Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη στρατηγικής σημασίας ανά τα χρόνια, αποτέλεσε το «μήλον της έριδος» για διάφορους μνηστήρες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ενώ βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Ένα κομβικής σημασίας γεγονός, για τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας, αποτελεί η απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό τον Οκτώβριο του 1912.
Στις αρχές του ίδιου μήνα και πιο συγκεκριμένα στις 5, η Ελλάδα ενεπλάκη στον πόλεμο που είχε κηρύξει η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Σερβία και τη Βουλγαρία, που έμεινε στην Ιστορία ως ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Η Ελλάδα δρούσε σε δύο μέτωπα, το ηπειρωτικό και το μακεδονικό, και με τις επιτυχίες του στρατού της άρχισε να πλησιάζει στον στόχο της κατάληψης της πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Η απελευθέρωση της Κοζάνης, της Βέροιας, της Κατερίνης και η νίκη των Ελλήνων στη μάχη των Γιαννιτσών στις 19 και 20 Οκτωβρίου ουσιαστικά άνοιξαν τον δρόμο για την επίτευξη του στόχου και αναπτέρωσαν το ηθικό του στρατού.
Σε αυτό το κομβικό σημείο για την εξέλιξη του πολέμου, ξέσπασε διαφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς οι απόψεις τους διίσταντο, όσον αφορά την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για τη συνέχεια του πολέμου. Ο Βενιζέλος επιθυμούσε τα ελληνικά στρατεύματα να κινηθούν προς τη Θεσσαλονίκη, για να προλάβουν πιθανή κίνηση κατάληψής της από τη βουλγαρική πλευρά, ενώ ο Διάδοχος Κωνσταντίνος πρότεινε να τεθεί σε προτεραιότητα η κατάληψη του Μοναστηρίου. Μετά από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο ανδρών και τη μεσολάβηση του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, ο Κωνσταντίνος ακολούθησε την επιλογή της άμεσης κατεύθυνσης του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Ο ελληνικός στρατός υπό τις διαταγές του Διαδόχου κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη και κύκλωσε τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να μην έχουν εκείνοι έξοδο διαφυγής. Τότε, ο Χασάν Ταξίν Πασάς, έχοντας αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε δυσχερή θέση, πήρε την απόφαση να προβεί σε συνθηκολόγηση. Ο όρος που έθεσε, δηλαδή να μεταβεί μέχρι το τέλος του πολέμου στο Καραμπουρνού φέροντας οπλισμό, δεν έγινε δεκτός από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος αντιπρότεινε να μεταφερθεί το στράτευμά του στη Μικρά Ασία με έξοδα της ελληνικής κυβέρνησης.
Έτσι, κατά τις βραδινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου ο Βίκτωρ Δουσμάνης και ο Ιωάννης Μεταξάς, Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, μετέβησαν στο Διοικητήριο της πόλης για την υπογραφή των πρωτοκόλλων σχετικά με την παράδοση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα. Όπως οριζόταν, επρόκειτο να παραδωθούν στην Ελλάδα αιχμάλωτοι και ο οπλισμός του σχηματισμού, που περιλάμβανε πολυβόλα, πυροβόλα, τουφέκια και πυρομαχικά.
Την επόμενη ημέρα, στην πόλη εισήλθαν δύο τάγματα ευζώνων, ενώ στο Διοικητήριο υψώθηκε η ελληνική σημαία. Στις 28 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος έφτασε στην πόλη και ακολούθησε δοξολογία στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 29 του μήνα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους της. Μετά από σχεδόν πέντε αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, η Θεσσαλονίκη πέρασε στην κατοχή της Ελλάδας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός από 1881 ως 1913, τ. ΙΔ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000