.Τ.Ο. βομβάρδισε την Τρίπολη, ανακοινώθηκε η επιστροφή του “Vova” στην Προεδρία.
Τελικά, ίσως δεν υπήρχε θέση για τη Ρωσία: ούτε στην Ε.Ε., επειδή ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ούτε και στο Ν.Α.Τ.Ο., επειδή εκείνο είχε αρχικά δημιουργηθεί ως μια αντιρωσική συμμαχία. Παράλληλα, οι οργανισμοί, στους οποίες η Ρωσία είχε ισότιμη φωνή (δηλαδή ο Ο.Η.Ε. και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), παραγκωνίζονταν όλο και περισσότερο. Όσο πιο ισχυρό γινόταν το Ν.Α.Τ.Ο., τόσο πιο αδύναμη γινόταν η Ρωσία. Δεν υπήρχε αποφυγή αυτής της πραγματικότητας. Η χαώδης διαφορά, ανάμεσα σε αμερικανική και ρωσική ισχύ, καθιστούσε το οτιδήποτε έκαναν οι πρώτοι ως πρόκληση για τους τελευταίους. Εννοείται πως μερικές ενέργειες ήταν πράγματι εγωιστικές και κακόβουλες, αλλά, μέσα σε αυτό το κλίμα, ακόμα και οι καλοπροαίρετες καθίσταντο αναποτελεσματικές. Μερικές φορές, ακόμα κι οι «παντοδύναμοι» Αμερικανοί έρχονται αντιμέτωποι με φαύλους κύκλους. Αυτοί έτειναν να προκύπτουν στην περιφέρεια της πάλαι ποτέ Τσαρικής Αυτοκρατορίας, σε χώρες που, πλέον, σχημάτιζαν το νέο ρήγμα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης: Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία, Γεωργία, Λευκορωσία, Μολδαβία, και, κυρίως, Ουκρανία.
Είκοσι, περίπου, χρόνια πριν, ο Putin παρακολουθούσε αβοήθητος, καθώς χιλιάδες διαδηλωτές στο Κίεβο απαιτούσαν νέα ψηφοφορία, μετά από την απάτη μεγάλης κλίμακας που έδινε, αρχικά, την ουκρανική Πορεδρία στον φιλορώσο Viktor Yanukovych. Εκείνος κατάφερε, τελικά, να υποβάλει μια επιτυχημένη προεδρική υποψηφιότητα στον επόμενο εκλογικό κύκλο, αλλά, το 2014, έντονες διαμαρτυρίες, ενάντια στην άρνησή του να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ε., τον εκδίωξαν από την εξουσία. Την ίδια εβδομάδα, Ρώσοι στρατιώτες εμφανίστηκαν στην Κριμαία. Η εισβολή στην Ουκρανία είχε αρχίσει.
Βάσει της λογικής του κοινού μοντέλου λειτουργίας, η Δύση παρότρυνε, στην Ανατολική Ευρώπη, τις ίδιες βάναυσες πολιτικές «ελεύθερης αγοράς» που είχε επιβάλλει στον εαυτό της. Έχοντας συμμετάσχει στη δημιουργία του ρωσικού τέρατος, είναι πλέον αναγκασμένη να γίνει η ίδια τέρας για να το πολεμήσει: η κατασκευή και η πώληση όλο και περισσότερων οπλισμών, οι συνεχώς αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες, οι επευφημίες για τον θάνατο Ρώσων στρατιωτών και η δημιουργία μιας γενικευμένης ατμόσφαιρας ενός δευτέρου Ψυχρού Πολέμου, όλα είναι συμπτώματα της δυτικής αδυναμίας για εξασφάλιση της ειρήνης, μετά το 1989. Γιατί αυτή η ευθύνη βαραίνει τον νικητή και όχι τον νικημένο.
Η εξέλιξη της Ρωσίας, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας τρανής δυτικής συνωμοσίας ή, έστω, υπολογισμένης πολιτικής. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι καθόρισαν τη συμπεριφορά τους μέσα σε ένα στενό φάσμα επιλογών. Θα μπορούσαν, φυσικά, να είχαν κάνει διαφορετικές επιλογές. Μπορεί να ειπωθεί πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, δεν ήταν περισσότερο αναπόφευκτη ή προκαθορισμένη από την αντίστοιχη αμερικανική στο Ιράκ, το 2003. Ένα είναι, πάντως, σίγουρο: Η Δύση επέλεξε τη Δύση. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση και την επέκταση των ήδη υπαρχουσών δομών, όπως το Ν.Α.Τ.Ο. Πίσω στο 1990, ο Gorbachev είχε μιλήσει στον Baker για μια υποθετική πανευρωπαϊκή συμφωνία ασφαλείας. Η απάντηση του Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. ήταν ότι «Είναι ένα υπέροχο όνειρο, αλλά μονάχα ένα όνειρο».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Philip Short, Putin (Henry Holt and Co. / Νέα Υόρκη / 2022)
- William H. Hill, No Place for Russia: European Security Institutions Since 1989 (Columbia University Press / Νέα Υόρκη / 2018)
- Samuel Charap & Timothy J. Colton, Everyone Loses: The Ukraine Crisis and the Ruinous Contest for Post-Soviet Eurasia (Routledge / Λονδίνο / 2016)