17.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒίος Θεμιστοκλή (Δ΄ Μέρος): Οι προσπάθειες του Θεμιστοκλή για διεξαγωγή της νέας...

Βίος Θεμιστοκλή (Δ΄ Μέρος): Οι προσπάθειες του Θεμιστοκλή για διεξαγωγή της νέας ναυμαχίας στη Σαλαμίνα


Του Δημήτρη Τσελίκα,

Συνεχίζουμε με το τέταρτο μέρος του βίου του Θεμιστοκλή (τα προηγούμενα τρία εδώ, εδώ κι εδώ). Μετά τα νεανικά του χρόνια και την προσπάθειά του για να καταλάβει ο ελληνικός στόλος τις θέσεις στο Αρτεμίσιο, είδαμε και τις στρατηγικές του ικανότητες στη νικηφόρα ναυμαχία.

Μετά τη νίκη στο Αρτεμίσιο, οι σύμμαχοι των Αθηναίων αδιαφορούν για την τύχη του «κλεινού άστεως» και σπεύδουν στον Ισθμό, όπου αρχίζουν να οικοδομούν τείχος για να ανακόψουν την πορεία των βαρβάρων προς την Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής γνωρίζει πως για να σωθούν οι Αθηναίοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μπουν στα πλοία. Είναι πολύ δύσκολο όμως να τους πείσει – ποιος θα άφηνε ελαφρά τη καρδία το σπίτι του και την περιουσία του, γνωρίζοντας ότι αυτά επρόκειτο να καταστραφούν από τον βάρβαρο εχθρό; Συν τοις άλλοις, η Αθήνα έχει λάβει χρησμό από τους Δελφούς, ο οποίος υποστήριζε πως «τα ξύλινα τείχη» θα τη σώσουν. Πολλοί, λοιπόν, επιμένουν ότι πρέπει να οχυρωθούν στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και να χτίσουν ένα ξύλινο τείχος εκεί, πιστεύοντας πως έτσι θα αποκρούσουν τον εχθρό. Ο Θεμιστοκλής όμως γνωρίζει πως αυτό είναι μια σκέτη τρέλα. Οι Πέρσες πανεύκολα θα διαπερνούσαν την άμυνα αυτή και θα εξολόθρευαν όσους βρίσκονταν εντός του τείχους. Γι’ αυτό, πρέπει να πείσει τους συμπολίτες του να φύγουν από την Αθήνα, να μπουν στα πλοία και να πάνε στη Σαλαμίνα, όπου και θα ναυμαχήσουν εναντίον των Περσών με νικηφόρα έκβαση της μάχης. Έτσι, βάζει μπρος τα μεγάλα μέσα.

Απεικόνιση αρχαίας ναυμαχίας, με ένα πλοίο να εμβολίζει ένα άλλο. Πηγή εικόνας: worldhistory.org

Συγκροτεί μια μικρή ομάδα αξιωματικών, οι οποίοι αναλαμβάνουν πλέον τον έλεγχο και την εξουσία στην πόλη. Διακηρύττει σε όλους πως ο χρησμός της Πυθίας είναι αλληγορικός, και πως με τον όρο «ξύλινα τείχη» εννοεί τα καράβια, τα οποία και θα σώσουν την Αθήνα. Οι αξιωματικοί εξαναγκάζουν τους ιερείς να συμφωνήσουν μαζί του και να πουν πως η Αθηνά και ο Ποσειδώνας ναι μεν θα στηρίξουν τους Αθηναίους, αλλά εκτός του άστεως. Αλλά το σχέδιό του δεν τελειώνει εκεί. Η μεγαλοφυία του δεν έχει όρια. Εντός του ναού της Αθηνάς υπήρχε ένα φίδι, ο «οικουρός όφις», ο οποίος ήταν ιερός και φρουρούσε την Ακρόπολη. Κάθε μήνα, οι ιερείς του προσέφεραν μία μελόπιτα ως τροφή. Ο Θεμιστοκλής εξαφανίζει τον όφιν και η μελόπιτα παραμένει άθικτη. Αναγκάζει την ιέρεια να πει πως ο όφις έφυγε, επομένως η Αθηνά τους δείχνει ότι πρέπει και αυτοί να κάνουν το ίδιο. Ακόμα, μπήκε εντός του ναού και μετέφερε μυστικά, κάποιο βράδυ, το ιερό ξόανο της Αθηνάς στα πλοία. Αυτό το ξόανο δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να το αγγίξει. Έτσι, μέσω των ιερέων και πάλι, διαδίδει πως ο όφις και το ξόανο πήγαν από μόνα τους στα πλοία, ως σημάδι από τη θεά. Οι Αθηναίοι εν τέλει πείθονται – όχι όλοι, βέβαια – και ξεκινούν προς το Φάληρο.

Η μετάβαση στο λιμάνι γίνεται με τάξη και οργάνωση. Ο Θεμιστοκλής, πριν την αναχώρηση, ζήτησε να γίνει έρανος μεταξύ των πολιτών για να μαζευτούν χρήματα που θα διανεμηθούν στα γυναικόπαιδα και στους φτωχούς, οι οποίοι θα μεταφέρονταν στην Αίγινα, στην Τροιζήνα και στη Σαλαμίνα. Όλοι όμως ισχυρίζονται πως δεν έχουν χρήματα, και ο Θεμιστοκλής προσποιείται πως τους πιστεύει. Ξαφνικά, και ενώ η πομπή έχει προχωρήσει, δίδει σήμα να σταματήσουν αμέσως. Ανακοινώνει πως χάθηκε το Γοργόνιο (μεταλλική απεικόνιση του κεφαλιού της Μέδουσας, που κρεμόταν στο στήθος του αγάλματος της Αθηνάς), και δήθεν ότι το αναζητεί διατάσσει έλεγχο σε όλων τις αποσκευές για να το βρει. Αυτό που πραγματικά ήθελε όμως το βρήκε – χρήματα στις αποσκευές, τα οποία φυσικά και μάζεψε στο ταμείο.

Συγκινητικές στιγμές διαδραματίζονται στο Φάληρο με τα κατοικίδια ζώα των Αθηναίων (σκύλοι και άλογα), τα οποία δεν χωρούν στα πλοία και έτσι οι κύριοί των αναγκάζονται να τα αφήσουν πίσω. Αυτά όμως παίρνουν τα πλοία από πίσω κολυμπώντας. Όπως είναι φυσικό, δεν αντέχουν να κολυμπήσουν για τόσο μεγάλη απόσταση, κι έτσι σιγά σιγά κουράζονται και πνίγονται. Κάποιοι Αθηναίοι, μην αντέχοντας να βλέπουν τα ζώα τους να υποφέρουν, τα φονεύουν οι ίδιοι με ακόντια. Ο σκύλος του Ξάνθιππου (πατέρα του Περικλή) κατόρθωσε κολυμπώντας να φτάσει μέχρι την Σαλαμίνα. Εκεί όμως, μόλις βγήκε στην ξηρά, πέθανε αποκαμωμένος. Ο Ξάνθιππος τον έθαψε επί τόπου και η περιοχή από τότε ονομάστηκε Κυνός Σήμα (=ο τάφος του σκύλου).

Επιτύμβιο γλυπτό σκύλου, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Η «κυβέρνηση» των Αθηνών μεταφέρεται στη Σαλαμίνα και εκεί λειτουργεί κανονικά, με τον Άρειο Πάγο να ασκεί εξουσία – πάντα συμφώνως με τις προσταγές του Θεμιστοκλή. Πρώτη απόφαση ήταν να αρθούν οι ποινές εξοστρακισμού και να επιστρέψουν όλοι οι εξόριστοι για το συμφέρον της Ελλάδας. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Αριστείδης ο Δίκαιος, ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Θεμιστοκλή, ο οποίος και τον είχε εξορίσει (όπως είχαμε αναφέρει). Μπροστά στο εθνικό συμφέρον όμως, δεν χωρούν τέτοιου είδους μικροαντιπαλότητες. Το κοινό ταμείο διατίθεται σε όλους τους Αθηναίους πολίτες, τα παιδιά γυμνάζονται στα τοπικά γυμναστήρια και οι διδάσκαλοι παραδίδουν κανονικά τα μαθήματα. Στην Τροιζήνα, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των γυναικόπαιδων της Αθήνας, οι ντόπιοι ψήφισαν νόμο να τρέφονται δημοσία δαπάνη και να δίδουν ημερησίως δύο οβολούς σε κάθε Αθηναίο.

Οι Πέρσες προελαύνουν ανενόχλητοι προς την Αττική. Καταστρέφουν τις Θεσπιές και τις Πλαταιές που δεν είχαν συνθηκολογήσει και ο λαός είχε καταφύγει στην Πελοπόννησο, και εισέρχονται στην Αθήνα. Οι μόνοι που έχουν απομείνει εκεί είναι μερικοί υπέργηροι, ασθενείς και ιερείς, οι οποίοι έχουν οχυρωθεί στην Ακρόπολη. Οι Πέρσες ρίχνουν βέλη με φλεγόμενα στουπιά (υφάσματα) στο ξύλινο τείχος και το καίνε. Ο Ξέρξης τους κάνει δελεαστικές προτάσεις για να παραδοθούν, όμως αυτοί δεν δέχονται. Αμύνονται ρίχνοντας ογκώδεις βράχους πάνω στους βαρβάρους. Ο Ξέρξης άρχιζε να απελπίζεται, διότι έβλεπε πως δεν μπορούσε να καταλάβει την Ακρόπολη, ώσπου κάποιοι στρατιώτες κατάφεραν να αναρριχηθούν στο πιο απόκρημνο σημείο του Ιερού Βράχου, το οποίο δεν φυλασσόταν από τους Αθηναίους διότι πίστευαν πως δεν μπορούσε άνθρωπος να ανέβει εκεί. Μόλις είδαν τους εισβολείς, κατάλαβαν πως η μάχη είναι χαμένη και οι περισσότεροι αυτοκτόνησαν πέφτοντας από την Ακρόπολη. Άλλοι κατέφυγαν ικέτες εντός του ναού. Κανείς δεν σκέφτεται να παραδοθεί. Οι βάρβαροι σπάζουν τις θύρες του ναού και μπαίνουν μέσα. Σφάζουν τους ικέτες, λεηλατούν τους θησαυρούς, αρπάζουν οτιδήποτε πολύτιμο βρίσκουν και καίνε ολόκληρη την Ακρόπολη.

Ο Ξέρξης με ευχαρίστηση βλέπει τις φλόγες, και την επομένη αγγελιαφόρος ιππέας στέλνεται στα Σούσα για να αναγγείλει στον Αρτάβανο (είχαμε αναφέρει στον βίο του Λεωνίδα ότι είχε φέρει αντιρρήσεις για την εκστρατεία) ότι η Αθήνα κυριεύθηκε και κάηκε. Ο βασιλιάς όμως φοβάται την εκδίκηση της θεάς, και γι’ αυτό διατάζει τους Αθηναίους εξόριστους που τον συνόδευαν να ανέλθουν στην Ακρόπολη και να της προσφέρουν θυσίες. Ένα υπερφυσικό στοιχείο που συνέβη επίσης ήταν ότι, παρ’ όλο που η ιερή ελιά είχε καεί ολοσχερώς, την άλλη μέρα είχε ξεπεταχτεί από τον καμένο κορμό ένα μεγάλο χλωρό κλαδί (εντός του Ερεχθείου, στην Ακρόπολη, βρίσκονταν μία ελιά και μια πηγή που ανέβλυζε θαλασσινό νερό, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν τα δώρα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα όταν διεκδικούσαν την πόλη). Εκδίκηση για αυτό το γεγονός θα πάρει πολλά χρόνια αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος θα πυρπολήσει συθέμελα την Περσέπολη.

Ο Θεμιστοκλής και αθηναϊκή τριήρης, κάρτα των αρχών του 20ου αι. Συσκευασία της γαλλικής σοκολατοβιομηχανίας Aiguebelle. Πηγή εικόνας: 1-2.gr

Τις φλόγες από την Ακρόπολη τις βλέπουν και οι Έλληνες στη Σαλαμίνα όμως. Ο Θεμιστοκλής εκείνη την ώρα βρίσκεται στην ναυαρχίδα του Ευρυβιάδη. Συγκαλείται πολεμικό συμβούλιο. Ο Θεμιστοκλής ξεκινά να μιλάει, υποστηρίζοντας πως η μόνη περίπτωση να νικήσουν οι Έλληνες είναι αν ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα. Αναλύει τον ψυχολογικό παράγοντα, το ηθικό των ανδρών που θα πέσει αν αποπλεύσει ο στόλος. Θα κυριαρχήσει η ηττοπάθεια και οι Πέρσες θα νικήσουν. Στη συνέχεια αναφέρει τα πλεονεκτήματα της Σαλαμίνας. Ο χώρος είναι στενός και ο εχθρός δεν θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί τον πολυάριθμο στόλο του. Οι ελληνικές τριήρεις είναι μικρότερες και πιο ευκίνητες από τα μεγάλα και δυσκίνητα περσικά πλοία. Θα νικήσουμε και θα βυθίσουμε τον στόλο του Ξέρξη, καταλήγει ο Θεμιστοκλής. Φαίνεται ότι οι στρατηγοί πείθονται, ακόμα και ο Ευρυβιάδης.

Τον λόγο, όμως, παίρνει ο Αδείμαντος, ναύαρχος των Κορινθίων. Αν μείνουμε στη Σαλαμίνα, λέει, και ηττηθούμε, θα αποκλειστούμε στο νησί και θα καταστραφούμε ολοσχερώς, ενώ αν ναυμαχήσουμε στον κόλπο των Κεγχρεών θα έχουμε και την υποστήριξη του στρατού ξηράς, και δεν γίνεται να αποκλειστούμε ακόμα και αν ηττηθούμε. Συμφωνώ με τα επιχειρήματα του Θεμιστοκλή για τη Σαλαμίνα, συνέχισε, αλλά τα ίδια ακριβώς πλεονεκτήματα έχει και ο κόλπος των Κεγχρεών, με μικρότερο ρίσκο. Οι αξιωματούχοι συμφωνούν με τον Αδείμαντο, εκτός από τους Μεγαρείς και τους Αιγινήτες, οι οποίοι στηρίζουν τον Θεμιστοκλή. Τη στιγμή της ψηφοφορίας ειδοποιούνται ότι η Αθήνα καίγεται, και βγαίνουν έξω για να δουν τις φλόγες. Τρομαγμένοι οι περισσότεροι, χωρίς καν να ψηφίσουν, αποφασίζουν να φύγουν από τη Σαλαμίνα το επόμενο κιόλας πρωινό, και επιστρέφουν στις τριήρεις τους. Όσοι έμειναν ψήφισαν υπέρ του Ισθμού, και ανεχώρησαν και αυτοί.

Θεμιστοκλής και Ευρυβιάδης. Πηγή εικόνας: taxidievia.blogspot.com

Ο Θεμιστοκλής απογοητευμένος επιστρέφει στη ναυαρχίδα του. Ξαγρυπνά με τις σκέψεις να βασανίζουν το μυαλό του. Τότε, τον επισκέπτεται ένας Αθηναίος, ο Μνησίφιλος (δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν, αλλά θα έπρεπε να ήταν κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, για να τον δεχτεί ο Θεμιστοκλής). Τον ρωτά τι αποφασίστηκε στο συμβούλιο, και ο Θεμιστοκλής τον ενημερώνει για την απόφαση των υπόλοιπων Ελλήνων να ναυμαχήσουν στον Ισθμό. Αν φύγει ο στόλος από τη Σαλαμίνα, απαντά ο Μνησίφιλος, δεν θα έχεις πατρίδα υπέρ της οποίας θα ναυμαχήσεις. Ο καθένας θα σηκώσει πανιά και θα πάει στην πόλη του, και ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να τους συγκεντρώσει πάλι. Η Ελλάς θα χαθεί από απερισκεψία. Γι’ αυτό, πήγαινε τώρα στον Ευρυβιάδη και προσπάθησε να τον κάνεις να αλλάξει απόφαση, ώστε να μείνουμε εδώ.

Στον Θεμιστοκλή άρεσαν τα λόγια του Μνησίφιλου, και αμέσως σπεύδει στη ναυαρχίδα του Ευρυβιάδη. Ο Θεμιστοκλής του μεταφέρει όσα του είπε ο Μνησίφιλος, και προσθέτει και άλλα δικά του επιχειρήματα, και καταφέρνει να τον μεταπείσει. Δεν αρκεί όμως αυτό. Πρέπει να συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό, συγκαλείται έκτακτο πολεμικό συμβούλιο. Όλοι συγκεντρώνονται στην ναυαρχίδα του Ευρυβιάδη, ο οποίος τους ανακοινώνει πως υπάρχουν νέα δεδομένα και η απόφαση που ελήφθη προηγουμένως δεν είναι ορθή (πόσο ωραίο θα ήταν αλήθεια να γνωρίζαμε τι άλλο ειπώθηκε στον Θεμιστοκλή από τον Μνησίφιλο, που άλλαξε την απόφαση του Ευρυβιάδη… Αυτά όμως είναι πάντοτε απόρρητες πληροφορίες). Ο Θεμιστοκλής, ανυπόμονος, πετάγεται και ξεκινά να μιλά χωρίς να είναι η σειρά του. Ο Αδείμαντος του φωνάζει «Θεμιστοκλή, στους αγώνες όποιος βιάζεται να ξεκινήσει πριν το σύνθημα ραπίζεται», για να λάβει την απάντηση του Θεμιστοκλή «Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά και όποιος μένει πίσω δεν στεφανώνεται». Μετά από αυτό, ο Αδείμαντος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, και ο Θεμιστοκλής του είπε το περίφημο «Πάταξον μεν, άκουσον δε!» (=χτύπα, αλλά άκουσε). Εντυπωσιασμένος ο Αδείμαντος, τον άφησε να μιλήσει. Είναι γενικά γνωστή η εκδοχή πως τα παραπάνω συνέβησαν μεταξύ Θεμιστοκλή και Ευρυβιάδη, όμως το πιθανότερο είναι να ήταν ο Αδείμαντος, αφού ο Ευρυβιάδης είχε ήδη συμφωνήσει με τον Θεμιστοκλή.

«Πάταξον μεν, άκουσον δε», κάρτα του τέλους του 19ου αι. Συσκευασία της γαλλικής σοκολατοβιομηχανίας Louit. Πηγή εικόνας: 1-2.gr

Πήρε τον λόγο, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής, και είπε τα εξής: «Στα χέρια σου κρατάς τη σωτηρία της Ελλάδας, αν πειστείς σ᾽ εμένα να δώσεις ναυμαχία παραμένοντας εδώ και δεν πειστείς σ᾽ όσα λεν αυτοί, κι οδηγήσεις τα καράβια σ᾽ άλλη θέση, προς τον Ισθμό. Λοιπόν άκουσε και το ένα και το άλλο και αντιπαράθεσέ τα: αν έρθεις στα χέρια με τον εχθρό στη θάλασσα του Ισθμού, θα ναυμαχήσεις σε ανοιχτό πέλαγος που δεν προσφέρεται καθόλου σε μας που έχουμε καράβια πιο αργοκίνητα και λιγότερα στον αριθμό· κι απ᾽ την άλλη θα χάσεις τη Σαλαμίνα και τα Μέγαρα και την Αίγινα, ακόμα και στην περίπτωση που όλα τ᾽ άλλα θα μας έρθουν δεξιά. Και το ναυτικό τους θα το ακολουθήσει το πεζικό κι έτσι θα ᾽σαι εσύ ο ίδιος που θα τους κουβαλήσεις στην Πελοπόννησο και θα διακυβεύσεις τη σωτηρία ολόκληρης της Ελλάδας. Αντίθετα, αν κάνεις αυτά που σου λέγω εγώ, δες ποια πλεονεκτήματα θα πετύχεις· πρώτα πρώτα, αν εμείς που έχουμε λίγα καράβια συγκρουστούμε με πολλά σε στενή θάλασσα, κι αν η έκβαση της σύγκρουσης είναι αυτή που συνήθως συμβαίνει, η νίκη μας θα είναι μεγάλη· γιατί η ναυμαχία σε στενό ευνοεί εμάς, ενώ στ᾽ ανοιχτά εκείνους. Εξάλλου σώζεται κι η Σαλαμίνα, όπου βρήκαν καταφύγιο τα παιδιά και οι γυναίκες μας. Επίσης μ᾽ αυτή την επιλογή έχεις και τούτο, που εσείς το βάζετε πάνω απ᾽ όλα: μένοντας εδώ θ᾽ αγωνιστείς για την Πελοπόννησο δίνοντας ναυμαχία, όπως αν την έδινες στον Ισθμό, κι επιπλέον, αν είσαι γνωστικός, δε θα κουβαλήσεις τον εχθρό στην Πελοπόννησο. Τέλος, αν γίνουν αυτά που προσδοκώ και νικήσουμε στη ναυμαχία, δε θα σας έρθουν οι βάρβαροι στον Ισθμό ούτε θα προελάσουν πιο πέρα απ᾽ την Αττική, αλλά θα τραπούν σε άταχτη φυγή, ενώ εμείς θα ᾽χουμε το κέρδος να μείνουν στα χέρια μας τα Μέγαρα κι η Αίγινα κι η Σαλαμίνα — μάλιστα πήραμε χρησμό πως σ᾽ αυτήν θα θριαμβεύσουμε πάνω στους εχθρούς μας. Λοιπόν, γενικά των ανθρώπων που σκέφτονται λογικά συνήθως πραγματοποιούνται οι επιδιώξεις· για όσους όμως δε σκέφτονται λογικά, ούτε ο Θεός θέλει να συνταχθεί με τις γνώμες των ανθρώπων».

Σε εκείνο το σημείο τον διέκοψε ο Αδείμαντος και φώναξε στον Ευρυβιάδη να μην λάβει υπόψιν του την γνώμη κάποιου που δεν έχει πατρίδα να εκπροσωπήσει, αφού η Αθήνα καιγόταν. Ο Θεμιστοκλής εξαγριώθηκε. «Έχουμε 200 πολεμικά πλοία, που είναι για μας και κράτος και πατρίδα ισχυρότερα από των Κορινθίων. Κι ούτε υπάρχει κράτος που να μπορεί να μας αντισταθεί αν του επιτεθούμε». Και απευθυνόμενος στον Ευρυβιάδη, είπε: «Εσύ να μείνεις εδώ και μένοντας θ᾽ αποδείξεις την πολεμική αρετή σου· ειδεμή, θα ρίξεις την Ελλάδα στον γκρεμό· γιατί όλο το βάρος του πολέμου μάς το σηκώνουν τα καράβια· πείσου λοιπόν στα λόγια μου. Αν όμως δεν το κάνεις αυτό, εμείς, έτσι όπως είμαστε, παίρνουμε μαζί μας τους δικούς μας και μετακομίζουμε στη Σίριν, στην Ιταλία, που απ᾽ τον παλιό κιόλας καιρό είναι δική μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει να χτιστεί εκεί αποικία δική μας· κι όσο για σας, όταν μείνετε μόνοι χάνοντας τέτοιους συμμάχους, θα θυμηθείτε τα λόγια μου». Ο Ευρυβιάδης γνωρίζει πως δεν τον συμφέρει να χάσει τη ναυτική δύναμη των Αθηναίων. Ανακοινώνει την απόφασή του: «Μένομεν».

Συνεχίζεται


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κων. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 2, Αθήνα: Εκδόσεις Λυμπέρη – Εκδόσεις Οξύ.
  • Πλεύρης, Κ. (2012), Οι βάρβαροι (Αναφορά στα Ελληνοπερσικά), Αθήνα: Εκδόσεις Ήλεκτρον.
  • Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Ιστοριών Η’ – Ουρανία (2012), μτφρ. Τζαφερόπουλος Α., Αθήνα: Βιβλιοθήκη Των Ελλήνων – Γεωργιάδης.
  • Biographies – Οι μεγάλοι όλων των εποχών, τόμος 1: Αρχαιότητα, Αθήνα: Εκδόσεις Δομή Α.Ε.
  • Θεμιστοκλής: Η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα της αρχαιότητας, ekivolos.gr, Διαθέσιμο εδώ
  • Themistocles, worldhistory.org, Διαθέσιμο εδώ
  • Themistocles: Champion of Athenian Sea Power, usni.org, Διαθέσιμο εδώ
  • Themistocles, livius.org, Διαθέσιμο εδώ
  • Themistocles, pbs.org, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τσελίκας
Δημήτρης Τσελίκας
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Είναι πτυχιούχος της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Συνεχίζει τις σπουδές του πάνω στην κλασική φιλολογία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Λογοτεχνία, σκέψη και πολιτισμός στον ελληνορωμαϊκό κόσμο» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε να διαβάζει για την ελληνική μυθολογία από την ηλικία των 3 ετών, και από τότε μέχρι και σήμερα μελετά τους μύθους, τις αναλύσεις και τους συμβολισμούς τους.