15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤα νομικά γνωρίσματα της επιταγής κατά τον ν. 5960/1933

Τα νομικά γνωρίσματα της επιταγής κατά τον ν. 5960/1933


Του Άρη Σηφάκη,

Η επιταγή αποτελεί ένα από τα πλέον πιο διαδεδομένα αξιόγραφα, που επιτελεί κατά βάση ρόλο μέσου πληρωμής. Είναι αξιόγραφο εις διαταγήν, άρα για τη μεταβίβασή του δεν αρκεί η σύμβαση δόσεως και λήψεως, αλλά απαιτείται και πράξη οπισθογράφησης, ενώ μπορεί να μετατραπεί τόσο σε αξιόγραφο στον κομιστή όσο και σε ονομαστικό. Επίσης, όπως ακριβώς η συναλλαγματική, έχει ενοχικό χαρακτήρα με την ενσωμάτωση εντολής ή αξίωσης για καταβολή ορισμένου ποσού στο πρόσωπο που την εμφανίζει. Μεταξύ άλλων, είναι αξιόγραφο συστατικό, αναιτιώδες (χωρίς, δηλαδή, να επιδρά στο κύρος της η υποκείμενη σχέση, στην οποία βάσισαν τα μέρη την έκδοση της), έγγραφη με ορισμένα τυπικά στοιχεία που ορίζονται εκ του νόμου.

Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε πως ομοιάζει αρκετά στη συναλλαγματική, ενώ διέπεται, όπως και αυτή, από τις αρχές της γραμματοπάγειας και της αυτοτέλειας των υπογραφών. Ωστόσο, παρουσιάζει και ορισμένες διαφορές από την τελευταία. Ας δούμε παρακάτω πώς λειτουργεί η έκδοση και κυκλοφορία μιας επιταγής στην αγορά, καθώς και ποια είναι τα ουσιώδη στοιχεία που τη διαφοροποιούν ως αξιόγραφο υπό το πλαίσιο του ν.5960/1933. Η επιταγή, όπως συμβαίνει και στη συναλλαγματική, εκδίδεται στο πλαίσιο τριτοπρόσωπης εκταξιακής σχέσης (εκδότης, λήπτης, πληρωτής). Ο εκδότης δια της θέσης της σε κυκλοφορία, πρακτικά εξουσιοδοτεί τόσο τον λήπτη/κομιστή της να εισπράξει το ποσό που ορίζεται σε αυτήν, όσο και τον πληρωτή να καταβάλλει στον λήπτη το ποσό αυτό.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Grabowska

Μια πρώτη διαφορά από τη συναλλαγματική εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο πληρωτής μπορεί να είναι μόνο τράπεζα ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ασκεί τραπεζικές εργασίες (π.χ. ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, ταχυδρομικό ταμιευτήριο), στα οποία ο εκδότης έχει λογαριασμό. Μεταξύ εκδότη και πληρωτή υφίσταται σχέση κάλυψης και δη σύμβαση επιταγής (ΑΠ 1098/2008, ΑΠ 458/1997), η οποία αποτελεί συνήθως ειδικό μέρος μιας τραπεζικής σύμβασης που έχει συνάψει ο εκδότης με τη συγκεκριμένη τράπεζα. Στο πλαίσιο της σύμβασης επιταγής, η τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του εκδότη-πελάτη της να εξοφλεί επιταγές που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο και εμφανίζονται ενώπιόν της, χρεώνοντας τον τραπεζικό λογαριασμό του, ενώ μπορεί να έχει συμφωνηθεί κιόλας ότι, αν δεν έχει τα αναγκαία ταμειακά διαθέσιμα, να προβαίνει και σε χρέωση προς αυτόν για να καλυφθεί το ποσό της εμφανιζόμενης επιταγής (ΑΠ 1098/2008, ΕφΔωδεκ 251/1999). Από την άλλη, μεταξύ εκδότη και λήπτη υπάρχει σχέση αξίας, με τον τελευταίο να αποτελεί τον δανειστή του εκδότη από μια οποιαδήποτε έννομη σχέση (πώληση, μίσθωση, δάνειο, έργο κ.λπ.).

Για την εγκυρότητα της επιταγής, απαιτείται σε ουσιαστικό επίπεδο η ύπαρξη δικαιοπρακτικής ικανότητας (άρθρο 58). Σε τυπικό επίπεδο, απαιτείται η πλήρωση των στοιχείων που ορίζονται κατά το άρθρο 1 του ν.5960/1933. Πρόκειται για τα ίδια τυπικά στοιχεία που προβλέπονται για την συναλλαγματική, αλλά σε αντίθεση με την τελευταία, στην επιταγή δεν υπάρχει υποχρέωση για αναφορά σε εις διαταγήν πληρωμή, καθώς μπορεί να είναι επιταγή στον κομιστή (ανώνυμη) ή ονομαστική, ενώ συν τοις άλλοις δεν υπάρχει χρόνος λήξης. Η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα εν όψει (άρθρο 28). Κατά τα λοιπά, απαιτείται στο σώμα της επιταγής να αναφέρεται η λέξη «επιταγή» στη γλώσσα στην οποία εκδίδεται ο τίτλος. Απαραίτητη είναι η ύπαρξη εντολής διατυπωμένης χωρίς αιρέσεις, όρους και επιφυλάξεις για πληρωμή ορισμένου ποσού και σε συγκεκριμένο νόμισμα (επιτρέπεται και σε ξένο κατά το άρθρο 36).

Μια αξιοσημείωτη διαφορά με τη συναλλαγματική όψεως ή πληρωτέας εντός προθεσμίας από την όψη της, είναι πως δεν μπορεί να περιληφθεί στην επιταγή ρήτρα τόκου. Τέτοια ρήτρα δεν θα συνεπάγεται ακύρωση της επιταγής, απλώς θα θεωρηθεί ως μη-γεγραμμένη (άρθρο 7). Στην επιταγή πρέπει να μνημονεύεται το όνομα της πληρώτριας τράπεζας, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα το νομικό πρόσωπο της τράπεζας να είναι και εκδότης και πληρωτής της επιταγής. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, θα πρέπει να πρόκειται για δυο διαφορετικά καταστήματα της τράπεζας αυτής (άρθρο 6 παρ. 3). Ως ουσιώδη στοιχεία νοούνται ο ορισμός τόπου πληρωμής, τόπου και χρόνου έκδοσης της επιταγής, καθώς και η υπογραφή του εκδότη. Η έλλειψη αναφοράς του τόπου πληρωμής θεραπεύεται, καθώς ως τέτοιος θα θεωρηθεί ο τόπος έκδοσης, ενώ αν δεν αναφέρεται ούτε ο τελευταίος, θα θεωρηθεί ως τέτοιος, ο αναφερόμενος δίπλα στο όνομα του εκδότη (άρθρο 2). Η έλλειψη της ημερομηνίας έκδοσης δεν θεραπεύεται.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: 5317367

Η μεταβίβαση της επιταγής από τον χρόνο που θα τεθεί σε κυκλοφορία στην αγορά από την έκδοσή της, εξαρτάται πάντοτε από το εάν αποτελεί αξιόγραφο εις διαταγήν ή στον κομιστή ή ονομαστικό. Ως ονομαστικό αξιόγραφο μεταβιβάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εκχώρησης (ΑΚ 455 επ.) με θέση της ρήτρας «όχι εις διαταγήν» στο κείμενο του αξιογράφου και μνημονεύοντας το κατονομαζόμενο πρόσωπο του νέου δικαιούχου, ενώ, εάν είναι στον κομιστή, αρκεί η παράδοση του τίτλου, με εφαρμογή της αρχής του καλόπιστου κτήτορα (ΑΚ 1036). Ιδιαίτερη σημασία έχει, όταν είναι εις διαταγήν, όπου η μεταβίβασή της από τον αρχικό λήπτη σε νέο κομιστή απαιτεί την παράδοση του αξιογράφου μαζί με οπισθογράφηση, κατονομάζοντας τον νέο κομιστή. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθούν τρεις σημαντικές διαφορές από την αντίστοιχη οπισθογράφηση που γίνεται επί συναλλαγματικής.

Αρχικά, η οπισθογράφηση επιταγής εις διαταγήν της πληρώτριας τράπεζας από τον κομιστή, θα θεωρηθεί αποκλειστικά εξόφληση της (άρθρο 15 παρ. 4) και η αναγραφόμενη οπισθογράφηση θα θεωρηθεί ως απόδειξη εξόφλησης. Με την οπισθογράφηση της επιταγής δεν επέρχονται μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα στον πληρωτή, άρα δεν καθίσταται κύριός της. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί ο ίδιος εξ αυτού του λόγου να οπισθογραφήσει περαιτέρω την επιταγή, με την τελευταία να θεωρηθεί ως άκυρη οπισθογράφηση (άρθρο 15 παρ. 2). Μάλιστα, κατά πολλούς, άκυρη θα θεωρηθεί και η ενεχυρική οπισθογράφηση εν αντιθέσει με τη συναλλαγματική, με μέρος της νομολογίας, ωστόσο, να αντιτίθεται στην παραπάνω άποψη (ΑΠ 440/2012, ΑΠ 1344/2017).

Ο κομιστής της επιταγής, εφόσον θέλει να εισπράξει το ποσό που ορίζεται στην εντολή, θα πρέπει να εμφανίσει την επιταγή ενώπιον της πληρώτριας τράπεζας εντός προθεσμίας 8 ημερών από την ημέρα έκδοσης, χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνεται στον υπολογισμό της προθεσμίας αυτής η ημέρα έκδοσης της επιταγής (άρθρα 29 και 56). Υπάρχει, βέβαια, και το ενδεχόμενο της μεταχρονολογημένης επιταγής (άρθρο 28 παρ. 2), όταν, δηλαδή, ο εκδότης έχει ορίσει ψευδώς μια ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη της πραγματικής και ο κομιστής της την εμφανίζει για να εισπράξει την απαίτησή του πριν την ημερομηνία της αναγραφόμενης έκδοσης.

Το κύρος της επιταγής δεν θίγεται στην παραπάνω περίπτωση, ενώ θα θεωρηθεί πληρωτέα την ημέρα της εμφάνισής της. Η πληρώτρια τράπεζα καλείται να βεβαιώσει την ύπαρξη αδιάκοπης σειράς οπισθογραφήσεων (άρθρο 35), ενώ δικαιούται να προβεί σε μερική πληρωμή, χωρίς ο κομιστής να έχει δικαίωμα να την αρνηθεί (άρθρο 34). Η τράπεζα δε μπορεί να απαιτήσει στην περίπτωση εξόφλησης, να της εγχειρίσει ο κομιστής την επιταγή, προκειμένου η τελευταία να μην οπισθογραφηθεί περαιτέρω και κληθεί η τράπεζα να καταβάλλει ξανά το ίδιο ποσό. Παρόλα αυτά, αξίζει να επισημανθεί πως σε αντίθεση με τη συναλλαγματική, δεν προβλέπεται από τον ν.5960/1933 αποδοχή της επιταγής. Ο λόγος που δεν προβλέφθηκε δυνατότητα αποδοχής έγκειται στην επιθυμία του νομοθέτη να μην μετατραπεί η επιταγή σε μέσον πίστωσης, αλλά να είναι αμιγώς μέσον πληρωμής.

Αν παρέλθει η προθεσμία δίχως ο κομιστής να εμφανίσει την επιταγή για να εισπράξει την απαίτησή του, τότε ο εκδότης έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την επιταγή (άρθρο 32). Η ανάκληση επιταγής πριν τη λήξη της οκταήμερης προθεσμίας θεωρείται ανίσχυρη και ως εκ τούτου η τράπεζα μπορεί είτε να εξοφλήσει τον κομιστή είτε όχι. Στις περιπτώσεις άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας, η ανάκληση της επιταγής θα συνεπάγεται υποχρέωση της τράπεζας να μην εξοφλήσει τον κομιστή, ενώ, αντιθέτως, εάν παρά την παρέλευση της προθεσμίας και την εκπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής ο εκδότης δεν έχει προχωρήσει σε πράξη ανάκλησης, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας, καθώς και στη συμφωνία που έχει κάνει με τον εκδότη-πελάτη της το εάν θα εξοφλήσει ή όχι τον κομιστή.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: startup stock photos

Η σημασία της εμπρόθεσμης εμφάνισης της επιταγής διαδραματίζει ρόλο όχι μόνο για την ανάκληση, στην οποία τυχόν μπορεί να προβεί ο εκδότης, πολλώ δε μάλλον για τη διατήρηση του δικαιώματος αναγωγής του κομιστή κατά των προηγούμενων οπισθογράφων και του εκδότη. Η μη εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής θα επιφέρει την απώλεια του αναγωγικού δικαιώματος σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί ο κομιστής από την πληρώτρια τράπεζα. Σε κάθε περίπτωση, παρά την απώλεια του παραπάνω δικαιώματος, ο κομιστής δύναται να αναζητήσει την απαίτηση που απορρέει εκ της επιταγής με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.).

Διαφορετικά, εάν ο κομιστής έχει εμφανίσει εμπρόθεσμα την επιταγή και δεν πληρώθηκε για τον οποιονδήποτε λόγο από την τράπεζα, αυτό συνιστά τον ουσιαστικό όρο για την άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος (άρθρα 40, 55 και 57), ενώ απαιτούνται και οι παρακάτω τυπικές προϋποθέσεις για την παραπάνω ενάσκηση: 1) σύνταξη διαμαρτυρικού ή 2) έγγραφη δήλωση με την ημερομηνία εμφάνισης της επιταγής πάνω στο σώμα της επιταγής ή 3) δήλωση συμψηφιστικού γραφείου. Η καταβολή από προηγούμενο οπισθογράφο προς τον κομιστή, γεννά στο πρόσωπο του πρώτου αντίστοιχο αναγωγικό δικαίωμα κατά του αμέσως προηγούμενου από τον ίδιο οπισθογράφο. Η απαίτηση του τελευταίου κομιστή κατά του εκδότη και των οπισθογράφων παραγράφεται 6 μήνες από τη λήξη της οκταήμερης προθεσμίας εμφάνισης της επιταγής, ενώ του εξ αναγωγής οπισθογράφου 6 μήνες αφότου εξόφλησε τον κομιστή ή αφότου ενήχθη (άρθρο 52).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Κ. Ρόκας, Αξιόγραφα, 3η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άρης Σηφάκης
Άρης Σηφάκης
Είναι 24 ετών, ασκούμενος δικηγόρος και κατοικεί στην Αθήνα. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ενώ σήμερα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δίκαιο και Οικονομία του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Γνωρίζει και μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά, κατέχοντας και στις δυο γλώσσες C2. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί τόσο με την πολιτική όσο και τη νομική αρθρογραφία.